Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023
16 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Πάει το (σ)πίτι, δεν έχω (σ)πίτι | Μαρτυρία από τους σεισμούς του 53

Τα Ντομάτα από το αρχείο του Νικόλαου Α. Φραγκιά

Γράφει η Αρετή Γραμμόζη Παπαδημάτου

Η γη έτρεμε, από τις 9 του μηνός που έκανε τον σεισμό στο Θιάκι, και δε σταμάτησε να τρέμει. Ήταν καλοκαίρι και τουλάχιστον την νύχτα κοιμόμασταν έξω στον πορτοκαλεώνα για σιγουριά και για τον φόβο ενός μεγάλου σεισμού. Και ευτυχώς, γιατί σαν έγινε και ο δεύτερος μεγάλος σεισμός τα χαράματα στις 11 του μηνός το διόροφο σπίτι μας, έπαθε μεγάλες ζημιές. Σοβάδες έπεσαν, οι τοίχοι άνοιξαν αλλά δεν άνοιξε ρουθούνι σε κανέναν από εμάς. Ένα κουβάρι μαζευτήκαμε ούλοι μας και με τρόμο κοιτάζαμε προς το σπίτι, που χόρευε και εκειό στον άγριο χορό της γης.

Κάθε τρεις και λίγο και με μεγάλη προσοχή, χωρίς να αφήνω κανένα παιδί να έρχεται πίσω μου, έμπαινα στο σπίτι και πέταγα έξω καμιά κουβέρτα, κανένα κουταλοπήρουνο, πήρα το φανάρι μ’ ό,τι φαγώσιμα είχε και το κρέμασα έξω σε μια πορτοκαλιά. Έπαιρνα ότι χρειαζούμενο. Άδειασα όσο μπορούσα το κατώγι, βγάζοντας έξω λάδι, πατάτες, κρασί, αλεύρι. Κάτι μου έλεγε ότι η συμφορά μας θα ήταν μεγαλύτερη.

Και ευτυχώς που μες στην παραζάλη μας, σκεφτήκαμε και πράξαμε σωστά.

Εκείνη την ημέρα του μεγάλου σεισμού στις 12 του μηνός, είπα με τον μεγάλο μου γιο τον Διονύση να πάμε στο κτήμα μας, να κόψουμε κανένα κηπευτικό, κανένα χειμωνικό. “Μη φεύγεις” με παρακάλεσε η Ελένη. “Μη μ’ αφήνεις μόνη μου με τα παιδιά”. “Ελένη μου, δε πάω μακριά μέχρι το κτήμα. Πρόσεχε τα παιδιά, μη τυχόν και μπείτε στο σπίτι και γίνει κανένα κακό”.

Είχαμε φορτώσει το γαϊδουράκι μας, με κάτι λίγα που κόψαμε και ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το σπίτι. Μια περίεργη σιωπή. Ούτε πουλί δεν κελαϊδούσε. Και ξαφνικά, άρχισε η γη να ανεβοκατεβαίνει. Να ανοίγει και να κλείνει. Νομίζαμε ότι θα μας καταπιεί. Δε μπορούσαμε να περπατήσουμε. Αγκάλιασα τον Διονύση. “Πατέρα ήρθε το τέλος μας”, μου είπε.

Έριξα μια ματιά προς το χωριό. Δε φαινόταν τίποτε. Ένα σύννεφο σκόνης, είχε σκεπάσει τα πάντα.

“Η μάνα σου, τα αδέλφια σου; Φεύγω”, του είπα. “Κάτσε εδώ, μην έχω έννοια και σένα”. “Όχι έρχομαι και εγώ”. “Κάτσε εδώ σου είπα”, του φώναξα και έφυγα προσπαθώντας να τρέξω όσο μπορώ διατηρώντας και την ισορροπία μου. Η γη δε σταμάτησε να χορεύει.

Έφθασα στο χωριό και μου κόπηκαν τα πόδια. Ένας σωρός ερείπια τα σπίτια. Άνδρες γυναίκες με αίματα στο πρόσωπο και τα πόδια, μικρά παιδιά να κλαίνε και να σκούζουν.

“Λάμπρο, βοήθα με”, μου φώναξε κάποιος, “είναι ο γέροντας στα ερείπια”.

“Δε μπορώ, πάω να δω τι απέγινε η οικογένειά μου”.

Το σοκάκι μας κλειστό, ένα σωρό πέτρες στη μέση. Είχαν πέσει σπίτια και μάνδρες. Σαν αγριοκάτσικο ανέβαινα πάνω στις πέτρες. Έπρεπε να φτάσω στο σπίτι μου. Ποιο σπίτι; ένας σωρός ερείπια. Είχαν σκεπάσει και το πορτόνι μας. Από πέτρα σε πέτρα έφτασα πάνω στον πορτοκαλεώνα. Η Ελένη με τα παιδιά ένα κουβάρι στη μέση του περιβολιού. Άρχισα να μετρώ κεφάλια.

Δόξα σοι ο Θεός, όλα γύρω της.

“Ο Διονύσης”; με ρώτησε με τρόμο η Ελένη.

“Εδώ είμαι μάνα”, μην ανησυχείς.

Είχε ξεφορτώσει τη γαϊδούρα, έκρυψε τα πράγματα κάπου στο κτήμα και ήρθε και εκείνος τρέχοντας.

Έπρεπε να οργανωθούμε, με κάτι παλιοσανίδες και παλιοτσίγκους έστησα μια παράγκα. Για μήνες έγινε το σπίτι μας.

Και εκείνη η μικρή ήταν δεν ήταν τριών χρονών, να κοιτάζει προς τα ερείπια και να μονολογεί.

“πάει το πίτι μας, πάει δε έχω πίτι”.

Από τις αφηγήσεις του πεθερού μου Λάμπρου Παπαδημάτου.

Σημ. Στη φωτογραφία το προσεισμικό χωριό. Κρίνοντας από τα κυπαρίσσια που υπάρχουν και μέχρι σήμερα, το σπίτι του πεθερού μου πρέπει να ήταν το τελευταίο πάνω δεξιά.

Αρετή Γραμμόζη – Παπαδημάτου

Αύγουστος 2022

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται