Εικόνα: Πέτρος Πετράτος, ©Σπύρος Αλεβιζόπουλος, kefalonianews.gr
ΜΑΡΙΝΟΣ ΑΝΤΥΠΑΣ: από το Χτες στο Σήμερα και το Αύριο
Πέτρος Πετράτος
Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Δήμο Σάμης και ειδικότερα το συνάδελφο Αντώνη Καλλιβωκά για την ευγενική τους πρόσκληση να είμαι ανάμεσα στους ομιλητές στη σημερινή επετειακή εκδήλωση για τον Πυλαρινό αγωνιστή Μαρίνο Αντύπα. Και αποδέχτηκα αυτήν την πρόσκληση όχι για να πω επαίνους και διθυράμβους για το τιμώμενο πρόσωπο – άλλωστε δεν τους έχει ανάγκη από μένα – αλλά για να αναβαθμίσουμε λίγο την ιστορική μας μνήμη, για να προσέξουμε καλύτερα τη σημερινή κατάσταση, για να συνδέσουμε το Χτες με το Σήμερα και να εξετάσουμε πού θέλουμε να πάμε Αύριο.
Μέρος Α΄: Σύντομα βιογραφικά στοιχεία
Είναι απαραίτητο, ξεκινώντας την ομιλία μας, να ξαναθυμηθούμε μερικά βασικά στοιχεία από τη ζωή και τη δράση του σπουδαίου αυτού αγωνιστή.
Ο Μ. Αντύπας γεννήθηκε στο χωριό Φερεντινάτα της Πυλάρου το 1872 και, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Αργοστόλι, έφυγε για την Αθήνα. Εκεί εγγράφηκε στη Νομική Σχολή, χωρίς όμως ποτέ να πάρει το πτυχίο του, γιατί σύντομα ήρθε σε επαφή με τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του πρώιμου ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος και αφοσιώθηκε στον αγώνα. Αναδεικνύεται σε στέλεχος του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» του Στ. Καλλέργη, ενώ είχε επαφές και με άλλες σοσιαλιστικές ομάδες. Φαίνεται ότι είχε γνωριστεί και με τον Κεφαλονίτη δάσκαλο Παναγή Δημητράτο από τον Αγκώνα, ο οποίος αργότερα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ενοποίηση των σοσιαλιστικών οργανώσεων της χώρας.
Ο νεαρός Μαρίνος είχε μπει στο δρόμο του αγώνα. Και το δρόμο αυτόν δεν μπορεί παρά να του τον είχε δείξει η Κεφαλονιά. Τον Αντύπα τον γέννησε η προοδευτική, η επαναστατική παράδοση της Κεφαλονιάς, τον γαλούχησε ο αγώνας των ριζοσπαστών του νησιού και των επιγόνων τους. Τον γέννησε η Πύλαρος, ένας τόπος αγριάδας και ηρεμίας ταυτόχρονα, λεβεντιάς και εργατικότητας. Και ο Αντύπας πήρε και από τα δύο: Αγάπησε και τίμησε την εργασία, υπογράμμισε την κοινωνική της διάσταση, αλλά και ο ίδιος υπήρξε εργατικός, δραστήριος και αποτελεσματικός με ό,τι καταπιανόταν. Υπήρξε επίσης σε όλη του τη ζωή λεβέντης – λεβέντης και κυριολεκτικά και μεταφορικά: διέθετε αρρενωπό σωματικό παράστημα αλλά και θάρρος, τόλμη, μαχητικότητα μαζί με ευγένεια και ειλικρίνεια. Και με αυτές τις αρχές έφυγε για την Αθήνα, όπου εκεί εντάχθηκε στο πρωτοσοσιαλιστικό κίνημα.
Το 1897 συμμετείχε ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση (του 1896), όπου τραυματίστηκε σοβαρά. Την ίδια χρονιά (στις 14 Σεπτεμβρίου) είναι από τους διοργανωτές και τους ομιλητές του λαϊκού συλλαλητηρίου στην Αθήνα, στην πλατεία Ομόνοιας. Για εκείνη μάλιστα την ομιλία του καταδικάστηκε και εξέτισε ποινή ενός έτους στις φυλακές της Αίγινας.
