ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
Δε χρησιμοποιώ την έκφραση «Παναγία βόηθα» ούτε το «Παναγιά κοντά σου», παρά μόνο σε περιπτώσεις που η χρήση του τοπικού ιδιώματος μπορεί καλύτερα να εκφράσει το αίσθημα της υπερβολής ή την τρυφερή φροντίδα για κάποιον. Αλλά και τότε ως σχήμα λόγου παρά ως παράκληση ή ευχή. Εξάλλου είναι δεκάδες οι φράσεις που έχουν τη ρίζα τους στη θρησκευτική παράδοση και προφέρονται από πολλούς ανθρώπους αποφορτισμένες από το θρησκευτικό τους βάρος. Ακόμα και αυτές που έχουν αναφορές στο διάβολο ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Δε χρειάζεται να πιστεύεις, για να διαολοστείλεις κάποιον ούτε για να τον στείλεις «στο καλό του Χριστού και της Παναγίας» δίνοντας έτσι τόπο στην οργή. Κι όλα αυτά είναι απόδειξη, μαζί με πολλά άλλα, το πόσο η θρησκευτική πίστη τόσων αιώνων έχει ασκήσει βαθιά επίδραση στη γλώσσα μας και στα τοπικά ιδιώματα πολλών περιοχών. Κι αυτό είναι αντικειμενικό, ούτε καλό ούτε κακό, αν και εκφραστικά και γλωσσικά είναι σε πολλές περιπτώσεις εύστοχο και αποτελεσματικό επικοινωνιακά σε μια γλωσσική κοινότητα. Όχι όμως και τεκμήριο πίστης στο ορθόδοξο δόγμα.
Ακόμα και το «καλή Παναγιά» δε δείχνει υποχρεωτικά ορθόδοξη πίστη, αλλά πιο πολύ μια εναρμόνιση με μια παράδοση της οποίας θέλεις να αποτελείς μέρος, έστω εν μέρει. Κάτι σαν το «Καλά Χριστούγεννα» χωρίς την Θεία Γέννηση, αφού δεν έχεις άλλο τρόπο να ευχηθείς σε κάποιον να περάσει καλά αυτές τις μέρες. Όμως αυτά δεν μπορεί να ξεπερνάνε το όριο που η ίδια η απόστασή σου από το θρησκευτικό δόγμα ορίζει. Δεν μπορείς να σκύβεις και να προσκυνάς εικόνες ή άλλα θρησκευτικά σύμβολα, αν δεν πιστεύεις στην ιερή τους δύναμη, γιατί εισβάλλεις απρόσκλητος και υποκριτής στο χώρο της πίστης, ξεφεύγοντας από τον καθαρό χώρο της παράδοσης. Μπορείς, αν θέλεις να δείξεις το σεβασμό σου στα θρησκευτικά σύμβολα του Άλλου με μια ελαφριά υπόκλιση, όπως μπροστά σε έναν νεκρό. Το ίδιο και με το Χριστός Ανέστη. Δεν έχεις δικαίωμα να το ξεστομίσεις, αν δεν πιστεύεις στην Ανάσταση του Χριστού. Είναι υπέρβαση ορίων, ίσως και ύβρις.
Αυτά και αρκετά άλλα αποκτάνε πολύ μεγαλύτερη σημασία, όταν είσαι πολιτικός ηγέτης ή εκπρόσωπος σε μια κοινωνία που συνεχίζει να ζητά διαπιστευτήρια θρησκευτικής πίστης, από αυτούς που θα την εκπροσωπήσουν σε οποιοδήποτε σώμα. Άσχετα με το ότι τελικά μπορεί να ψηφίζει θεομπαίχτες, παιδεραστές, φασίστες, διεφθαρμένους και απατεώνες, αρκεί να προσκυνάνε με επιδεικτική ευλάβεια τα θρησκευτικά σύμβολα ή και να τα υπηρετούν. Ακόμα κι έτσι όμως η αμηχανία του άθρησκου ή και άθεου πολιτικού εκπροσώπου είναι υπαρκτή μέσα στο θεοκρατικό περιβάλλον που ορίζει η χρόνια διαπλοκή του Κράτους με την Εκκλησία. Αυτήν δεν μπορείς να την ξορκίζεις ούτε να νομίζεις ότι μπορεί και να γίνεις αποδεκτός «εν μέρει» ή έστω ανεκτός. Την κρίσιμη ώρα η διαπλοκή ξέρει πολύ καλά ποιον θα διαλέξει, κι όσους ύμνους και να έχεις ψάλει για την Παναγιά, έστω με κάποια αποστασιοποίηση, είναι αλήθεια, δεν πρόκειται να διαλέξει εσένα. Αντίθετα θα σε τσακίσει, γιατί ξέρει πολύ καλά τι διακυβεύεται. Αυτή τη διαπλοκή είναι που πρέπει να αντιμετωπίσει μια μη θεοκρατική κυβέρνηση. Κι αυτό δε γίνεται με Ωσαννά.
Χρήστος Μωραΐτης