Στο άρθρο 5 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι πολυσήμαντο: Στην πολιτική ζωή σημαίνει την καθιέρωση γενικού πολιτικού δικαιώματος που καλύπτει οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα, η οποία δεν προβλέπεται από ειδικές συνταγματικές διατάξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη νομολογία η εκλογή των βουλευτών του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου η οποία, μη προβλεπόμενη ρητά από καμία συνταγματική διάταξη, βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος ( Α.Ε.Δ. 10/1982).
Το πρόσφατο σκάνδαλο των υποκλοπών καταδεικνύει περίτρανα ότι το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, συνυφασμένο άρρηκτα με το δικαίωμα στην προσωπικότητα και την ελεύθερη ανάπτυξη αυτής, καταστρατηγείται ανηλεώς. Το ζήτημα οξύνεται από το γεγονός ότι στην εποχή που διανύουμε τα πάντα είναι προσβάσιμα στους πάντες, με τα social media να καταλαμβάνουν την κορωνίδα στην κοινωνία της πληροφορίας (αρ. 5Α Σ) και να καθιστούν δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ιδιωτικής και δημόσια ζωής, με αποτέλεσμα η παρακολούθηση της ιδιωτικής σφαίρας των πολιτών (scouting) να συμβαίνει καθημερινά σε μεγάλα αστικά κέντρα, πολυσύχναστους και μη δρόμους, καταστήματα, υπηρεσίες, χώρους εστίασης, σινεμά και πλατείες και δυστυχώς όχι μόνο για λόγους ασφαλείας- το Λονδίνο με σήμα κατατεθέν το London eye είναι ένας τιτάνιος Big Brother με κάμερες άνα τετραγωνικό εκατοστό, η δε υποτιθέμενη υποχρέωση διαφύλαξης του απορρήτου των επικοινωνιών δυστυχώς δεν τηρείται. Οι πανταχού hackers και ιδιωτικοί ερευνητές καιροφυλακτούν και θησαυρίζουν και «αγοράζουν» λεπτά ζωής την ώρα που ανυποψίαστοι πολίτες του κόσμου διαβάζουν εφημερίδα ή πίνουν καφέ.
Ακόμη δε και τα πολιτικά πρόσωπα τα οποία υποχρεούνται να λογοδοτούν για τα πεπραγμένα τους ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε ότι δικαιούνται να απολαύουν ένα άβατο, δεν υποχρεούνται ανά πάσα ώρα και στιγμή να είναι εκτεθειμένα και αναγκασμένα να θέσουν εαυτόν ως βορρά προς πάσα κατεύθυνση ή απεύθυνση.
Η όποια κοινοβουλευτική παλιμβουλία σε τέτοιες περιπτώσεις παρενείρει μια θεσμική εκτροπή με το ζήτημα να οξύνεται, να παραμένει δισεπίλυτο και τις κυβερνήσεις κυρίως στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να μένουν αγκυλωμένες σε δογματισμούς, ψευδεπίγραφους και κομφορμιστικούς καθωσπρεπισμούς.
Στην απόφασηRouillan κατά Γαλλίας της 23.06.2022 ( αρ. προσφ. 28000/19) Ο προσφεύγων, Jean-Marc Rouillan, είναι Γάλλος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1952 και ζει στην Tourrenquets. Ως πρώην μέλος της τρομοκρατικής ομάδας Action directe, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και έκτισε 25 χρόνια στη φυλακή πριν αποφυλακιστεί με όρους το 2012. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία και έπαιξε σε ταινία υποδυόμενος τον εαυτό του το 2016.
Στις 23 Φεβρουαρίου 2016 ο προσφεύγων παραχώρησε συνέντευξη σε δύο δημοσιογράφους που μεταδόθηκε την ίδια ημέρα από πολιτικό πρόγραμμα, παραγωγή ενός περιφερειακού μηνιαίου περιοδικού σε συνεργασία με τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Η συνέντευξη αναρτήθηκε και στην ιστοσελίδα του περιοδικού.
Αναφερόμενος κατά τη διάρκεια της συνέντευξης στους δράστες της τρομοκρατικής επίθεσης του Παρισιού και του Σεν-Σαιν Ντενί στις επιθέσεις του 2015, δήλωσε συγκεκριμένα: «Νόμιζα ότι ήταν πολύ γενναίοι, πολέμησαν γενναία…». Στις 7 Μαρτίου 2016, ένας δικηγόρος που εκπροσωπούσε τα θύματα των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι ανέφερε τα εν λόγω σχόλια στον εισαγγελέα του Παρισιού.
Ο εισαγγελέας του Παρισιού αποφάσισε να ασκήσει δίωξη κατά του προσφεύγοντος δυνάμει του άρθρου 421-2-5 του Ποινικού Κώδικα για δημόσια υπεράσπιση τρομοκρατικής πράξης μέσω διαδικτυακής επικοινωνιακής υπηρεσίας προσβάσιμη στο κοινό. Η Γαλλική Ένωση Θυμάτων Τρομοκρατίας και πολλά θύματα των επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου 2015 παρέστησαν στη διαδικασία ως υποστηρικτές της κατηγορίας.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2016 το Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού καταδίκασε τον προσφεύγοντα σύμφωνα με τις κατηγορίες σε ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών και την υποχρέωση να καταβάλει το ποσό του ενός ευρώ στο Γαλλικό Σύλλογο Θυμάτων Τρομοκρατίας και 300 ευρώ σε καθένα από τα θύματα των επιθέσεων που συμμετείχαν στη διαδικασία ως υποστηρικτές της διαδικασίας.
Η ποινή η οποία του επεβλήθη από το ΕΔΔΑ μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογα αυστηρή για τα λεχθέντα του εν είδει συνέντευξης στους δημοσιογράφους, ανακινεί το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης συναρτώμενο με την τήρηση του καθήκοντος πατριωτισμού ως επαφίεται στην συνείδησή του και παρενείρει μια γενόσημη δημοκρατία.