Το 1898, μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στην Κεφαλονιά, την οποία κατέστησε κέντρο της πολιτικοκοινωνικής του δράσης. Σύντομα δημιουργήθηκε γύρω του ένας δυνατός πυρήνας φίλων και ομοϊδεατών, ο οποίος συνεχώς διευρυνόταν – εργαζόμενοι, αγρότες, γιατροί, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, μαθητές και δυο δυναμικοί ρασοφόροι, ο καλόγερος Χρύσανθος Καγκελάρης, συνομήλικός του από τα Αλευράτα Σάμης και ο Ρισιάνος στην καταγωγή διάκος Ιωάννης Κονιδάρης. Ο ίδιος, πάντοτε κοινωνικός, σηματοδοτεί την ιδεολογία του με τα βαφτίσια δυο κοριτσιών: το ένα το ονοματίζει Αναρχία και το άλλο Επανάσταση. Σίγουρα απαιτούσε σθένος και τόλμη μια τέτοια ονοματοδοσία εκείνα τα χρόνια.
Στο Αργοστόλι μαζί με τους συνεργάτες του ο Αντύπας ίδρυσε το Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η Ισότης» στο Αργοστόλι το 1904. Αυτό ήταν ουσιαστικά ένα λαϊκό μορφωτικό κέντρο, που σκόπευε στην ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου του λαού, στην πολιτική και κοινωνική αφύπνιση των συμπολιτών του. Σύντομα το Λαϊκό Αναγνωστήριο του Αργοστολιού εξελίχθηκε σε κέντρο δημιουργίας και ανάπτυξης κόμματος αρχών, που το ονόμασε ο Μ. Αντύπας «Κοινωνιστικό – Ριζοσπαστικό» και γύρω του συσπειρώθηκαν φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές της Κεφαλονιάς και κυρίως εργατικά και αγροτικά στοιχεία. Με τη σημαία τούτου του κόμματος ο Αντύπας κατέβηκε στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 1906 ως υποψήφιος της επαρχίας Κραναίας του νησιού του.
Ο ίδιος ο Αντύπας, πάντως, έδινε μεγάλη σημασία στην έκδοση εφημερίδας, ενός μέσου δηλαδή που θα τον βοηθούσε στη διακίνηση των ιδεών του και στη δημοσιοποίηση της δράσης του. «Ανάστασις» ήταν η επωνυμία της, η οποία προφανώς είχε σχέση με την ιδεολογία του. Για το πρώτο φύλλο της «Ανάστασης οδηγήθηκε σε δίκη με συνέπεια της διακοπή της έκδοσης, για να επανεκδοθεί το 1904 και να συνεχίσει τα επόμενα χρόνια, χωρίς διακοπή, ακόμη και μετά τη δολοφονία του, μέχρι τις 27 Απριλίου 1907.
Πρόκειται για ένα έντυπο μαχητικό. Μέσα από τις γραμμές του ο Κεφαλονίτης αγωνιστής διατυπώνει τις ιδέες του με τόλμη και σαφήνεια. διαφωτίζει το λαό στα τρέχοντα εθνικά και κοινωνικά θέματα. καταγγέλλει τη βασιλική δυναστεία, το πολιτικό – οικονομικό κατεστημένο. αναδεικνύει τα αίτια των εθνικών και πολιτικών κρίσεων. παροτρύνει τους αναγνώστες του σε δράση για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Με αυτόν τον ιδεολογικό εξοπλισμό ο Μ. Αντύπας εγκατέλειψε στα μέσα του 1906 το νησί της Κεφαλονιάς για τη Θεσσαλία. Πηγαίνοντας εκεί, ανέλαβε τη διεύθυνση του τσιφλικιού του θείου του Γεώργιου Σκιαδαρέση, αφότου ο τελευταίος, μετά από συζήτηση και με τον ανεψιό του, ήρθε από τη Ρουμανία και επένδυσε τα κεφάλαιά του στη θεσσαλική γη. Ο Γ. Σκιαδαρέσης μαζί με τον επίσης Κεφαλονίτη Αριστείδη Μεταξά αγόρασαν από κοινού στην περιοχή των Τεμπών (Πυργετό και Λασποχώρι) έκταση 300.000 στρεμμάτων. Από αυτά ο θείος του Αντύπα είχε στην ιδιοκτησία του το 1/4, στο οποίο ο Μαρίνος τοποθετήθηκε επιστάτης.
Ο μαχητικός και ασυμβίβαστος επιστάτης αμέσως ασχολήθηκε με ένα και μοναδικό θέμα: το ξύπνημα του κολλήγα, το ξύπνημα του κάμπου. Βίωνε καθημερινά τις άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας των αγροτών, φτώχεια, αρρώστιες και κυρίως την ελονοσία. Γνώριζε καλά ότι το αγροτικό ζήτημα δεν ήταν ξεκομμένο από τη γενικότερη πορεία της χώρας. Περιόδευε στο θεσσαλικό κάμπο και ενημέρωνε τους δουλευτάδες της γης για τα δικαιώματά τους, ίδρυε σχολεία για τα αγροτόπαιδα, προπαγάνδιζε την απαλλοτρίωση, με αποζημίωση βέβαια, των τσιφλικιών και τη διανομή στους καλλιεργητές τους. Και σε αυτό το δύσκολο και σύνθετο έργο είχε την αρωγή του προοδευτικού Βολιώτη δικηγόρου και εκδότη της εφημερίδας «Πανθεσσαλική», του Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη.
