Του Παύλου Νεράντζη, Δημοσιογράφου & Παραγωγού ντοκιμαντέρ, Διδάκτορα, Τμήμα Δημοσιογραφίας, ΑΠΘ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #7 – Ο Πόλεμος στα ΜΜΕ» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Η στάση των κυρίαρχων ειδησεογραφικών οργανισμών, δυτικών και φίλα προσκείμενων στις επιλογές της Μόσχας, στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας επιβεβαίωσε ό,τι συμβαίνει σε καιρό πολέμου: τα Μέσα υποτάσσονται στη ρητορική της «ημέτερης πλευράς», στον λόγο της προπαγάνδας. Η «συσπείρωση γύρω από τη σημαία», το γνωστό «rally around the flag», που περιορίζει την κριτική στις επιλογές των κυβερνώντων, παραμένει ισχυρή κυρίως στα αμερικανικά ΜΜΕ, παρότι ούτε οι ΗΠΑ, ούτε κάποια άλλη χώρα της Δύσης έχουν εμπλακεί άμεσα στη σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας.
Σε ένα περιβάλλον πολυπολικότητας στο πεδίο της ενημέρωσης υπήρξαν βεβαίως διαφορετικές προσεγγίσεις από το κυρίαρχο αφήγημα Ουάσιγκτον και Μόσχας σε ό,τι αφορά τα αίτια του πολέμου, αυτή τη φορά όχι μόνον από αραβόφωνα Μέσα (Al Jazeera, Al Arabiya κ.ά.), αλλά και από ευρωπαϊκά που βρίσκονται στα χέρια των big business (Economist, Financial Times, Der Spiegel, Le Monde, Figaro κ.ά.), που ανήκουν δηλαδή σε ισχυρούς ομίλους, αλλά δεν εκφράζουν το πολιτικο-μιντιακό κατεστημένο σε ΗΠΑ και Ρωσία. Στο σύνολό τους, ωστόσο, δεν στάθηκαν ικανά να ασκήσουν την αποκαλούμενη διπλωματία των Μέσων (media diplomacy) όπως συνέβη σε άλλες ένοπλες συγκρούσεις (π.χ. σε Βοσνία, πρώτη intifada, Σιέρα Λεόνε) ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας υπήρξαν επίσης ανατροπές σε ό,τι αφορά την απεικόνιση των συνεπειών του: η δυτική κοινή γνώμη για πρώτη ίσως φορά είδε το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου, τις βαρβαρότητες μιας ένοπλης σύγκρουσης, ενώ ενισχύθηκε το ειδικό βάρος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ενημέρωση του κοινού. Η 24η Φεβρουαρίου 2022, που θα καταγραφεί στην ιστορία όπως η 11η Σεπτεμβρίου, δημιούργησε νέα δεδομένα και στο πεδίο της επικοινωνίας.
Ο μιντιακός πόλεμος του Πούτιν και του Ζελένσκι
H σύγκριση της κάλυψης της ρωσικής εισβολής με άλλες στρατιωτικές επεμβάσεις (Ιράκ, Βοσνία, Αφγανιστάν) δεν έχει ως στόχο τον συμψηφισμό, ή να μετριάσει τις ευθύνες της Μόσχας για την κατάλυση της ανεξαρτησίας ενός κυρίαρχου κράτους, αλλά να δείξει πώς οι μηχανισμοί προπαγάνδας σε καιρό πολέμου εφαρμόζουν τις ίδιες πάντα αρχές: «εμείς δεν θέλουμε τον πόλεμο, αλλά υποχρεωνόμαστε να τον διεξάγουμε», «ο εχθρός φταίει και είναι ο μόνος υπεύθυνος για την κήρυξη πολέμου», «εμείς αμυνόμαστε και υπερασπιζόμαστε πανανθρώπινες αξίες», «ο εχθρός είναι βάρβαρος» κ.λπ. Ο πόλεμος τρέφει τους εθνικισμούς. Η προπαγάνδα της κάθε πλευράς κατηγορεί την άλλη, αποσιωπώντας τις δικές της ευθύνες.
