Εικόνα: Jerry Apostolatos
Χρήστος Χριστόπουλος
ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ
Ιστορίες λογοτεχνικής τρέλας
Το γραφικό Πλακιώτικο καφενείο – Απαρχές ονόματι – αποτελούσε στέκι των εκκολαπτόμενων λογοτεχνών.
Το θεωρούσαν δε, κέντρο πολιτισμού κι ο ιδιοκτήτης, ο κυρ Στέλιος, ένας βιβλιοφάγος με τεράστιες γνώσεις γύρω απ’ τα λογοτεχνικά δρώμενα, τύγχανε βαθιάς εκτίμησης απ’ όλους. Σε μια γωνιά του καφενέ, είχε φτιάξει μια ξύλινη βιβλιοθήκη κι είχε τοποθετημένα όλα τα πονήματα των θαμώνων.
Προ μηνός όμως συνταξιοδοτήθηκε κι αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό, για να εκπληρώσει το μεγάλο του όνειρο. Την συγγραφή ενός μυθιστορήματος, που λόγω των υποχρεώσεων, αδυνατούσε να πραγματοποιήσει.
Πούλησε το καφενείο, μα ο καινούριος ιδιοκτήτης, ο Μιχαλιός, ένας αγαθός βλάχος, ουδεμία σχέση είχε με τον λογοτεχνικό κόσμο.
Κουτσομπόλης και ξερόλας, έφερνε πολλές φορές σε δύσκολη θέση τους πελάτες, με τον ιδιαίτερο τρόπο που τους προσέγγιζε, όμως λόγω συνήθειας αλλά και συναισθηματικής εξάρτησης με τον χώρο, κανένας δεν άλλαξε παραστάσεις.
Χώρια που έφτιαχνε τον καλύτερο καφέ στην περιοχή κι έμαθε σε σύντομο χρονικό διάστημα, όλα τα χούγια και τις προτιμήσεις των πελατών.
Έτσι, ένα πρωινό καλοκαιριού, μετά τον καθημερινό μου περίπατο, έφτασα στον καφενέ.
Μόλις είχε ανοίξει κι αφού χαιρέτησα από μακριά τον καφετζή, κάθησα στο γωνιακό τραπεζάκι, κάτω απ’ το πλατάνι.
Σε λίγα λεπτά, κατέφτασε ο Μιχαλιός, με το σαρδόνιο χαμόγελο, για να σερβίρει τον καϊμακλίδικο καφέ.
- Ένα χαρτί κι ένα μολύβι, γιατί θέλω να γράψω, του ζήτησα επιτακτικά, θέλοντας να αποφύγω οποιαδήποτε κουβέντα.
- Κύριε Τέλη, με εκπλήσσετε.
Σας επισκέφθηκε η έμπνευση, πρωινιάτικα; - Καλά που ζεις; απάντησα με έντονο ύφος.
Δε βλέπεις, δεν ακούς, τι γίνεται γύρω μας; Όλη η χώρα καίγεται, οι πυροσβέστες δίνουν αγώνα νυχθημερόν, κόσμος εγκαταλείπει το βιος του. Μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι σ’ αυτή την ανείπωτη καταστροφή;
Καθήκον του ποιητή είναι να συγκλονίσει την κοινή γνώμη, με στίχους που βγαίνουν απ’ τα τρίσβαθα της ψυχής του. - Συγνώμη, αλλά τώρα θα γράψετε;
- Πότε θέλεις να γράψω Μιχαλιό; Τώρα, που είναι φρέσκα τα γεγονότα.
Θέλω να είμαι ο πρώτος που θα γράψει γι αυτό. - Λυπάμαι κύριε Τέλη, αλλά σας πρόλαβαν άλλοι.
Ο συνάδελφος σας, εκείνος ο ψηλός με τη μαύρη τραγιάσκα, έγραψε την προηγούμενη εβδομάδα, για τις πυρκαγιές. - Εκείνος ο ατάλαντος;
Πώς έγραψε, αφού οι καταστροφές άρχισαν χθες; ρώτησα με υψωμένο τον τόνο της φωνής. - ” Ένας ποιητής πρέπει να προηγείται των γεγονότων”.