Με τη μεσολάβηση του Αντύπα και τη σύμφωνη γνώμη του Σκιαδαρέση αποφασίστηκε να ισχύσει από το 1906 η παρακάτω ρύθμιση: Κάθε χρόνο οι κολλήγες θα παραδίνουν στον ιδιοκτήτη το 25% και όχι το 75% της σοδειάς, όπως γινόταν μέχρι τότε. Όσοι, επίσης, επιθυμούσαν θα μπορούσαν να αγοράσουν γη με κάποια λογική τιμή και έτσι θα μετατραπούν σε μικροϊδιοκτήτες. Οι κολλήγες θα παντρεύονται χωρίς την άδεια του επιστάτη, Δε θα εργάζονται τις Κυριακές και τις γιορτές. Τα παιδιά τους θα πηγαίνουν σχολείο.
Όπως ήταν επόμενο, οι διαφωτιστικές αυτές ενέργειες προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των τσιφλικάδων της περιοχής, που τις χαρακτήριζαν επαναστατικές. Φοβήθηκαν για τα κτήματά τους και θέλησαν να προφυλάξουν τα συμφέροντά τους από τον «κακούργον δημαγωγόν και λαοπλάνον» Αντύπα. Την πρωτοβουλία της αντεπίθεσης ανέλαβε ο βουλευτής Αγυιάς και μεγαλοκτηματίας Αγαμέμνων Σλήμαν, που αξιοποίησε και το Νομάρχη της Λάρισας, ο οποίος χαρακτήρισε δημόσια τον Αντύπα επικίνδυνο επιστάτη.
Το γεγονός αυτό ώθησε τον Αντύπα να κατεβεί στην Αθήνα, να συναντήσει τον Σλήμαν, τον οποίο μετά από έντονη λογομαχία στην πλατεία Συντάγματος τον χαστούκισε μπροστά σε αρκετόν κόσμο. Ένα χαστούκι που ακούστηκε σε όλη την Ελλάδα. Αυτό, όμως, το επεισόδιο προκάλεσε την παραπομπή του Αντύπα σε δίκη και καταδίκη του σε εικοσαήμερη φυλάκιση για εξύβριση. Η απολογία, ωστόσο, του διωκόμενου αγωνιστή μετατράπηκε σε κατηγορητήριο κατά των εκμεταλλευτών και τυραννίσκων των Θεσσαλών χωρικών. Και κατέληξε λέγοντας: «Παρέβην τον ποινικόν νόμον, αλλ’ ο άνθρωπος υποκύπτει περισσότερον εις τον φυσικόν νόμον […] Μη λησμονήσητε όμως [κύριοι δικασταί] ότι είσθε και Έλληνες και οφείλετε επίσης να συνογορήσητε υπέρ του ιδρώτος των χωρικών και υπέρ του μέλλοντος της Ελλάδος. Υπεράνω του ποινικού νόμου ίσταται το εθνικόν συμφέρον και υπεράνω τούτου ο ανθρωπιστικός νόμος. Καταδικάσατε αυστηρώς τον κατηγορούμενον Αντύπαν, αλλ’ αθωώσατε ασμένως τον συνήγορον της εργασίας και της προόδου».
Επιστρέφοντας, μετά την αποφυλάκισή του, στη Θεσσαλία, συνέχισε ο Μ. Αντύπας τη δράση του. Αλλά οι τσιφλικάδες και το θεσσαλικό κατεστημένο είχαν ετοιμάσει την αντεπίθεσή τους. Οι εντολές τώρα ήταν σαφείς: Να δοθεί τέλος στην υπόθεση Αντύπα, διατάζει το Παλάτι. Σε σύσκεψη σχεδιάζεται η δολοφονία του. Εκτελεστικό όργανο επιλέγεται ο Ιωάννης Κυριακός, επιστάτης στο τσιφλίκι του Αριστείδη Μεταξά, συνεταίρου του Γ. Σκιαδαρέση.
Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Μαρτίου 1907 ο Κυριακός πυροβολεί στον Πυργετό πισώπλατα τον Μαρίνο Αντύπα μετά από λογομαχία. Οι ισχυρισμοί του δράστη περί προσωπικής αντιδικίας και προσβολής της τιμής του από τον Αντύπα, δεν έπεισαν κανέναν και κυρίως τους Θεσσαλούς αγρότες, οι οποίοι είχαν υποψιαστεί το επικίνδυνο κλίμα, που είχε τελευταία διαμορφωθεί. Άλλωστε, η δίκη παρωδία και η αθώωση του Ιω. Κυριακού επιβεβαίωσαν, λίγο αργότερα, τις υπόνοιες για το προσχεδιασμένο έγκλημα.
