Σύμφωνα με την απόφαση Żurek κατά Πολωνίας της 16.06.2022 (αρ. προσφ.39650/18) ο προσφεύγων, Waldemar Żurek, είναι πολωνός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1970 και ζει στο Rzeplin (Πολωνία). Είναι δικαστής του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Κρακοβίας και ήταν εκπρόσωπος του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (NCJ), βλ. το συνταγματικό όργανο στην Πολωνία που διασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών. Ως μέλος του NCJ, εκλέχθηκε για πρώτη φορά το 2010 και στη συνέχεια επανεξελέγη το 2014 για δεύτερη τετραετή θητεία. Το 2014 διορίστηκε εκπρόσωπος του NCJ και, με αυτή την ιδιότητα, έγινε ένας από τους κύριους επικριτές των αλλαγών στο δικαστικό σώμα που εισηγήθηκε η νέα Κυβέρνηση που είχε ανέλθει στην εξουσία το 2015. Στηλίτευσε ιδιαίτερα την απειλή για τη δικαστική ανεξαρτησία που απέρρεε από τις προτάσεις της κυβέρνησης. Ωστόσο, η θητεία του ως μέλους του NCJ έληξε πρόωρα το 2018, μετά την ισχύ νέας νομοθεσίας στο πλαίσιο της ευρείας κλίμακας μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος. Ειδικότερα, οι τροποποιήσεις του νόμου για το NCJ του 2017 προέβλεπαν ότι τα δικαστικά μέλη του NCJ δεν θα εκλέγεται πλέον από δικαστές αλλά από το Sejm (Κάτω Βουλή του Κοινοβουλίου) και ότι τα νεοεκλεγέντα μέλη θα αντικαθιστούσαν αμέσως τα εκλεγμένα μέλη από την προηγούμενη νομοθεσία. Έτσι, όταν το Sejm εξέλεξε 15 δικαστές ως νέα μέλη του NCJ στις 6 Μαρτίου 2018, η αρμοδιότητα του προσφεύγοντος έπαψε να ισχύει. Δεν έλαβε καμία επίσημη ειδοποίηση. Κατά συνέπεια, ο ίδιος έπαυσε επίσης να ενεργεί ως εκπρόσωπος του NCJ.
Νωρίτερα το 2018 ο προσφεύγων είχε επίσης απομακρυνθεί από τη θέση του ως εκπρόσωπος τύπου του περιφερειακού δικαστηρίου της Κρακοβίας. Στην υπόθεσή του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων υπέβαλε πληροφορίες για πολλά άλλα μέτρα που ελήφθησαν εναντίον του από τις αρχές, μεταξύ των οποίων: το Κεντρικό Γραφείο Καταπολέμησης της Διαφθοράς διενέργησε έλεγχο των φορολογικών του δηλώσεων μεταξύ Νοεμβρίου 2016 και Απριλίου 2018· και το Υπουργείο Δικαιοσύνης διέταξε επιθεώρηση του έργου του στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας τον Απρίλιο του 2017. Υποστήριξε επίσης ότι σε βάρος του ασκήθηκαν πέντε πειθαρχικές διαδικασίες, οι οποίες βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο) και το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι του είχαν αρνηθεί την πρόσβαση σε δικαστήριο και ότι δεν υπήρξε καμία διαδικασία, δικαστική ή άλλη, για να αμφισβητηθεί η πρόωρη λήξη της θητείας του.
Επικαλούμενος επίσης το άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης), ισχυρίστηκε ότι η παύση του ως εκπρόσωπος τύπου του περιφερειακού δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις των αρχών να ελέγξουν τις φορολογικές του δηλώσεις και να επιθεωρήσουν το δικαστικό του έργο, είχαν σκοπό να τον τιμωρήσουν επειδή εξέφρασε την κριτική του σχετικά με τις νομοθετικές αλλαγές της κυβέρνησης και να προειδοποιήσουν άλλους δικαστές να απέχουν από τέτοιες τοποθετήσεις.
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει κανέναν λόγο που να δικαιολογεί την απουσία δικαστικού ελέγχου της απόφασης για πρόωρη λήξη της θητείας του προσφεύγοντος στο NCJ, επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματά του ως προς τη μη εφαρμογή του άρθρου 6 στην υπόθεση. Ωστόσο, όπως και στην πρόσφατη υπόθεση Grzęda κατά Πολωνίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι το «δικαίωμα» του προσφεύγοντος να υπηρετήσει μια πλήρη θητεία ήταν πράγματι αμφισβητούμενο σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο και ότι αυτό το «δικαίωμα» προσέλκυσε την προστασία του άρθρου 6.
