Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε μουσουλμανικό τέμενος και η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με φόντο το Αιγαίο, κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο τις τελευταίες ημέρες.
Οι παραπάνω εξελίξεις και ιδιαίτερα η κίνηση του Τούρκου προέδρου για «αλλαγή χρήσης» της Αγίας Σοφίας, που προκάλεσε αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο, επιχειρείται να αναλυθούν με βάση τους εσωτερικούς συσχετισμούς στην Τουρκία.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις καταβολές του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν -θρησκευτικές και μη- που κυβερνά από την αυγή του 21ου αιώνα, τη διάρθρωση των σημερινών αντιπολιτευτικών πόλων αλλά και τη χρονικότητα των πρόσφατων αποφάσεων.
Το ΑΚΡ κατάφερε να εκφράσει και να στηριχθεί στην ανερχόμενη μικρό-μεσαία τάξη της Τουρκίας, που αποτελούσε και το «λαμπτήρα» του τουρκικού καπιταλισμού (βλ. έμβλημα AKP), ενώ ταυτόχρονα αφουγκράστηκε την κοινωνία, η οποία δυσανασχετούσε με την εκ των άνω επιβολή αυτού του συστήματος και επιθυμούσε τη σύνδεση του παραδοσιακού της δόγματος-κουλτούρας (βλ. Ισλάμ) με τον καπιταλισμό. Έτσι, δημιουργώντας τη «χρυσή» κοινωνική συμμαχία για την Τουρκία, προσέδωσε μια νέα ουσία στην κοσμικότητα, αυτή που αντιμάχεται την ανάμειξη της «εκκλησίας» στο Κράτος και όχι της θρησκείας στην κοινωνία, μετατρέποντας το Ισλάμ σε «σκυρόδεμα» για την ένωση του λαού με το νέο πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Η «χρυσή συμμαχία» του Ερντογάν απεδείχθη μια αστείρευτη εκλογική βάση.
Σήμερα, έχοντας χάσει εκλογικά για πρώτη φορά, έπειτα από δύο δεκαετίες κυριαρχίας, πέντε πόλεις κορυφαίας σημασίας στις δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Απρίλιο του 2019, o Ερντογάν επιλέγει να απαντήσει στην απόπειρα συσπείρωσης της αντιπολίτευσης, η οποία έχει ξεκινήσει, με διάφορα επεισόδια στο ενδιάμεσο, από το κίνημα του Γκεζί το 2013. Η απάντηση, λοιπόν, έρχεται και μέσα από τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας με στόχο την επανασυσπείρωση γύρω από το ΑΚΡ τμημάτων της κοινωνίας που άρχισαν να αποσύρουν την ταύτισή τους με αυτό ή γενικά την κυβέρνηση.
* Ανάλυση της
Ιωάννας Σακαλή, MSc Συγκριτική Δημόσια Πολιτική, Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση