Ο Ζακ Ντεριντά, γνήσιος θεμελιωτής και εκφραστής της θεωρίας της αποδόμησης, διατείνετο ότι υπάρχουν πολλών ειδών αλήθειες, επομένως δεν υπάρχει καμία αλήθεια..
Ενδιαφέρουσα προσέγγιση με ευρύτερες φιλοσοφικές και πολιτικές διαστάσεις. Όταν όμως θύμα των περιστάσεων είναι 92 μετανάστες οι οποίοι διαχίζουν τα σύνορα στον Έβρο γυμνοί ως αποδιοπομπαίοι τράγοι από τις τουρικικές αρχές η μοναδική αλήθεια είναι ότι αυτό είναι εικόνα ντροπής για τους ιθύνοντες. Το ίδιο και όταν θύμα παραμένει ένα 12χρονο παιδί στον Κολωνώ το οποίο σκοτώνουν καθημερνά – δεν είναι πολιτικό όμως εδώ το θέμα, κακώς επιρρίπτονται ευθύνες σε δήθεν παρένθετα σχετιζόμενα πρόσωπα. Η ευθύνη μπορεί να μετακυλισθεί στην νομοθετική εξουσία προς αυστηροποίηση των ποινών του Πονικού Κώδικα και των συναφών Ειδικών Ποινικών Νόμων όταν θύματα κακοποίησης είναι ανήλικα παιδιά αλλά και στην επαύξηση των κατωτάτων ορίων ποινής και στην έκτιση όχι μόνο μέρους αυτών σε φυλακή ή σωφρονιστικό κατάστημα. Μπορεί βέβαια τα πρόβλημα στον πυρήνα του να μην είναι αυστηρά ατομικό, να έχει κοινωνικές ρίζες και να χρειάζεται να εξαλειφθεί – ει δυνατόν – από εκεί.
Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση Kara–Murza κατά Ρωσίας της 04.10.2022 (αρ. προσφ. 2513/14) η οποία αφορά την εκλογική νομοθεσία και την αναγκαιότητα εξατομίκευσης εκλογικών δικαιωμάτων, ο προσφεύγων Vladimir Vladimirovich Kara-Murza,, έχοντας διπλή υπηκοότητα, όντας δηλαδή Βρετανός και Ρώσος υπήκοος ζεί στην Ρωσία και υπέβαλε υποψηφιότητα στις περιφερειακές εκλογές. Το 2013 προτάθηκε ως υποψήφιος από ένα πολιτικό κόμμα της αντιπολίτευσης (Ρεπουμπλικανικό Κόμμα της Ρωσίας – Κόμμα Λαϊκής Ελευθερίας) για εκλογή στην Περιφερειακή Δούμα του Γιαροσλάβλ (περιφερειακό νομοθετικό σώμα) και εγγράφηκε από την τοπική Εκλογική Επιτροπή. Η εγγραφή του ακυρώθηκε στη συνέχεια από το Περιφερειακό Δικαστήριο με την αιτιολογία ότι η σχετική εγχώρια νομοθεσία απαγόρευε σε υπηκόους με πολλαπλές υπηκοότητες να είναι υποψήφιοι στις εκλογές. Τα ασκηθέντα ένδικα μέσα του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν λόγω της διπλής υπηκοότητας του και ο ίδιος άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στις ελεύθερες εκλογές.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου εξ αρχής δέχτηκε ότι παρόλο που η παρέμβαση είχε ως στόχο τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με την εκλογική νομοθεσία, ήταν δυσανάλογη και επανέλαβε, την πάγια συναίνεση μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών ότι η κατοχή περισσότερων της μιας υπηκοότητας δεν θα έπρεπε να αποτελεί λόγο μη επιλεξιμότητας ενός ατόμου προς υποβολή συμμετοχής αυτού ως μέλος του Κοινοβουλίου.
Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι ο αποκλεισμός του προσφεύγοντα έγινε χωρίς εξατομίκευση κάποιων ιδιαίτερων πληροφοριών όπως πχ. ότι ήταν επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ή ότι είχε ποινικές καταδίκες. Ως εκ τούτου το ΕΔΔΑ έκρινε, κατά πλειοψηφία. ότι επειδή ο αποκλεισμός του προσφεύγοντα βασίστηκε μόνο στη διπλή υπηκοότητα, χωρίς εξατομίκευση συγκεκριμένων λόγων, παραβιάστηκε το άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Ο αποκλεισμός της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος ήταν ένα ιδιαίτερα περιοριστικό μέτρο, παρά το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν οι εθνικές αρχές στον τομέα αυτό. Διατυπώθηκε με απόλυτους όρους και δεν προέβλεπε εξαιρέσεις για πολλαπλές εθνικότητες ή ιδιαίτερες περιστάσεις. Συναφώς, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος είχε δικαιολογηθεί από την απουσία στενών δεσμών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ρωσίας, διότι η απαγόρευση ίσχυε για τους υποψηφίους με υπηκοότητα ξένου κράτους ή ακόμη και για όσους κατέχουν άδεια διαμονής που εκδίδεται από οποιοδήποτε ξένο κράτος. Η απαγόρευση επηρέασε επίσης μεγάλο αριθμό Ρώσων υπηκόων.
Υπήρχε ανάγκη να «εξατομικευθεί» ο περιορισμός των εκλογικών δικαιωμάτων και να ληφθεί υπόψη η πραγματική συμπεριφορά των ατόμων και όχι μια υποθετική απειλή από μια ομάδα προσώπων. Αυτή η εξατομίκευση μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα που λαμβάνονται στις ιδιαίτερες περιστάσεις μιας υπόθεσης που βασίζονται σε συγκεκριμένες πληροφορίες, όπως κυρώσεις για παράνομη συμπεριφορά ή συμπεριφορά που απειλεί τα εθνικά συμφέροντα ή πρόσβαση σε εμπιστευτικά έγγραφα που υπόκειται σε άδεια ασφαλείας. Αυτή η προσέγγιση έπρεπε να προτιμηθεί από μια γενική υπόθεση ότι όλα τα άτομα πολλαπλών υπηκοοτήτων αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια και ανεξαρτησία. Ωστόσο, η επίμαχη απαγόρευση είχε εφαρμοστεί αυτοδίκαια χωρίς εξατομίκευση στον προσφεύγοντα.
Το ΕΔΔΑ, κατά πλειοψηφία, διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι (άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).(Άρθρο 41: ο προσφεύγων δεν υπέβαλε καμία αξίωση για αποζημίωση). Η αποζημίωση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη (ο όρος χρησιμοποιείται αδιακρίτως πλέον εάν «το θύμα» έχει αποβιώσει ή όχι οπότε δικαιούνται αποζημίωσης οι αστικώς ενάγοντες) δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε υλική αξία. Πολλές φορές είναι μη μετρήσιμη, είναι πολύ δυσάρεστο όταν το θύμα είναι ακόμα εδώ και η αλήθεια αυτή δεν υπακούει στην θεωρία της αποδόμησης.