Στην πρόσφατη απόφαση Bakirdzi και E.C. κατά Ουγγαρίας της 10.11.2022 στηλιτεύεται το εκλογικό σύστημα που στην πράξη αποκλείει την είσοδο στη Βουλή εκπροσώπων των εθνικών μειονοτήτων ως παραβίαση του δικαιώματος σε ελεύθερες εκλογές (αρ. προσφ. 49636/14 και 65678/14 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο εδρεύει στο Στρασβούργο.
Οι προσφεύγουσες ζουν στη Βουδαπέστη και ανήκουν στην ελληνική και αρμενική μειονότητας, αντίστοιχα, της Ουγγαρίας. Ο εκλογικός νόμος εισήγαγε ένα σύστημα εκπροσώπησης των μειονοτήτων το 2014, σύμφωνα με το οποίο τα αυτοπροσδιοριζόμενα μέλη εθνικών μειονοτήτων μπορούν να εγγραφούν ως ψηφοφόροι εθνικής μειονότητας και να συμμετέχουν στην ψηφοφορία με συγκεκριμένη διαδικασία. Ωστόσο στις εκλογές του 2014, κανένας από τους καταλόγους εθνικών μειονοτήτων δεν έλαβε αρκετές ψήφους για να κερδίσει μια έδρα εθνικής μειονότητας.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το σύστημα που είχε τεθεί σε εφαρμογή για τη διασφάλιση της πολιτικής εκπροσώπησης των εθνικών μειονοτήτων στην Ουγγαρία είχε ως αποτέλεσμα να περιορίζει την πολιτική τους αποτελεσματικότητα και έτεινε στο να μειώσει, αντί να ενισχύσει, την ποικιλομορφία και τη συμμετοχή των μειονοτήτων στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Αμφισβήτησε επίσης το κατά πόσο ένα σύστημα, στο οποίο θα μπορούσε να διεξαχθεί ψηφοφορία μόνο για συγκεκριμένη κλειστή λίστα υποψηφίων και το οποίο απαιτούσε από τους ψηφοφόρους να εγκαταλείψουν τις κομματικές τους προτιμήσεις προκειμένου να εκπροσωπηθούν από υποψήφιους της μειοψηφίας, εξασφάλιζε «την ελεύθερη έκφραση της γνώμης του λαού στην επιλογή του νομοθέτη».
Το Δικαστήριο έκρινε, ομόφωνα, ότι ο συνδυασμός περιορισμών στα δικαιώματα ψήφου των προσφευγουσών παραβίασε το άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (δικαίωμα στις ελεύθερες εκλογές) σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ.
Επίσης, έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη την οποία υπέστησαν οι προσφεύγουσες.
Αναλυτικότερα τα πραγματικά περιστατικά έχουν ως εξής:
Οι Kalliopé Bakirdzi και E.C., υπήκοοι Ουγγαρίας γεννηθείσες το 1959 και το 1990 αντίστοιχα ζουν στη Βουδαπέστη. Υπάρχουν 13 εθνικές μειονότητες στην Ουγγαρία στις αναγνωρίζονται βάσει νόμου τα δικαιώματα των εθνικοτήτων. Η πρώτη προσφεύγουσα ανήκει στην ελληνική μειονότητα και η δεύτερη στην αρμενική μειονότητα. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ουγγαρίας, οι εθνικές μειονότητες πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν στις εργασίες της Βουλής. Σε αυτή τη βάση, ο εκλογικός νόμος εισήγαγε ένα σύστημα εκπροσώπησης των μειονοτήτων το 2014, σύμφωνα με την οποία τα αυτοπροσδιοριζόμενα μέλη εθνικών μειονοτήτων μπορούν να εγγραφούν ως ψηφοφόροι εθνικής μειονότητας. Ψηφίζουν από τους καταλόγους της εθνικής μειονότητας στην οποία ανήκουν και για τους υποψήφιους της μονομελούς περιφέρειας, ενώ άλλοι ψηφοφόροι ψηφίζουν υποψήφιο σε μονομελή περιφέρεια και από κομματικό κατάλογο.