Το άρθρο 6 § 1 ήταν επομένως εφαρμοστέο στην υπόθεση και η έλλειψη δικαστικού ελέγχου της απόφασης απόλυσης του προσφεύγοντος δικαστή από το NCJ είχε προσβάλει σοβαρά το δικαίωμά του πρόσβασης σε δικαστήριο.
Όπως και στην υπόθεση Grzęda, το ΕΔΔΑ τόνισε ότι το γενικό πλαίσιο των διαφόρων δικαστικών μεταρρυθμίσεων που ανέλαβε η πολωνική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης αυτής του NCJ που είχε επηρεάσει τον προσφεύγοντα, είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της δικαστικής ανεξαρτησίας και αυτό είχε ευρέως περιγραφεί ως η κρίση του κράτους δικαίου στην Πολωνία.Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1. Επίσης έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί χωριστά το παραδεκτό και το βάσιμο της καταγγελίας βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης δεδομένου ότι ήταν ουσιαστικά το ίδιο με αυτό σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν κατά του προσφεύγοντος ήταν ουδέτερα και ίσχυαν για όλους τους δικαστές και επομένως δεν είχε παρέμβει στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε, ωστόσο, ότι τα μέτρα έπρεπε να εξεταστούν στο εξής πλαίσιο: Συγκεκριμένα, στις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης με στόχο την αποδυνάμωση της δικαστικής ανεξαρτησίας ο προσφεύγων είχε αντιδράσει και, είχε προβεί σε δημόσιες δηλώσεις, με συνεντεύξεις, με διαδικτυακά άρθρα και με αναφορές στο κανάλι του NCJ στο YouTube – μεταξύ 2015 και 2018 – επικρίνοντας τους προτεινόμενους νόμους και τις πολιτικές της κυβέρνησης σε σχέση με το δικαστικό σώμα. Τα μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος του είχαν όλοι υιοθετηθεί από όργανα που ελέγχονταν από την εκτελεστική εξουσία και δεν είχαν προφανώς κινητοποιηθεί από την οποιαδήποτε τεκμηριωμένη παρατυπία εκ μέρους του, ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο των οικονομικών του και την επιθεώρηση του έργου του. Το Δικαστήριο τόνισε ότι ο προσφεύγων, ως δικαστής και μέλος του NCJ, είχε όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να μιλήσει υπέρ του κράτους δικαίου και της δικαστικής ανεξαρτησίας. Πράγματι, ο προσφεύγων ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές του δικαστικού κλάδου στην Πολωνία που είχε σταθερά υπερασπιστεί αυτές τις θεμελιώδεις αξίες, προβαίνοντας σε δηλώσεις από μια αυστηρά επαγγελματική οπτική. Ως εκ τούτου, απαιτείτο υψηλός βαθμός προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης και στην περίπτωσή του αυστηρός έλεγχος κάθε παρέμβασης στα δικαιώματά του. Κατά τον έλεγχο των μέτρων κατά του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο έλεγχος που πραγματοποιήθηκε, έλαβε χώρα μετά από κάποια απροσδιόριστη παρατυπία και διήρκεσε 17 μήνες χωρίς συγκεκριμένα αποτελέσματα, ενώ η επιθεώρηση του έργου του στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας είχε ξεκινήσει μια μέρα μετά τη λήψη μιας ανώνυμης επιστολής που αφορούσε ουσιαστικά την κριτική του για την μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος και όχι για κάποια υποτιθέμενη παραβίαση ή ικανότητα άσκησης των δικαστικών του καθηκόντων.
Επιπλέον, η απόφαση για την απόλυσή του από εκπρόσωπο τύπου του εν λόγω δικαστηρίου είχε ληφθεί χωρίς να ληφθεί η γνώμη του Δικαστικού Συμβουλίου, όπως απαιτείται από τη σχετική νομοθεσία. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σώρευση τέτοιων μέτρων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως στοχευμένη στρατηγική για τον εκφοβισμό (ή και τη φίμωση) του προσφεύγοντος λόγω των απόψεών του. Βάση του υλικού που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο, το τελευταίο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε άλλο εύλογο κίνητρο. Τα μέτρα, εξάλλου, είχαν αναμφίβολα ένα «αποτρεπτικό αποτέλεσμα» καθώς μπορούσαν να αποθαρρύνουν όχι μόνο τον προσφεύγοντα αλλά και άλλους δικαστές από τη συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο για τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες επηρέαζαν τη δικαστική εξουσία και γενικότερα τα θέματα που αφορούν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.Έχοντας υπόψη την ύψιστη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, το Δικαστήριο ήταν της γνώμης ότι υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης και ότι αυτή η παρέμβαση δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο συνεκτίμησε το άρθρο 41 και έκρινε ότι η Πολωνία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Μειοψήφισε ο δικαστής Wojtyczek.