Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ (Francois C. H. L. Pouquevile, 1770-1838) ήταν Γάλλος γιατρός, διπλωμάτης και ιστορικός. Η πρώτη γνωριμία με την Ελλάδα προήλθε μέσα από την αιχμαλωσία του, όταν το 1798 επιστρέφοντας στη Γαλλία από την Αίγυπτο, όπου είχε συμμετάσχει στην επιστημονική αποστολή, που συνόδευσε τον Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, αιχμαλωτίστηκε από Αλγερινούς κουρσάρους και, αφού κρατήθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου (ήταν σε εξέλιξη γαλλοτουρκικός πόλεμος) σε φρούρια και φυλακές στο Ναβαρίνο, στην Τριπολιτσά, στο Ναύπλιο και στην Κωνσταντινούπολη, απελευθερώθηκε το 1801. Επέστρεψε στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τη συγγραφή ταξιδιωτικών έργων, αποτυπώνοντας τις εντυπώσεις του από την προηγούμενη περιπέτειά του.
Το 1805 τοποθετήθηκε από τον Ναπολέοντα διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά στα Ιωάννινα, όπου έμεινε μέχρι την πτώση του Γάλλου αυτοκράτορα. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον Αλή, αλλά βρήκε και την ευκαιρία να μελετήσει τη ζωή και τις παραδόσεις των Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής. Αφού στη συνέχεια χρημάτισε για τρία χρόνια (1814-1816) πρόξενος στην Πάτρα, επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα του και ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Το 1820 εξέδωσε το πολύτομο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα», με το οποίο επηρέασε σοβαρά τους σύγχρονούς του φιλέλληνες.
Έγραψε για τον ελληνικό Αγώνα. Το 1824 εξέδωσε το έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως ή Αναγέννησις της Ελλάδος». Ο τίτλος του έργου του σηματοδοτεί το χώρο, στον οποίο κινείται: η αναγέννηση προσλαμβάνεται ως απελευθέρωση των Ελλήνων και επανένταξή τους στον «πολιτισμένο» κόσμο. Το όραμα της αναβίωσης, της αναγέννησης είναι προϊόν του ιδεαλισμού εκείνης της εποχής. Ο ιδεαλισμός είναι προσηλωμένος στο ιδεώδες της κλασικής Ελλάδας – έχει δηλαδή δημιουργήσει μια εξιδανικευμένη εικόνα για την αρχαία εποχή αυτού του ελληνικού τόπου και προσδοκά μια χώρα αντάξια της αρχαίας εικόνας, που έχει δημιουργήσει. Και επιθυμεί, αν και πιστεύει στην ανάγκη να στηριχτούν οι Έλληνες στις δικές τους δυνάμεις, την ουσιαστική βοήθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για τη δημιουργία ενός κράτους αντάξιου εκείνων που τροφοδότησαν τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, από τις ιδέες του οποίου είναι επηρεασμένος ο Πουκεβίλ. Στο έργο του αυτό αφηγείται τα γεγονότα της περιόδου 1740-1824, ενώ όλη την προηγούμενη περίοδο συγκέντρωνε το υλικό του (εκθέσεις, αναφορές, επιστολές κ.λπ.).
Είναι αυτός που πρωτοαναφέρει την ύψωση του λαβάρου της Αγίας Λαύρας στις 25 Μαρτίου στο ομώνυμο μοναστήρι από τον Π.Π. Γερμανό – πρόκειται για το γνωστό μύθο – κάτι που δεν αναφέρει ούτε ο ίδιος ο Γερμανός στα δικά του απομνημονευματικά κείμενα ούτε επανέλαβαν άλλοι ιστορικοί της Επανάστασης, όπως ο Ιωάννης Φιλήμων, ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Δημήτριος Αινιάν κ.λπ. Η αφήγηση του Πουκεβίλ θα μεταφραστεί σε εικαστική γλώσσα από τον Θεόδωρο Βρυζάκη – πρόκειται για το γνωστό πίνακα «Ο όρκος των αγωνιστών και η ευλογία της σημαίας από τον Π.Π. Γερμανό» (1865), που γνώρισε μεγάλη διάδοση στην ελληνική ιστορική κουλτούρα.
Ο Πουκεβίλ είναι πάλι εκείνος που αναφέρει το «τέχνασμα» με τον τοποτηρητή του επισκοπικού θρόνου στης Κεφαλονιά, τον Αγαθάγγελο Τυπάλδο Κοζάκη. Προκειμένου να προωθηθούν ένοπλοι Κεφαλονίτες εθελοντές στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, ο Αγαθάγγελος παραπλάνησε τον Άγγλο τοποτηρητή του νησιού Robert Travers: με την πρόφαση ότι διερχόταν από το θαλάσσιο χώρο της Κεφαλονιάς οθωμανικό πλοίο με Κεφαλονίτες αιχμαλώτους, τους οποίους έπρεπε να απελευθερώσουν, έπεισε τον R. Travers να δοθεί η άδεια στους Κεφαλονίτες να τρέξουν για τη διάσωση των συμπατριωτών τους, στην πραγματικότητα να φύγουν με τα έτοιμα πλεούμενά τους από το νησί για την Πελοπόννησο. Το παραπάνω τέχνασμα δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Ο Κ. Μεταξάς στα «Απομνημονεύματά» του αναφέρει πώς έγινε η αναχώρηση των εθελοντών από το νησί, χωρίς να εμπλέκει τον Αγαθάγγελο Τυπάλδο Κοζάκη.
Πέτρος Πετράτος
Φιλόλογος, Δρ Ιστορίας