Αυτό μου είπε χαρακτηριστικά. Ξέροντας για τον επερχόμενο καύσωνα, ήταν βέβαιος για την εξέλιξη των πραγμάτων. - Ανοησίες!
Καλά θα κάνεις, να μην τον συνερίζεσαι, τον φαντασμένο! - Κι η φίλη σας, η κυρία Κλαίρη, ανάρτησε χθες.
Ποζάρισε, καθισμένη στην ξαπλώστρα με το λεοπάρ μπικίνι και το μοχίτο στο χέρι. Με πόνο ψυχής κι έκδηλη την αγωνία για το μέλλον του τόπου, πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά, έγραψε για τον πύρινο εφιάλτη. - Καλά πότε πρόλαβε κι αυτή;
- Δεν το γνωρίζετε κύριε Τέλη; Αυτή έχεις έτοιμα ποιήματα για κάθε περίσταση.
Ένα για πυρκαγιά, άλλο για πλημμύρα, άλλο για σεισμό.
Έτσι είναι πάντα πανέτοιμη! - Παμπόνηρες οι γυναίκες Μιχαλιό. Τουλάχιστον ήταν καλό το ποίημα;
- Να σας πω την αμαρτία μου, κύριε Τέλη, δεν το διάβασα.
Αμφιβάλω κι αν το διάβασε κανένας. Όλοι σταθήκαν στη φωτογραφία και θαύμαζαν το ηλιοκαμένο της κορμί. - Γι αυτό κι εγώ το μετάνοιωσα. Δε θα γράψω, αφού όλοι θα το προσπεράσουν, παρά μόνο θα εκφράσω τη βαθύτατη λύπη μου. Θα μου βγάλεις μια ωραία φωτογραφία, εδώ στον καφενέ.
- Ό,τι θέλετε. Πάρτε μια καλή πόζα κι είμαι έτοιμος.
- Περίμενε Μιχαλιό, να πάω απ’ την άλλη μεριά, να φανεί η φίρμα του μαγαζιού.
- Κύριε Τέλη, πώς το σκεφτήκατε; Σας βγάζω το καπέλο. Μια στιγμή μόνο κι έρχομαι.
Μπαίνει ο καφετζής τροχάδην στο μαγαζί και βγαίνει κρατώντας στα χέρια, ένα βιβλίο. Το αφήνει πάνω στο τραπέζι και λέει, με θριαμβευτικό ύφος, - Κύριε Τέλη, ευκαιρία να διαφημιστεί κι η ποιητική σας συλλογή. Τις προάλλες παραπονιόσασταν για τις ανύπαρκτες πωλήσεις.
- Μπράβο Μιχαλιό! Έχεις πρακτικό πνεύμα, φώναξα ευχαριστημένος.
- Λοιπόν, έτοιμος; Πάρτε λίγο πιο βλοσυρό ύφος κι ανεβάστε το φλυτζάνι στο ύψος των χειλιών. Ρουφήξτε πρώτα λίγο καφέ, μη χυθεί και σας κάψει το χέρι, γιατί διακρίνω ένα ελαφρύ τρέμουλο.
-Δεν είμαι βρε φωτομοντέλο.
Ποιητής είμαι, διαμαρτυρήθηκα. - Θα έλεγα τι είστε, αλλά φοβάμαι μη σας χάσω από πελάτη.
- Τι σιγομουρμουρίζεις, φωτογράφε της κακιάς ώρας;
Κάνε γρήγορα, γιατί βλέπω να έρχεται ο ψηλός με την τραγιάσκα!
Βιογραφικό

Ο Χρήστος Χριστόπουλος, γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη, με καταγωγή από τη Ναύπακτο Αιτωλοακαρνανίας.
Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τα ” Σκιρήματα καρδιάς”, εκδόσεις Αττικός και τη ” Συμφωνία των σονέτων”, εκδόσεις Γράφημα.
Ιδρυτής και διαχειριστής της διαδικτυακής ομάδας και του λογοτεχνικού ιστότοπου ” Ποιητική έλξη”.
Μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Β. Ελλάδος και του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος.
Εξαιρετικό μπράβο!!!
Εξαιρετικό! Περνά μηνύματα της εποχής με την χρήση του διαδικτύου με χιουμοριστικό τρόπο! Μπράβο Χρήστο!