Ο Ρώσος πρόεδρος χαρακτήρισε την εισβολή «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» με σκοπό την «αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας» και τη «διατήρηση της ειρήνης», όπως «Διαρκής Ελευθερία» ήταν η ονομασία που είχε δώσει ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος στην επιχείρηση εισβολής στο Αφγανιστάν (2001). Συνεπώς ας μην εκπλήσσεται κανείς για τους όρους που χρησιμοποιούν όσοι θέλουν να δικαιολογήσουν πράξεις πολέμου έναντι μιας κοινής γνώμης που οι ηγέτες επιδιώκουν τη συναίνεσή της, αλλά συνήθως δεν γνωρίζει πολλά για τα γεωπολιτικά παίγνια.
Σε αντίθεση, όμως, με αμερικανούς προέδρους οι οποίοι στο παρελθόν είχαν επιδιώξει τη νομιμοποίηση στρατιωτικών επεμβάσεων (Αφγανιστάν 2001, Ιράκ 1991, 2003) από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, παρουσιάζοντας ακόμη και ψευδή στοιχεία, το Κρεμλίνο δεν επιχείρησε να πείσει τη διεθνή κοινότητα, ούτε να δημιουργήσει pool προκειμένου οι διεθνείς ειδησεογραφικοί οργανισμοί να αναμεταδίδουν τη δική του εκδοχή των εξελίξεων από την πρώτη γραμμή όπως είχε πράξει το Πεντάγωνο αρχής γενομένης από τον Πόλεμο του Κόλπου1. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αδιαφόρησε πλήρως για τη μιντιακή κάλυψη του πολέμου από διεθνή δυτικά Μέσα και υποτίμησε τρεις παράγοντες στο πεδίο της ενημέρωσης: τις αντιδράσεις ενός τμήματος της ρωσικής κοινής γνώμης και ορισμένων ρωσικών ΜΜΕ, τη σκληρή απάντηση διεθνών δυτικών οργανισμών ενημέρωσης στη ρωσική εισβολή και τον ρόλο του Βολοντιμίρ Ζελένσκι.
Πρωταγωνιστής στον πόλεμο της προπαγάνδας αναδείχθηκε πράγματι ένας πρώην ηθοποιός κωμικής τηλεοπτικής σειράς, ο οποίος από «άσημος πρόεδρος» και «πιόνι των δυτικών» έγινε σύμβολο της ουκρανικής αντίστασης, ένας ηγέτης με παγκόσμια ακτινοβολία που επικοινωνεί με τους ισχυρούς της γης, εκφωνεί πύρινους λόγους σε εθνικά κοινοβούλια, με στόχο την έξαρση του θυμικού στο κοινό του και στέλνει μέσα από το κινητό του καθημερινά μηνύματα σε εκατομμύρια ανθρώπους. Κι όλα αυτά προφανώς με τη βοήθεια αμερικανικών εταιρειών δημοσίων σχέσεων που φρόντισαν να ωραιοποιήσουν το προφίλ του και να περιθωριοποιήσουν δημοσιεύματα έγκριτων δημοσιογράφων που χαρακτηρίζουν τον ουκρανό πρόεδρο λαϊκιστή∙ έναν όψιμο πολιτικό που δρα χωρίς διαφάνεια, αντιπαθεί τα παραδοσιακά ΜΜΕ που ενδέχεται να ελέγξουν τις πράξεις του, που θεωρεί τους δημοσιογράφους διεφθαρμένους και επιχειρεί να επηρεάσει την κοινή γνώμη της χώρας του, χρησιμοποιώντας επικοινωνιακές τακτικές ανάλογες με εκείνες του Ντόναλντ Τραμπ και του Ματέο Σαλβίνι.