Κάθε εθνική μειονότητα έχει μια κλειστή λίστα υποψηφίων σε ξεχωριστό ψηφοδέλτιο. Η μοναδική δυνατότητα των ψηφοφόρων μειονότητας είναι να ψηφίσουν ή να μην ψηφίσουν από τον ενιαίο κατάλογο της εθνικής τους μειονότητας (χωρίς επιρροή στη σειρά κατάταξης του υποψηφίου). Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, οι λίστες εθνικών μειονοτήτων επωφελούνται από προνομιακό όριο – δηλαδή χρειάζονται λιγότερες ψήφους για να κερδίσουν μια έδρα στο Κοινοβούλιο – δηλαδή το ένα τέταρτο του αριθμού που απαιτείται για τους τακτικούς εκλογικούς καταλόγους. Στις εκλογές του 2014, το όριο για να κερδίσει μια έδρα υποψήφιος εθνικής μειονότητας ήταν 22.022 ψήφοι (διαιρώντας τον συνολικό αριθμό των εθνικών ψήφων με το 93 – τον αριθμό των εδρών που θα μπορούσαν να αποκτηθούν από τον εθνικό κατάλογο – και στη συνέχεια διαιρώντας με το τέσσερα).
Και οι 13 αναγνωρισμένες εθνικές μειονότητες κατέθεσαν εκλογικές λίστες υποψηφίων για τις εκλογές του 2014 και συνολικά 35.289 ψηφοφόροι ήταν εγγεγραμμένοι ως ψηφοφόροι εθνικής μειονότητας. Κανένας από τους καταλόγους εθνικών μειονοτήτων δεν έλαβε αρκετές ψήφους για να κερδίσει μια έδρα εθνικής μειονότητας. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο στόχος της εισαγωγής ενός νομοθετικού καθεστώτος με προνομιακό όριο σχετικά με τους εκπροσώπους μειονοτήτων έπρεπε να εξασφαλίσει την πολιτική εκπροσώπηση των εθνικών μειονοτήτων στην Ουγγαρία. Ωστόσο, οι υποψήφιοι της εθνικής μειονότητας έπρεπε να συγκεντρώσουν μόνο τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων από το ψηφοδέλτιο των ψηφοφόρων εθνικής μειονότητας που ανήκουν στην ίδια μειονοτική ομάδα με τους ίδιους, κάτι που τους έθετε σε μια πολύ διαφορετική κατάσταση από άλλους υποψηφίους που μπορούσαν να λάβουν ψήφους από το σύνολο των εκλογέων. Ομοίως, άλλα μέλη του εκλογικού σώματος ήταν ελεύθερα να συναναστραφούν με οποιουσδήποτε άλλους ομοϊδεάτες εκλογείς για την προώθηση των πολιτικών πεποιθήσεων, ενώ οι υποψήφιοι εθνικής μειονότητας και οι ψηφοφόροι περιορίζονταν στην εθνική τους κοινότητα. Αυτό το μειονέκτημα στις εκλογικές διαδικασίες δεν βασίστηκε στην ιδία επιλογή των υποψηφίων ή των ψηφοφόρων της εθνικής μειονότητας να συσχετιστούν με μικρή ομάδα πολιτικών συμφερόντων του πληθυσμού αλλά είχε προκύψει από κυβερνητική απόφαση.
Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι το προνομιακό όριο για τους υποψηφίους της εθνικής μειονότητας είχε ως σκοπό να λειτουργήσει ως αντίβαρο σε αυτό το σύστημα. Ωστόσο, ο αριθμός των ψηφοφόρων μειοψηφίας που ανήκε στην ίδια εθνική μειονότητα στην Ουγγαρία δεν ήταν αρκετά υψηλό για να αγγίξει το προνομιακό εκλογικό όριο, ακόμη και αν όλοι οι ψηφοφόροι που ανήκουν σε αυτήν την εθνική μειονότητα ψήφιζαν τον αντίστοιχο μειονοτικό κατάλογο. Μάλιστα το 2014 εγγράφηκαν 140 ψηφοφόροι ως ψηφοφόροι της ελληνικής μειονότητας και 184 ως ψηφοφόροι της Αρμενικής μειονότητας, ενώ ο απαιτούμενος αριθμός ψήφων για να κερδίσει μια έδρα στο Κοινοβούλιο ένας υποψήφιος εθνικής μειονότητας ήταν 22.000.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι η Σύμβαση δεν απαιτούσε από τα κράτη να υιοθετήσουν προνομιακό κατώτατο όριο όσον αφορά τις εθνικές μειονότητες, έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τη σύσταση απαρτίας για ομάδες εθνικών μειονοτήτων, ακόμη κι αν αυτή η απαίτηση δυσκόλευε τον υποψήφιο εθνικής μειονότητας να συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων για μια έδρα εθνικής μειονότητας. Όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι η ψήφος υπέρ των μειονοτικών καταλόγων τους στέρησε την ευκαιρία για ουσιαστική ψηφοφορία, το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι, ως συνέπεια της εγγραφής ως ψηφοφόροι εθνικής μειονότητας, μπορούσαν να ψηφίσουν μόνο από τις αντίστοιχες λίστες εθνικής μειονότητας ή να απέχουν από την ψηφοφορία από τον κατάλογο των εθνικών μειονοτήτων. Επομένως, δεν είχαν άλλη επιλογή μεταξύ διαφορετικών κομματικών καταλόγων ούτε οποιαδήποτε επιρροή στη σειρά με την οποία εκλέχθηκαν οι υποψήφιοι των καταλόγων εθνικών μειονοτήτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα ψήφου έπρεπε να δώσει στους ψηφοφόρους την ευκαιρία να επιλέξουν υποψηφίους ή λίστες κομμάτων που αντικατοπτρίζουν καλύτερα τις πολιτικές τους απόψεις και οι εκλογικοί κανονισμοί δεν θα πρέπει να απαιτούν από τους ψηφοφόρους να υιοθετούν πολιτικές θέσεις τις οποίες δεν υποστήριζαν. Πρακτικά, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να εκφράσουν τις πολιτικές τους απόψεις ή την επιλογή τους στην κάλπη. Μπορούσαν μόνο να δείξουν ότι επιδίωκαν εκπροσώπηση στη λήψη πολιτικών αποφάσεων ως μέλη μιας εθνικής μειονοτικής ομάδας. Το Δικαστήριο αμφισβήτησε ότι ένα σύστημα στο οποίο η ψήφος απευθυνόταν σε μια συγκεκριμένη κλειστή λίστα υποψηφίων και η οποία απαιτούσε από τους ψηφοφόρους να εγκαταλείψουν το κόμμα επιλογής τους με σκοπό να εκπροσωπηθούν ως μέλη μειοψηφίας, εξασφάλιζε «την ελεύθερη έκφραση της γνώμης του λαού στην επιλογή του νομοθέτη». Επιπλέον, διαπίστωσε ότι, δεδομένου ότι είχαν μόνο μία επιλογή ως ψηφοφόροι, αυτή αποκαλυπτόταν έμμεσα, στερώντας τους το δικαίωμα στην πλήρη μυστικότητα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη στιγμή που είχε αποφασιστεί να δημιουργηθεί ένα σύστημα με σκοπό την εξάλειψη ή μείωση των περιπτώσεων ανισότητας στην πολιτική εκπροσώπηση, ήταν φυσικό αυτό το μέτρο να βοηθήσει ώστε οι εθνικές μειονότητες να συμμετέχουν επί ίσοις όροις, αντί να διαιωνίζει τον αποκλεισμό των εκπροσώπων της μειονότητας από την λήψη πολιτικών αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο. Σε αυτή την περίπτωση, το σύστημα που είχε τεθεί σε εφαρμογή περιόρισε την πολιτική αποτελεσματικότητα ως ομάδα και απειλούσε να μειώσει, αντί να ενισχύσει, τη διαφορετικότητα και τη συμμετοχή των μειονοτήτων στη λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το συνολικό αποτέλεσμα του συνδυασμού των περιορισμών στο δικαίωμα ψήφου των προσφευγουσών συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ.
Εν τέλει το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγουσες. Επιδίκασε, ωστόσο, στην πρώτη προσφεύγουσα 7.000 ευρώ και στην δεύτερη 7.260 ευρώ για έξοδα.
Σύμφωνα με τον Ντεκάρτ “Ο αισιόδοξος θα μπορούσε να δει ένα φως εκεί που δεν υπάρχει, αλλά γιατί ο απαισιόδοξος θα πρέπει πάντα να τρέχει να το σβήσει;” .