Η οικογένειά του στην Κεφαλονιά συγκλονίστηκε. Ο πατέρας του ποτέ δεν ξεπέρασε το χαμό του 35χρονου γιου του‧ το ίδιο και η μάνα του. Από τα αδέλφια του ο Μπάμπης σκοτώθηκε στο χωριό στους σεισμούς του 1953 και η αδελφή του Αδελαΐδα στο Γηροκομείο του Αργοστολιού με την κατάρρευση του κτηρίου. Ο άλλος αδελφός Αθανάσιος, που συνέχισε το επάγγελμα του πατέρα του, πέθανε το 1944, ενώ τα παιδιά του μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο έφυγαν για την Αθήνα, όπου ζουν αυτά και απόγονοί τους.
Συγκλονίστηκαν και οι φίλοι και οπαδοί του στο θεσσαλικό κάμπο, οι παλιοί συναγωνιστές του στην Κεφαλονιά και οι ομοϊδεάτες του στην υπόλοιπη χώρα. Στην περιφέρεια της Λάρισας παρ’ ολίγο να ξεσπάσουν ομαδικές εξεγέρσεις. Η Κεφαλονιά σύσσωμη πένθησε το εκλεκτό της τέκνο. Τότε κυκλοφόρησε φέιγ-βολάν/προκήρυξη με τη φωτογραφία που βλέπετε. Εδώ βλέπετε ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου Σαμαίων, της Σάμης δηλαδή. Οι εφημερίδες της Αθήνας ασχολήθηκαν με τη δράση και τη δολοφονία του Αντύπα.

Μέρος Β΄: Σύνδεση με το Σήμερα
Το έργο του Αντύπα σταμάτησε μαζί με τη ζωή του. Η διδασκαλία του όμως όχι. Οι ιδέες του επέζησαν. «Τα λόγια του, θα γράψει η εφημερίδα «Εργάτης» του Βόλου (25-3-1908), όπου ακούστηκαν, άφηκαν σπόρο, π’ άρχισε πια να φυτρώνη και να καρποφορή». Και ο σπόρος βλάσταινε στο νου και την καρδιά των απόκληρων της υπαίθρου. Η αγροτική ιδέα ρίζωσε για τα καλά, χάρη στο «λεοντόκαρδο παλικάρι» της Κεφαλονιάς, χάρη στο μάρτυρα του ηρωικού κάμπου της Θεσσαλίας. Ο ξεσηκωμός του Κιλελέρ στα ίδια χώματα, με τα ίδια πρόσωπα τρία χρόνια αργότερα, θα ξαναστήσει μπροστά μας τον πρωτοπόρο μαχητή της αγροτικής ιδέας. Αλλά και σήμερα οι αγρότες συνεχίζουν τον αγώνα του.
Στη μνήμη μας και την καρδιά μας θα διεκδικεί τη θέση του συνεπή, του μαχητικού, του ασυμβίβαστου αγωνιστή, του μάρτυρα της Ιδέας. Έτσι κι εμείς σήμερα τον αντικρίζουμε: μάρτυρα της Ιδέας για μια ανθρώπινη ζωή.
Στη συνέχεια ας προσπαθήσουμε να καλέσουμε τον Αντύπα να μιλήσει αυτός σ’ εμάς, να μιλήσει για μας, να μας κρίνει, να μας ορμηνέψει, να μας καθοδηγήσει. Με άλλα λόγια, θα προσπαθήσω να δούμε μέσα από τις δικές του αγωνίες, τους δικούς του αγώνες, το δικό του Λόγο, τη δική του Πράξη και τη δική του Θυσία τη δική μας πραγματικότητα και τα δικά μας προβλήματα, τους δικούς μας στόχους, τα δικά μας λάθη, τα δικά μας πισωγυρίσματα. Δεν είναι εύκολο αυτό το εγχείρημα, αλλά θα το προσπαθήσουμε.
1.
Και ξεκινώ με τα Τέμπη, με το έγκλημα – όχι το ατύχημα ή το δυστύχημα ή ην τραγωδία κ.λπ. – με το έγκλημα στα Τέμπη. Τι σχέση μπορεί να έχει με τον Αντύπα; Έχει σχέση – σχέση πραγματολογική, σχέση συμβολική, σχέση πολιτική.
