Δρόμοι, καντούνια, εμπορικά καταστήματα… Η ζωντάνια στις πόλεις του νησιού. Κάποτε είχαν πολύχρωμες βιτρίνες, γεμάτες όμορφα ρούχα, καλαίσθητα παπούτσια, ζωηρά, πολύχρωμα φουλάρια, που ανέμιζαν στα “σταντ”, στις εξωτερικές κρεμάστρες, παιχνίδια που συγκέντρωναν τα βλέμματα των περαστικών, μικρών και μεγάλων. Ο καθένας, ανάλογαμε το δικό του ενδιαφέρον, αποφάσιζε με μεγαλύτερη ευκολία να ψωνίσει, από ό,τι συμβαίνει σήμερα.
Ο δρόμος του Λιθόστρωτου έσφυζε από ζωή και κίνηση. Οι καταστηματάρχες, με το χαμόγελο στο χείλη, άνοιγαν με βιασύνη τα μαγαζιά τους, ώστε να καλωσορίσουν τον πρώτο πελάτη τους. Βιτρίνες όμορφες, καθαρές, με τα τζάμια να μαγνητίζουν τα βλέμματα, γιατί ο καλός ο έμπορος γνωρίζει ότι το ήμισυ της δουλειάς του είναι η ομορφιά και καθαρότητα της βιτρίνας του. Ο κόσμος συνέχιζε τον περίπατο του με ευδιαθεσία και ικανοποίηση.
Τον ίδιο περίπατο κάνω και σήμερα… στενάχωρα βήματα. Οι άνθρωποι σκυφτοί, σκυθρωποί ˙ το πρόσωπό τους, το βλέμμα τους, θλιμμένο. Πριν σκοτεινιάσει η μέρα μαζεύουν μέσα τ’ αγαθά τους, χρήσιμα ως επί το πλείστον για το σπίτι και την οικογένεια… Κουράστηκαν να ελπίζουν.
Ένα σκοτάδι που ήλθε μέρα με τη μέρα. Η ανέχεια οδηγεί στο τελικό αποτέλεσμα του λουκέτου. Καθημερινά, η ελπίδα ότι κάτι θ’ αλλάξει προς το καλύτερο είναι η δική μου σκέψη, μα τα “ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ“, αυξάνονται παταγωδώς. Κάποιοι μπορούν να ζουν από τα λεγόμενα “έτοιμα”. Κάποιοι δεν υπήρξαν τόσο τυχεροί, στο να έχουν αυτό το προνόμιο, να μπορούν να ζήσουν έστω και απ’αυτά. Οι ημέρες περνούν, ακόμα ελπίζουν καλυτέρευση, μα εγώ βλέπω ότι και το μαγαζί της κυρίας που έπαιρνα κλωστές έκλεισε κι αυτό. Ακόμα και τα μαγαζιά κινητής τηλεφωνίας αλλάζουν συνεχώς διεύθυνση, ψάχνοντας φθηνότερο ενοίκιο, μα δε φταίει ούτε ιδιοκτήτης, ούτε ενοικιαστής. Ο ένας ζητά τόσα όσα χρειάζεται για να επιβιώσει, και ο άλλος παλεύει ν’ ανταποκριθεί. Ακόμη και οι πελάτες στις καφετέριες περιορίζονται σε έναν καφέ στα δύο, σ’ έναν φθηνό ελληνικό, σ’ ένα εσπρεσσάκι. Μην κοροϊδευόμαστε. Ισχύει. Ο Έλληνας, ο “βασιλιάς” του καφέ, όπως θεωρούν οι περισσότεροι πολιτικοί, εκτιμά ότι το μόνο που του έχει μείνει είναι αυτό… ένα καφεδάκι, να νιώσει λίγο την χαρά του “ξεχνιέμαι”.
Ο εκάστοτε εμπορικός σύλλογος δίνει τον δικό του αγώνα για να βρεθούν λύσεις, μα το μόνο που συνεχίζεται είναι η υποβάθμιση και η φτωχοποίηση, η οποία αυξάνεται ραγδαία. Δεν μιλάω για τους αριθμούς, μιλάω για εικόνες, για υπαρκτές εικόνες, μα ακόμα και τα λίγα καταστήματα που παλεύουν, βρίσκονται σε ρήξη καθημερινά με τον νόμο: “Γιατί δεν τήρησες το ωράριο γιατί, γιατί; “,”Παλεύω να μείνω λίγο ακόμα ανοιχτός, παλεύω για ένα καλύτερο αύριο, παλεύω για τα παιδιά μου, παλεύω για τα σχολεία, παλεύω για την υγεία, παλεύω για την ασφάλεια της οικογένειάς μου, παλεύω, παλεύω, παλεύω”. Ένα”γιατί” πλανάται στον αέρα, ένα “γιατί” που τυραννάει τους πολλούς. Μα ας νοιαστείτε εσείς, που τα πάτε όμορφα με τους αριθμούς, τα κουτάκια, τα τετραγωνάκια, όπως η εθνική νομισματική πολιτική ˙ ίσως είναι αυτή που θα σώσει το εμπόριο. Για την ανεργία θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά, που η θλίψη ίσως να είναι λιγότερη. Μα οι άνεργοι σίγουρα μέχρι τότε θα είναι περισσότεροι, γιατί το δικό τους μαρτύριο δεν έχει τελειωμό. Τα δικά τους μαρτύρια αυξάνονται, δεν τελειώνουν. Ελπίζουν κι αυτοί στη λύτρωση, σε κάτι καλύτερο, σ’ ένα καλύτερο αύριο.
Ευαγγελία Αλιβιζάτου
Λογοτέχνιδα
Αρθρογράφος