«Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη».
Μίλαν Κούντερα, 1929-,
Τσέχος συγγραφέας
Στην απόφαση R.B. κατά Ουγγαρίας της 19.01.2023 (αρ. προσφ. 48444/18) τα πραγματικά περιστατικά έχουν ως εξής:
Η προσφεύγουσα ήταν Ουγγαρή υπήκοος, πάσχουσα από ψυχιατρική νόσο. Κατόπιν περιστατικού την 20η Ιουλίου 2017, ασθενοφόρο κλήθηκε στο σπίτι της. Επειδή το ιατρικό προσωπικό δεν μπορούσε να εισέλθει στο διαμέρισμα, κλήθηκε η αστυνομία και άνοιξε βιαίως την πόρτα. Στην προσπάθεια να ξεπεραστεί η αντίσταση της προσφεύγουσας, που βρέθηκε στο λουτρό, οι δύο αστυνομικοί την άρπαξαν και της πέρασαν χειροπέδες, στρίβοντας και σπάζοντας το χέρι της. Οι αστυνομικοί ανάγκασαν την προσφεύγουσα, γυμνή, να ξαπλώσει στο πάτωμα για να την συγκρατήσουν. Τελικά, μεταφέρθηκε στο τμήμα τραυματολογίας και στη συνέχεια εισήχθη στην ψυχιατρική πτέρυγα.
Η επακόλουθη μήνυσή της απορρίφθηκε από τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές στις 3 Απριλίου και στις 4 Ιουνίου 2018, οι οποίες έκριναν ότι η χρήση βίας ήταν νόμιμη και αναλογική στην περίπτωση αυτή. Οι αξιωματικοί δεν ανακρίθηκαν ποτέ.
Η προσφεύγουσα κατήγγειλε, σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, ότι υπέστη αστυνομική βία η οποία δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει τα διαθέσιμα εσωτερικά ένδικα μέσα, δεδομένου ότι δεν είχε ασκήσει υποκατάστατη ιδιωτική δίωξη. Η προσφεύγουσα διαφώνησε.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ακόμη ότι η επέμβαση της αστυνομίας ήταν νόμιμη, υπηρεσιακή και αναλογική, συνεπώς διερευνήθηκε επαρκώς. Το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί δεν ανακρίθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας μπορούσε να εξηγηθεί από την εκτίμηση ότι δεν μπορούσαν ούτε να εξεταστούν ως ύποπτοι ελλείψει εγκλήματος ούτε να εξεταστούν ως μάρτυρες, διότι αυτό θα μπορούσε να αντιταχθεί στην απαγόρευση της αυτοενοχοποίησης. Η προσφεύγουσα επίσης διαφώνησε.
Οι γενικές αρχές σχετικά με την κακομεταχείριση από κρατικούς υπαλλήλους συνοψίζονται στην απόφαση Bouyid κατά Βελγίου (αρ. προσφ. 23380/09, §§ 81-90, ΕΣΔΑ 2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αστυνομικοί, ενώ προσπαθούσαν να την συγκρατήσουν, έστριψαν το χέρι της προσφεύγουσας με χειροπέδες και το έσπασαν. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η προσφεύγουσα υποβλήθηκε σε θεραπεία σε μία προσπάθεια που αποσκοπούσε να βοηθήσει το προσωπικό του ασθενοφόρου να ελέγξει την κατάσταση της υγείας της. Σημείωσε επί του ισχυρισμού της Κυβέρνησης ότι ο εξαναγκασμός που εφήρμοσε η αστυνομία κατέστη αναγκαίος λόγω της προβαλλόμενης αντίστασης της προσφεύγουσας σε νόμιμο μέτρο. Εντούτοις, έκρινε ότι η κυβέρνηση δεν προέβαλε πειστικά ή αξιόπιστα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν τον βαθμό της χρησιμοποιούμενης βίας. Ειδικότερα, δεν διευκρινίστηκε ποια συγκεκριμένη συμπεριφορά από την πλευρά της προσφεύγουσας δικαιολογούσε αντίδραση με έντονη βία.
Ειδικά ενόψει του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα – μια 43χρονη γυναίκα, εκπαιδευτικός στο επάγγελμα – ήταν γνωστό ότι έπασχε από ψυχιατρική πάθηση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εξήγηση της κυβέρνησης για το περιστατικό συνάδει με το γεγονός ότι οι δύο αστυνομικοί που συμμετείχαν στη σκηνή, θα έπρεπε να ήταν σε θέση να ελέγξουν την κατάσταση χωρίς να προκαλέσουν τέτοιο τραυματισμό. Για το Δικαστήριο, αυτό ισχύει ακόμη και αν η προσφεύγουσα δεν ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί με αυτούς τους αστυνομικούς.
Δεδομένου ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε το αντίθετο, το Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η κατάσταση απαιτούσε αντικειμενικά τη χρήση βίας, ο βαθμός χρήσης της ήταν υπερβολικός (βλ. απόφαση Réti και Fizli κατά Ουγγαρίας της 25.09.2012, αριθ. προσφ. 31373/11 § 34). Αυτή η χρήση βίας είχε ως αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό της προσφεύγουσας, ο οποίος επιδεινώθηκε από την ταπείνωση του εξαναγκασμού του να πέσει στο πάτωμα γυμνή από άνδρες αστυνομικούς. Αυτό ισοδυναμούσε με εξευτελιστική μεταχείριση.
Εν τέλει το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, όταν ένα άτομο προβάλλει βάσιμο ισχυρισμό ότι υπέστη σοβαρή κακομεταχείριση από την αστυνομία ή άλλους αντίστοιχους υπαλλήλους του κράτους παράνομα και κατά παράβαση του άρθρου 3, η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη γενική υποχρέωση του κράτους δυνάμει του άρθρου 1 της ΕΣΔΑ για την «εξασφάλιση σε όλους εντός της δικαιοδοσίας τους των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που ορίζονται στη Σύμβαση», απαιτεί εμμέσως να υπάρχει αποτελεσματική επίσημη έρευνα. Η έρευνα αυτή θα πρέπει να είναι ικανή να οδηγήσει στον εντοπισμό και την τιμωρία των υπευθύνων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε επίσης παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Δεν είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη και τον κόσμο όπου παρατηρούνται συστηματικά και κατ ΄εξακολούθηση περιστατικά κατάχρησης και υπέρβασης εξουσίας από τις αρμόδιες κρατικές αρχές. Αυτό βέβαια δεν είναι παρήγορο ειδικά όταν η εξαπόλυση βίας στοιχίζει τις ζωές ανθρώπων.
«Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν τις αντιξοότητες, αλλά αν θες να δοκιμάσεις τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, δώσ’ του εξουσία…»
(Το διδακτικό αυτό γνωμικό αποδίδεται στους βιογράφους του Αμερικανού Προέδρου Αβραάμ Λίνκολν).