Ο Αντύπας δολοφονήθηκε στη Θεσσαλία, στον Πυργετό, χωριό που υπαγόταν στην περιοχή των Τεμπών. Να τι έγραφε η εφημερίδα «Ανάστασις», φ. 55, 24 Μαρτίου 1907, κάνοντας το ρεπορτάζ του μνημόσυνου του αγωνιστή στο μητροπολιτικό ναό του Αργοστολιού: Καταθέτοντας στεφάνι εκ μέρους των σοσιαλιστών της Σάμης ο συναγωνιστής του δάσκαλος Χαρ. Αμούργης είπε ανάμεσα σε άλλα:» «[…] Ο λατρευτός Αντύπας εξέλιπεν […] και η γη των Τεμπών εγκλείει εις τα σπλάχνα της τα σπλάχνα και την μεγάλην καρδίαν εκείνην εις ην ενεκλείετο η αγάπη, η αλληλεγγύη ολοκλήρου της ανθρωπότητος. Κοιμάται ήδη τον αιώνιον ύπνον και μόνον ο Πηνειός διά του κελαρύσματός του τω ψιθυρίζει παρήγορον άσμα ως να του λέγη, Μαρίνε, δεν απέθανες!».
Αλλά αλλού είναι η ουσιαστική σχέση με το έγκλημα στα Τέμπη: Ας κοιτάξουμε κατάματα την ίδια την πολιτική που ακολουθείται. Αυτό που συνέβη στα Τέμπη είναι ακριβώς το ίδιο που συνέβαινε στους ιδιωτικοποιημένους σιδηροδρόμους της Αγγλίας ή της Αργεντινής. Είναι ένα μόνιμο, διαρκές έγκλημα χωρίς τιμωρία, με τους εγκληματίες να συνεχίζουν το έργο τους. Ποιο είναι αυτό; Οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών με τη συντονισμένη απαξίωση κάθε δημόσιας υπηρεσίας. Και συγκεκριμένα η διαχρονική εγκληματική πολιτική της λεγόμενης «απελευθέρωσης» των σιδηροδρόμων, της κρατικής υποχρηματοδότησης, της κατάτμησης του σιδηροδρομικού έργου σε πολλά κομμάτια – όπως αντίστοιχα συνέβη με τη ΔΕΗ – και της ιδιωτικοποίησης της πρώην ΤΡΑΙΝΟΣΕ.
Οι σχετικές ευρωπαϊκές κατευθύνσεις ήταν – και είναι – να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα των σιδηροδρομικών μεταφορών με τη μείωση των οικονομικών και διοικητικών βαρών για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που θέλουν να λειτουργήσουν στην Ευρώπη. Ποιος δε θυμάται την τρόικα των δανειστών και τις μνημονιακές κυβερνήσεις που επέβαλαν να ξεπουληθεί η ΤΡΑΙΝΟΣΕ κοψοχρονιά. Εδώ λοιπόν δεν υπάρχει ευθύνη;
Ας το συνειδητοποιήσουμε: λειτουργεί και στη χώρα μας «πολιτική μαφία» των ιδιωτικοποιήσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις σκοτώνουν – όσο «ακραίο» κι αν ακούγεται. Αν ζούσε ο Αντύπας, θα ήταν κατά των ιδιωτικοποιήσεων. Αν ζούσε ο Αντύπας, θα ζητούσε συγκοινωνίες προς όφελος των πολιτών, του εργαζόμενου λαού. Θα κατηγορούσε κάθε κυβέρνηση που θα παρείχε κρατικές επιδοτήσεις εκατομμυρίων, όπως τώρα με την ιταλική εταιρεία, η οποία έχει εισπράξει 800 εκατομμύρια για επενδύσεις που δεν έκανε.
Να, πώς αναρωτιέται ο Αντύπας για όλο αυτό το πλέγμα της διαπλοκής και της διαφθοράς: «Τι είχες Γιάννη; Τ’ είχα πάντα!. Δεν είνε δυνατόν οι Άρχοντες, οίτινες, διοικήσαντες την πρώτην φοράν, διέπραξαν φαύλα, επανερχόμενοι και ξαναδιοικούντες να πράξωσιν αγαθά». Με άλλα λόγια, οι παλαιοκομματικές αντιλήψεις που εξακολουθούν να κυριαρχούν για χρόνια από τους ίδιους και τους ίδιους στην πολιτική ζωή και πρακτική της χώρας, οδήγησαν σε αυτήν την κατάσταση, αποκλείοντας κάθε ανανεωτικό και δημιουργικό στη σύγχρονη πολιτική αντιμετώπιση των προβλημάτων των πολιτών.
