Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
13.3 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Λαθραία δημοκρατία

Γράφει η Άννα Καραπέτσα

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν την άποψη των αρθρογράφων τους και όχι κατά ανάγκη του kefaloniastatus.gr

Τα τελευταία γεγονότα σε εθνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα συνηγορούν στο ότι η διαφθορά, όχι ως έννοια μόνο αλλά εν τοις πράγμασι, έχει εισχωρήσει για τα καλά στις ζωές όλων μας, με γεωμετρική πρόοδο αυξανόμενη. Αν επιχειρήσει κανείς μια απλουστευμένη μεθοδολογική αντιστροφή θα διαπιστώσει ότι τα ποσοστά διαφθοράς ιδίως σε αμιγώς πολιτικά περιβάλλοντα είναι αξιοπρόσεκτα σε σχέση με την αναμενόμενη έντιμη αντιμετώπιση και κοινωνικοπολιτική διαχείριση την οποία οφείλουν να επιδεικνύουν οι αποκλειστκώς υπεύθυνοι. Εν ολίγοις, η διαφθορά τείνει να προσλάβει διαστάσεις κανονικότητας, με αποτέλεσμα η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς να βάλλεται, και να επικρατεί απαξίωση και έντονος σκεπτικισμός.

 Οι Λατίνοι μας άφησαν παρακαταθήκη μια σπουδαία φράση : «Corruptio optimi pessima», που σημαίνει ότι η διαφθορά των αρίστων είναι η χειρότερη. Και μάλιστα όσο πιο διεφθαρμένο είναι το κράτος, τόσο περισσότερο νόμοι υπάρχουν. Η πολυνομοθεσία θυμίζει λερναία ύδρα η οποία αποπροσανατολίζει, διαστρεβλώνει, αγκυλώνει στη γραφειοκρατική φάκα. Και όταν στριμώχνονται στο αυτό πολυνομοσχέδιο πλήθος διατάξεις για άσχετα μεταξύ τους θέματα ασυνάρτητα και ατάκτως ειρημμένα τις περισσότερες φορές διερωτάται κανείς εάν αυτό αποτελεί πάγια στρατηγική νομοθέτη ο οποίος μάλλον θέλει να μας μπερδέψει παρά να επιλύσει τα τρέχοντα.

Έχει πολύ ενδιαφέρον η απόφαση RTBF κατά Βελγίου της 13.12.2022 (αρ. 2) (αριθ. προσφ. 417/15) η οποία αφορά στην καταδίκη τηλεοπτικού σταθμού για ρεπορτάζ για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων.

Με την εν λόγω δικαστική απόφαση καταδικάστηκε ο προσφεύγων τηλεοπτικός σταθμός (RTBF) από τα βελγικά δικαστήρια για παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στο τεκμήριο της αθωότητας, μετά από ρεπορτάζ – κατά την διάρκεια προγράμματος – σχετικά με ύποπτες πράξεις ενός ζευγαριού, που περιλάμβαναν πιθανή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Η RTBF καταδικάστηκε να πληρώσει σε κάθε σύζυγο ένα ευρώ για ηθική βλάβη. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω πρόγραμμα αφορούσε αναμφίβολα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος και ότι σκοπός του ήταν να ενημερώσει το κοινό για την ύποπτη συμπεριφορά του εν λόγω ζευγαριού και σχετικά με την έρευνα που διεξήγαγαν οι δικαστικές αρχές.Δεν αφορούσε μόνο την «προστασία του παιδιού» με τη γενική έννοια, αλλά είχε επίσης αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερα σοβαρή μορφή βίας κατά των παιδιών, συγκεκριμένα σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση.

To Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια δεν ήταν επαρκείς για να αποδειχθεί ότι η παρέμβαση για την οποία κατηγορήθηκαν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Δεδομένης της σημασίας των μέσων ενημέρωσης σε μια δημοκρατική κοινωνία και των περιορισμένων των εγχώριων αρχών στο περιθώριο εκτίμησης σε σχέση με ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα για ένα θέμα μείζονος ενδιαφέροντος , το Δικαστήριο έκρινε ότι οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης έπρεπε να είναι αυστηροί. Παρά το μικρό ποσό που επιδικάστηκε στην RTBF για αποζημίωση, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε λογική σχέση αναλογικότητας μεταξύ, αφενός, του περιορισμού στο δικαίωμα του προσφεύγοντος τηλεοπτικού σταθμού στην ελευθερία έκφρασης που συνεπάγονται τα μέτρα που επιβλήθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια και, αφετέρου, στον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό, ήτοι την προστασία της φήμης των άλλων.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 54.600 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

Η προσφεύγουσα εταιρεία, Radio-télévision belge de la communauté française (RTBF), βελγική εταιρεία με έδρα στις Βρυξέλλες,στις 24 Ιανουαρίου 2006, στο πλαίσιο του προγράμματος «Questions à la Une», το RTBF μετέδωσε πρόγραμμα 52 λεπτών για το ρόλο ενός ζευγαριού (του κ. και της κας V.) στη διοργάνωση ιδιωτικών αγώνων πάλης – με τη συμμετοχή κοριτσιών που είχαν μερικώς γδυθεί – που είχε συμβεί τον Φεβρουάριο του 2005 σε αθλητική αίθουσα σχολείου στο Rochefort. Οι ειδήσεις της τηλεόρασης του RTBF στις 19, 20, 21 και 24 Ιανουαρίου 2006 περιλάμβαναν προεπισκοπήσεις του ρεπορτάζ, συμπεριλαμβανομένων πλάνα, και μεταδόθηκαν επίσης στο TV5 και στο RTBF.

Όταν μεταδόθηκε το πρόγραμμα έγινε δικαστική έρευνα για τα επίμαχα γεγονότα η οποία εκκρεμεί, αν και δεν είχαν απαγγελθεί ακόμη κατηγορίες.

Μετά την επίσημη καταγγελία της κοπέλας (V.B.) στην αστυνομία, ο δημοσιογράφος D. ενημερώθηκε από δικαστική πηγή για έρευνα που επρόκειτο να διεξαχθεί στο σπίτι του κυρίου και της κας V. Στις 20 Οκτωβρίου 2005 ο δημοσιογράφος και η ομάδα του περίμεναν τους αστυνομικούς καθώς έφταναν για να διεξαγάγουν έρευνα και βιντεοσκόπησε τον κ. V. στην πόρτα του σπιτιού του καθώς εισέρχονταν οι αστυνομικοί. Ο δημοσιογράφος ρώτησε τους γείτονες τι γνώριζαν για το ζευγάρι και την υποτιθέμενη γυναικεία πάλη και τους αγώνες στους οποίους συμμετείχαν.

Λίγη ώρα μετά την έρευνα, έχοντας στην κατοχή του τα στοιχεία που έδωσαν τα κορίτσια, ο δημοσιογράφος D. ζήτησε από τον κύριο και την κα V. να παραχωρήσουν συνέντευξη, την οποία αποδέχθηκαν. Η συνέντευξη αποκάλυψε ότι το ζευγάρι διοργάνωνε συγκεντρώσεις τις οποίες περιέγραψαν ως «γυναικείους αγώνες πάλης» στο σπίτι τους. Αυτοί οι αγώνες αφορούσαν νεαρές γυναίκες που ήταν συχνά γυμνές και μερικές νεαρές γυναίκες συμφώνησαν να συμμετάσχουν, με αμοιβή, σε «μικτούς αγώνες» με άνδρες γνωστούς ως «χορηγούς» και να κινηματογραφούνται κατά τη διάρκεια αυτών.

Στη συνέντευξη ο κ. V. αναγνώρισε μια ορισμένη μορφή ελεύθερης συμπεριφοράς μεταξύ συναινούντων ενηλίκων. Αρνήθηκε ότι είχε αναγκάσει τα κορίτσια να συμμετάσχουν στους αγώνες ή να κινηματογραφηθούν.

Ο κύριος και η κυρία V. θεώρησαν ότι είχαν προσβληθεί από τις κινηματογραφημένες σκηνές και την αναφορά, και προσέφυγαν στα βελγικά δικαστήρια ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που φέρεται ότι υπέστησαν ως αποτέλεσμα αυτού που περιέγραψαν ως «μια δοκιμή από τα μέσα ενημέρωσης».

Το 2008 το Πρωτοδικείο της Ναμούρ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή τους και υποχρέωσε την RTBF να τους καταβάλει αποζημίωση 2.500 ευρώ σε καθένα από αυτούς και 1.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Η RTBF άσκησε έφεση κατά αυτής της απόφασης.

Το 2010 το Εφετείο της Λιέγης επικύρωσε την απόφαση κατά της RTBF και την υποχρέωσε να πληρώσει σε καθένα από τους διαδίκους ένα ευρώ για ηθική βλάβη.