Στο τομέα των σκανδάλων και των καταχρήσεων, στο χώρο της δημόσιας διοίκησης και του δημόσιου λειτουργού, κ.λπ. ο Αντύπας είναι αυστηρότατος. Στο Πρόγραμμά του διακήρυσσε:
–«Ζητούμεν την κατάργησιν του προσωπικού και αδίκου ρουσφετιού και κηρύττομεν πόλεμον μέχρις παντελούς καταρρίψεως της μικροπολιτικής». Ποιοι και πόσοι από εμάς είμαστε διατεθειμένοι για τέτοια συμπεριφορά;
–«Ζητούμεν τον ειλικρινή και τολμηρόν μέχρις αυταπαρνήσεως, έλεγχον εις πάσας τας πράξεις του Βασιλέως, του Διαδόχου, των Υπουργών, των Διοικητών, των Δικαστών – όχι δηλαδή στο απυρόβλητο οι δικαστικές αποφάσεις – και όλων εν γένει των Δημοσίων λειτουργών». Αυτή είναι εικόνα συνέπειας και αξιοπιστίας.
2. Ας συνεχίσουμε με δυο εξίσου σοβαρά ζητήματα, τις εργασιακές σχέσεις και το οικονομικό επίπεδο ζωής του μέσου Έλληνα πολίτη:
–Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, το τυπικό οκτάωρο ωράριο εργασίας δεν ισχύει πια. Δεν αποτελεί κανόνα για το μισό εργατικό δυναμικό παγκοσμίως.
–Η απελευθέρωση του ωράριου εργασίας, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, το σμπαράλιασμα γενικότερα των εργασιακών σχέσεων είναι πια η σκληρή πραγματικότητα. Ενισχύθηκε έτσι η κερδοφορία των μεγάλων επιχειρηματικών ενώσεων και έκλεισε τους μικρούς αυτοαπασχολούμενους. Είναι η πολιτική που ξεκίνησαν να εφαρμόζουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις και τη συνεχίζει και η σημερινή.
–Διαβάσαμε σε έγκυρη στατιστική έρευνα: πάνω από ένα στα δύο νοικοκυριά (52,4%) δήλωναν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους επαρκεί για 18 μόνο μέρες. Δηλαδή η φτωχοποίηση συνεχίζεται.
–Επίσης: πάνω από 20% των νοικοκυριών δεν μπορεί να πληρώσει ρεύμα και θέρμανση.
Τι έλεγε για όλα αυτά ο Αντύπας;
Διακήρυσσε και αγωνιζόταν για «νέους νόμους – όπως έγραφε στο προεκλογικό του πρόγραμμα – προστατεύοντας τας Εργατικάς και Χωρικάς τάξεις, περιορίζοντας τας εργασίμους ώρας, καθορίζοντας το ημερομίσθιον». Κι ακόμη βροντοφώναζε: «Ζητούμε την κατάργησιν όλων των φόρων, οίτινες βαρύνουσι τας εργατικάς τάξεις και δη των βαρυνόντων τα είδη της πρώτης ανάγκης. Ζητούμε φορολογίαν του κεφαλαίου και του εισοδήματος και δη ταύτην την θέλομεν προοδευτικήν, ήτοι όσον μεγαλείτερον το κεφάλαιον και το εισόδημα τόσον αυξάνουσαν την φορολογίαν».
Στη χώρα μας όμως συμβαίνει το αντίθετο: οι πλούσιοι και πλουσιότεροι έχουν φοροαπαλλαγές. Κορυφαίο παράδειγμα οι σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών, συνταγματικά κατοχυρωμένες. Και τη διάταξη αυτή δεν τόλμησε να την αλλάξει η πλειοψηφία των Ελλήνων βουλευτών – αυτών δηλαδή που εμείς ψηφίζουμε – στην πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος. Και φτάσαμε στην προαιρετική συνεισφορά των εφοπλιστών. Έτσι εννοούν την κοινωνική δικαιοσύνη οι κρατούντες.
Ο Αντύπας επέμενε στην καθιέρωση ικανοποιητικών αποδοχών για κάθε εργαζόμενο, ώστε όλοι να ζουν με αξιοπρέπεια, και απαιτούσε ταυτόχρονα τη μείωση των υπερβολικών παροχών σε πρόσωπα και θεσμούς.