Το 2014 το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση της RTBF. Στη συνέχεια, στο ίδιο έτος, ο κ. V. καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 μηνών, με αναστολή για πολλά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες που κατήγγειλε ο δημοσιογράφος D. Απλή διαπίστωση ενοχής απαγγέλθηκε σε βάρος της κας V. για ορισμένα από τα φερόμενα αδικήματα.

Στηριζόμενη στο άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης), η RTBF κατήγγειλε ότι η διακστική απόφαση εναντίον της συνιστούσε αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης.

Όσον αφορά την αναγκαιότητα της παρέμβασης σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το τηλεοπτικό πρόγραμμα αφορούσε αναμφίβολα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Σκοπός του ήταν να ενημερώνει το κοινό για την ύποπτη συμπεριφορά του κυρίου και της κυρίας V. και για την έρευνα που διενεργήθηκε από τις δικαστικές αρχές ως προς αυτό. Δεν αφορούσε μόνο την «προστασία των παιδιών» γενικά, αλλά είχε επίσης αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερα σοβαρή μορφή βίας κατά των παιδιών, συγκεκριμένα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Το πρόγραμμα αναφερόταν στην ύπαρξη μιας συγκεκριμένης πτυχής στην βιομηχανία του σεξ, συγκεκριμένα τα λεγόμενα σόου «γυναικείας πάλης» με σεξουαλική χροιά, και εμπλοκή σε αυτή τη δραστηριότητα πολλών νεαρών κοριτσιών, εκ των οποίων τουλάχιστον ένα ήταν ανήλικο στο σχετικό χρόνο, κατόπιν εντολής ατόμου που ανήκε στο κοινωνικό του περιβάλλον. Το πρόγραμμα επίσης ανέφερε την έλλειψη εμπιστοσύνης των αρχών στις δηλώσεις των κοριτσιών και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν αυτά τα κορίτσια να αναζητήσουν προστασία και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, όπως φαίνεται από το βίντεο στο ρεπορτάζ σχετικά με την απροθυμία της αστυνομίας να ενεργήσει με την πρώτη καταγγελία που κατέθεσε ένα από τα κορίτσια που κατέθεσε ανώνυμα και με την άρνηση του διευθυντή του σχολείου να πιστέψει τον λογαριασμό του V.B.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η έκθεση είχε μεταδοθεί τρεις μήνες μετά την έναρξη της έρευνας. Μέχρι την ημερομηνία της εκπομπής, οι δικαστικές αρχές δεν είχαν κάνει καμία δήλωση σχετικά με τη διεξαγωγή της έρευνας, όπως επισήμανε δημοσιογράφος στις τηλεοπτικές ειδήσεις της 20 Ιανουαρίου 2006. Δεδομένης της σημασίας των θεμάτων που τέθηκαν στην έκθεση και της έλλειψης επίσημης δήλωσης από τις ανακριτικές αρχές, το κοινό είχε συμφέρον να ενημερωθεί για τις εκκρεμείς διαδικασίες, μεταξύ άλλων για να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά του ελέγχου επί της λειτουργίας του συστήματος του κράτους και, όπου χρειάζεται, να ενημερωθεί για τον πιθανό κίνδυνο που διέτρεχαν τα κορίτσια που ήταν πιθανό να συνδεθούν με τον κ. και την κα V. Τέλος, στις τηλεοπτικές ειδήσεις της 19 Ιανουαρίου 2006 στο τέλος του ρεπορτάζ που μεταδόθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2006, ο δημοσιογράφος D. είχε δηλώσει ότι «πολλά νεαρά κορίτσια από το Rochefort [πάλεψαν] στο σπίτι του [του κυρίου και της κυρίας V.] όταν ήταν ανήλικα», ότι από την έναρξη της έρευνας έξι νεαρές κοπέλες είχαν καταθέσει εναντίον του κ. V. και ότι οι ανακριτικές αρχές είχαν καλέσει και άλλους μάρτυρες. Υπήρχε λοιπόν σοβαρός λόγος για ενδιαφέρον για την ενημέρωση του κοινού για μια υπόθεση της οποίας το εύρος δεν είχε ακόμη εξακριβωθεί.

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης στο πλαίσιο ενός τηλεοπτικού σταθμού διακυβευόταν για ένα θέμα μείζονος δημόσιου ενδιαφέροντος, οι βελγικές αρχές είχαν μόνο ένα περιορισμένο περιθώριο εκτίμησης για τον προσδιορισμό του εάν υπήρχε μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» να ληφθούν τα μέτρα που καταγγέλθηκαν.

Όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο τα ενδιαφερόμενα άτομα ήταν γνωστά, το Δικαστήριο εξέτασε ότι η ιδιότητα του κ. V. ως πρώην διευθυντή, δεν του προσέδιδε την ιδιότητα του δημοσίου προσώπου.

Ωστόσο, ο κ. και η κα V. είχαν συμφωνήσει να δώσουν συνέντευξη στον δημοσιογράφο – για το RTBF,– συμφωνώντας έτσι να τεθούν στο επίκεντρο, ώστε η «εύλογη προσδοκία» ότι η ιδιωτική τους ζωή θα προστατευόταν αποτελεσματικά ήταν περιορισμένη.

Ως προς τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν οι πληροφορίες και η εξακρίβωση της αληθοφάνειας τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο ο δημοσιογράφος D. είχε λάβει τις πληροφορίες δεν μπορούσε να θεωρηθεί άδικος.

Επιπλέον, η αλήθεια των γεγονότων που περιγράφονται στην έκθεση δεν είχε αμφισβητηθεί από τα μέρη στην εσωτερική διαδικασία, ούτε από τους διαδίκους στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Η δε καλή πίστη του δημοσιογράφου δεν είχε επίσης τεθεί υπό αμφισβήτηση, και είχε επαρκή «πραγματική βάση» για την αξιολογική του κρίση.

Επιπλέον, το ύφος και τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποίησε ο δημοσιογράφος αντιστοιχούσαν στη φύση των θεμάτων που έθετε στην έκθεση, και το εφετείο δεν είχε διαπιστώσει ότι είχε «αντίκτυπο στην κατεύθυνση της έρευνας ή στις αποφάσεις που ελήφθησαν από τα ποινικά δικαστήρια».

Εξάλλου, σε κανένα σημείο ο δημοσιογράφος δεν είχε υποστηρίξει ότι οι κατηγορίες εναντίον του κ. και κας V. είχαν αποδειχθεί ή ότι το ζευγάρι είχε διαπράξει τα αδικήματα. Επιπλέον, τόσο κατά τη διάρκεια των τηλεοπτικών ειδήσεων της 21 Ιανουαρίου 2006 όσο και στην έκθεση που μεταδόθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2006, υπενθύμισε στους τηλεθεατές ότι η έρευνα ήταν σε εξέλιξη και οι ύποπτοι τεκμαίρονταν αθώοι.

Υπό τις συνθήκες αυτές, σε αντίθεση με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι η υπενθύμιση του τεκμηρίου αθωότητας ως προς τον κ. και την κα V. στο τέλος της εκπομπής στις 24 Ιανουαρίου 2006 ήταν ανεπαρκής. Όσον αφορά στα μη λεκτικά μέσα που χρησιμοποίησε ο δημοσιογράφος και επισήμανε το εφετείο, το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, δεν ισοδυναμούσαν με «διαπίστωση ενοχής» κατά την έννοια της νομολογίας του. Οι θεατές μπορούσαν να καταλάβουν ότι η υπόθεση δεν είχε εκδικαστεί.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι, στο σύνολό της, η εν λόγω έκθεση είχε περιγράψει απλώς μια κατάσταση καχυποψίας εναντίον του κ. και της κας V. χωρίς ωστόσο να υπερβεί το ανεκτό όριο .

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι η ποινή που επιβλήθηκε στην RTBF ήταν επιεικής, θα μπορούσε να είχε αρνητικό αποτέλεσμα και ότι σε κάθε περίπτωση ήταν αδικαιολόγητη.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια δεν ήταν επαρκείς για να διαπιστωθεί ότι η παρέμβαση για την οποία άσκησαν καταγγελία ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Με γνώμονα την σημασία των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε μια δημοκρατική κοινωνία και του μειωμένου περιθωρίου εκτίμησης που απολαμβάνουν οι εγχώριες αρχές για τηλεοπτικό πρόγραμμα με θέμα σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάγκη για περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης έπρεπε να εδραιωθεί πειστικά. Παρά τον ελάσσονα χαρακτήρα της ποινής που επιβλήθηκε στην RTBF, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης και ότι συνεπάγονταν από τα μέτρα που επιβλήθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια και, αφετέρου, από τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό, δηλαδή την προστασία της φήμης των άλλων. Το είχε πεί πολύ ωραία ο Shakespheare με τα λόγια του Άμλετ: «Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας..».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