–«Ζητούμεν περιορισμόν εις τους υπερόγκους μισθούς […], ίνα εκ της οικονομίας ταύτης εξασφαλισθή ικανοποιητικός μισθός εις τους κατωτέρους υπαλλήλους και στρατιωτικούς και προπαντός εις τους Διδασκάλους, ιδίως δε της κατωτέρας εκπαιδεύσεως, εκ της οικονομικής ευρωστίας και ηθικής ανεξαρτησίας της οποίας εξαρτάται το μέλλον και η πρόοδος παντός λαού και πάσης κοινωνίας». Πίστευε ο ίδιος στη μετασχηματιστική δύναμη του Σχολείου. Πίστευε στην αξία και το ρόλο του Δασκάλου. Κι όμως σήμερα όλοι είμαστε μάρτυρες της υποχρηματοδότησης της Εκπαίδευσης – το ζουν καθημερινά οι εκπαιδευτικοί, το διαπιστώνουν συνέχεια οι δημοτικοί άρχοντες, που αδυνατούν να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες λειτουργίας των Σχολείων και της Δημόσιας Εκπαίδευσης.
3. Ο Αντύπας ήταν αντίθετος στη χειραγώγηση του πολίτη, ήταν πολέμιος κάθε καταπίεσης, οραματιζόταν μια κοινωνία χειραφετημένη, χωρίς προστάτες και Μεσσίες. Είχε εμπιστοσύνη στον απλό πολίτη, στο λαό, αρκεί η Πολιτεία να του παρείχε τις δυνατότητες σωστής μόρφωσης και ηθικής διαπαιδαγώγησης. Ζητούσε «την διάπλασιν και μόρφωσιν των κατοίκων» της χώρας. «Ω Λαέ – έγραφε – να αφεθής εξ ολοκλήρου εις τας ιδίας σου δυνάμεις μακράν αρχόντων και γραμματέων και φαρισσαίων […] και να γνωρίζης καλώς ότι η πρόοδος και η αρετή εις τους λαούς προέρχονται εκ των κάτωθεν και ουχί εκ των άνωθεν, διότι εις τα άνω στρώματα της κοινωνίας ένας ευρέθη Μελάς και άπειροι προδόται και κλέπται, ενώ στα στρώματα τα ιδικά σου άπειροι είναι οι Διάκοι και οι Μιαούληδες, οι Ανδρούτσοι και Νοταράδες».
Στο Πρόγραμμά του αναφωνούσε: «Ζήτω ο εις και μόνος Άρχων Λαός, η μία και μόνη προνομιούχος τάξις των Εργατών». Ενώ σε άλλο σημείο διατύπωνε το «πιστεύω» του: «Πιστεύω ως παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε και αοράτων, την εργασίαν, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και ειρήνης την Ελευθερίαν, Ισότητα και Αδελφότητα».
4. Ο Αντύπας πάλευε κάθε μέρα. «Το δένδρον των δικαιωμάτων καλλιεργείται με γερά χέρια και γερήν θέλησιν και πάντοτε σχεδόν ποτίζεται με αίμα και όχι με νερό και μελάνι», είχε γράψει σε κάποιο άρθρο του.
Υπεράνθρωπη ήταν η προσπάθειά του, βαθύς ο πόνος του, άγια η θυσία του. Με τους καθημερινούς του αγώνες κατακτούσε μια άλλη ποιότητα ζωής, μια ελευθερία νέα, πρωτόγνωρη. Κι αυτό τον ενδυνάμωνε. Γι’ αυτό και προχωρούσε. Αυτή άλλωστε είναι η διαλεκτική του Αγώνα. Το έργο του ήταν επαναστατικό.
Ποια είναι λοιπόν η κληρονομιά του Αντύπα; Μας δίδαξε πως είναι εφικτή η αντίσταση, είναι πραγματοποιήσιμη η αλλαγή, η ανατροπή, η επανάσταση. Μόνο που χρειάζεται υπομονή και πίστη, συνέπεια και επιμονή.
«Είμαι σοσιαλιστής όνομα και πράγμα», έγραφε στο τελευταίο του άρθρο, γραμμένο στο Λασποχώρι των Τεμπών στις 23 Φεβρουαρίου 1907. «Οφείλομεν να αγαπήσωμεν τον σοσιαλισμόν». «Το σοσιαλιστικόν πολίτευμα», υποστήριζε, «μίαν κοινωνικήν τάξιν καθορίζει εργαζομένην άνευ εξαιρέσεως και απολαμβάνουσαν άνευ διακρίσεως».
Ο Αντύπας πίστεψε στον Άνθρωπο. Γι’ αυτό κι εμείς πιστεύουμε ότι μια μέρα ο κόσμος θα είναι πολύ καλύτερος.
► Τελειώνω με μια πρόταση – ή μάλλον επαναφέρω παλαιότερη πρόταση-απόφαση:
Μπορεί σήμερα να μην υπάρχουν κολλήγες. Υπάρχουν όμως αδύναμοι και αδικημένοι, υπάρχουν συνάνθρωποί μας που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Μπορεί σήμερα να μην υπάρχουν τσιφλικάδες. Υπάρχουν όμως άγριοι εκμεταλλευτές και αδίστακτοι κερδοσκόποι. Και σήμερα γίνονται αγώνες για την κατοχύρωση και τη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του πολίτη. Και σήμερα υπάρχουν λαοί, που αγωνίζονται για τη λευτεριά τους και την ανεξαρτησία τους. Και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι, που θέλουν να ζήσουν στον τόπο τους με αξιοπρέπεια.
Επομένως, και σήμερα ο Αντύπας μπορεί να είναι για μας σημείο αναφοράς, να γίνει πεδίο έρευνας και μελέτης, να καταστεί οδηγός σταθερός. Γι’ αυτό ακριβώς επιβάλλεται να τον γνωρίσουμε περισσότερο, να τον μάθουμε και να μας μάθει, να μας διδάξει, να μας καθοδηγήσει. Άρα, πρέπει να συνεχιστεί η επιστημονική μελέτη, ολόπλευρη και ουσιαστική, του έργου του, της ιδεολογίας του.
Καλές και απαραίτητες οι επετειακές εκδηλώσεις. Χρειάζεται, λοιπόν, κάτι πιο σταθερό, πιο μόνιμο. Κι αυτό ενδεχομένως μπορεί να είναι η ίδρυση και λειτουργία ενός Κέντρου Μελέτης. Και το Κέντρο αυτό το οφείλει η γενέτειρα του Αντύπα στο άξιο τέκνο της, το οφείλει συνολικά η Κεφαλονιά στον Αντύπα.
Πριν από χρόνια ξεκίνησε η ανέγερση ενός κτηρίου στα Φερεντινάτα, για να στεγάσει Μουσείο και Κέντρο Μελέτης Αντύπα. Για ποικίλους λόγους η όλη προσπάθεια έχει σταματήσει – ή καλύτερα έχει ξεχαστεί. Αναφέρομαι σε αυτό το ζήτημα, γιατί δεν είναι κάτι που αφορά μόνο την Πύλαρο ή το Δήμο Σάμης. Αφορά ολόκληρη την Κεφαλονιά – και όχι μόνο. Αφορά ιδιαίτερα το πρώτο ξεκίνημα του πρωτοσοσιαλιστικού κινήματος όχι μόνο στην Κεφαλονιά αλλά στην Ελλάδα. Οπότε αντιλαμβάνεται ο καθένας τι μπορεί να γίνει στην περιοχή σας, αν γρήγορα ανεγερθεί το κτήριο και αν έγκαιρα και έγκυρα στελεχωθεί και λειτουργήσει: θα μετατραπεί σε κέντρο έρευνας και μελέτης του πρωτοσοσιαλισμού στην Ελλάδα. Διότι θα εμπλουτιστεί και από υλικό άλλων Κεφαλονιτών πρωτοσοσιαλιστών, όπως ο Νικόλας Μαζαράκης, ο Ρόκκος Χοϊδάς. Αλλά και μικρότερου βεληνεκούς ονόματα να σας αναφέρω: φίλος και υποστηρικτής του Αντύπα ήταν ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Μολφέτας, ο εκδότης του «Ζιζάνιου». Μέσα σε αυτόν τον κύκλο μπορούμε να συμπεριλάβουμε και να μελετήσουμε τον Ευάγγελο Ραυτόπουλο, από τα Μεσοβούνια: είναι αυτός που διέθεσε οικόπεδο και χρήματα για την ανέγερση Σχολείου στο χωριό του αλλά και αυτός που έκανε πράξη – και πήγε και λίγο πιο μπροστά από τον Αντύπα: παραχώρησε όλη σχεδόν την αγροτική του περιουσία στους σέμπρους, σε αυτούς που του δούλευαν τα χωράφια – τους τα χάρισε. Και όπως έγραφε το 1923 στη διαθήκη του: «Τούτο πράττω ως σοσιαλιστής». Να πώς «δένει» ο Ρισιάνος Ευάγγελος Ραυτόπουλος με τον Πυλαρινό Μαρίνο Αντύπα.
Επομένως, πεδίο έρευνας σπουδαίας μπορεί να ανοίξει η δημιουργία του Μουσείου Αντύπα. Εγώ προσωπικά θα χαρώ να το δω στα προεκλογικά προγράμματα αλλά και γίνει αντικείμενο σοβαρής διεκδίκησης.
Με συγχωρείτε που «μπήκα στα χωράφια σας». Πιστεύω όμως ότι το χρωστάμε στο «λεοντόκαρδο παλικάρι» της Πυλάρου, τον Μαρίνο Αντύπα, που απόψε ανταμώσαμε εδώ, για να τιμήσουμε.
Αγία Ευφημία- Πολιτιστικό Κέντρο 11-3-2023