Η εργαλειοποίηση προσφύγων και εγκλημάτων πολέμου
Οι εμπόλεμοι πάντα ισχυρίζονται ότι θέλουν να προστατεύσουν τους άμαχους, σεβόμενοι διεθνείς συνθήκες και το Δίκαιο του Πολέμου. Το ανέφερε επανειλημμένα ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Το υπογράμμιζαν στο παρελθόν ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, ο Τόνι Μπλερ και αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ κατά την εισβολή στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στους βομβαρδισμούς κατά της Σερβίας.
Η πραγματικότητα, όμως, τους διαψεύδει. Η ιστορία των πολέμων είναι συνώνυμη με τις σφαγές αμάχων. Ο τρόμος που προκαλεί ο πόλεμος στα μετόπισθεν μπορεί ευκολότερα να κάμψει το ηθικό του αντιπάλου και να επισπεύσει τη νίκη της «ημέτερης πλευράς» με τις μικρότερες δυνατές απώλειες, έλεγε τον 5ο π.Χ. αιώνα ο Σουν Τσου, κινέζος στρατηγός και θεωρητικός του πολέμου, το βιβλίο του οποίου «Η Τέχνη του Πολέμου» διδάσκεται ακόμη και σήμερα στις Σχολές Πολέμου σε Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία και Κίνα. Ανέκαθεν και πολύ περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες οι άμαχοι όπως και οι πολεμικοί ανταποκριτές βρίσκονται στο στόχαστρο. Αυτό τεκμηριώνεται από τα στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία στους μεταμοντέρνους πολέμους οι απώλειες αμάχων είναι πολλαπλάσιες από εκείνες των στρατιωτικών. Και όταν δεν μπορούν να αποσιωπηθούν, χαρακτηρίζονται «παράπλευρες ζημίες».
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν πρόκειται απλώς για «παράπλευρες απώλειες», τυχαία συμβάντα, ή για εγκλήματα πολέμου. Και μπορεί να ισχύει ό,τι προανέφερα, ότι δηλαδή στόχος των εμπόλεμων είναι οι άμαχοι, αλλά μέλλει αυτό κάθε φορά να αποδειχθεί. Διότι σε έναν πόλεμο όπως είναι γνωστό η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα και τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Και σε ένα πόλεμο δυστυχώς κυριαρχούν το χάος, η ανομία, οι βαρβαρότητες με στόχο την εξουδετέρωση του εχθρού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι απώλειες αμάχων, τα εγκλήματα πολέμου όπως και οι προσφυγικές ροές εργαλειοποιούνται από τις αντιμαχόμενες πλευρές: άλλοτε καταλαμβάνουν τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου με στόχο να δείξει η ημέτερη πλευρά πόσο αδίστακτος είναι ο εχθρός και άλλοτε αποσιωπούνται.
Στους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ, η δυτική κοινή γνώμη έβλεπε μακρινά πλάνα βομβαρδισμών σε αστικά κέντρα και εκρήξεις-λάμψεις μέσα στη νύχτα. Οι Αμερικανοί υποστήριζαν ότι δεν υπήρχαν θύματα μεταξύ αμάχων. Ελάχιστες φορές τα κυρίαρχα Μέσα ερευνούσαν καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου και συνήθως «επαναπαύονταν» στις διαψεύσεις πολιτικών ηγεσιών. Πέραν τούτου, διευθυντικά στελέχη δυτικών ειδησεογραφικών οργανισμών ανέκαθεν υποστήριζαν ότι στο όνομα του σεβασμού των νεκρών δεν πρέπει να προβάλλονται εικόνες που θεωρείται ότι προσβάλλουν το δημόσιο αίσθημα. Η προβολή λεπτομερειών από σκηνές πολέμου εξυπηρετεί και δικαιολογημένα τον κιτρινισμό, την εντυπωσιοθηρική δημοσιογραφία, χωρίς να προσφέρει τίποτε περισσότερο στην ενημέρωση. Έτσι η διεθνής κοινή γνώμη ελάχιστα γνώριζε ή ενημερωνόταν «κατόπιν εορτής» για εκατόμβες νεκρών3, για σφαγές αμάχων που έγιναν γνωστές χάρη στο «πείσμα» ανεξάρτητων πολεμικών ανταποκριτών και τις έρευνες κάποιων άλλων. Εκατομμύρια ήταν οι πρόσφυγες που προκάλεσαν εκείνες οι στρατιωτικές επεμβάσεις, οι οποίοι, όμως, παρέμεναν αόρατοι στα δυτικά κυρίαρχα ΜΜΕ για πολλά χρόνια, ακόμα και όταν αναζήτησαν σανίδα σωτηρίας στην Ευρώπη.
Στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας ένα μεγάλο τμήμα της δυτικής κοινής γνώμης για πρώτη ίσως φορά δεν βλέπει αποστειρωμένες εικόνες πολέμου, αλλά μαζικές δολοφονίες αμάχων. Τα παραδοσιακά Μέσα προβάλλουν σκηνές φρίκης, θαμπές στα επίμαχα σημεία, και κάνουν διαρκώς λόγο για εγκλήματα πολέμου. Ακόμη και οι ιδιοκτήτες των social media επέτρεψαν εν μέρει τη δημοσιοποίηση «σκληρών εικόνων». Σοροί που κείτονται καταμεσής δρόμων, απανθρακωμένα πτώματα, άλλα διαμελισμένα, άνθρωποι ζωντανοί «νεκροί» σε απόγνωση, μνημεία, νοσοκομεία, ιεροί χώροι γκρεμισμένοι, νοικοκυριά που έχουν παραδοθεί στις φλόγες, οχήματα που έχουν μετατραπεί σε άμορφες μάζες, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα ισοπεδωμένα, πόλεις και χωριά βομβαρδισμένα, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σε φυγή.
Οι απλοί άνθρωποι δεν διερωτώνται ποιον και τι εξυπηρετεί αυτή η έμφαση, η αιφνιδιαστική ευαισθησία πολιτικών ηγεσιών και ΜΜΕ στη Δύση για τα δεινά του ουκρανικού λαού. Η στάση αυτή κυβερνήσεων και Μέσων οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι ο πόλεμος διεξάγεται «στην καρδιά της Γηραιάς Ηπείρου» όπως λέγεται, και συνεπώς στην εγγύτητα προς την εστία της κρίσης; Είναι απλώς μια ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Ουκρανούς και καταδίκης του μεγαλοϊδεατισμού που χαρακτηρίζει τον Ρώσο πρόεδρο και απειλεί την διεθνή ασφάλεια; Είναι απόρροια της κοινής κουλτούρας και θρησκείας ή και των επιπτώσεων που έχει η ρωσική εισβολή και η ενεργειακή κρίση στην καθημερινότητα των Ευρωπαίων; Ή μήπως συντρέχουν κυρίως άλλοι λόγοι με στόχο τη δαιμονοποίηση του εχθρού και τη δημιουργία ενός κλίματος φόβου στον δυτικό κόσμο ώστε να γίνουν αποδεκτές προτάσεις για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και η πρόκληση μιας τεραστίων διαστάσεων ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης;
Ανεξαρτήτως από την απάντηση που δίνει ο καθένας, το βέβαιο είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ότι τα εγκλήματα πολέμου δεν είναι αριθμοί και στατιστικές για θανάτους αμάχων. Δεν είναι «παράπλευρες απώλειες». Τα εγκλήματα πολέμου, που ως νομικός όρος θεσπίστηκε από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στο τέλος του Α΄ Π.Π. και εφαρμόστηκε μετά τον Β΄ Π.Π., είναι ειδεχθείς πράξεις σε βάρος αθώων ανθρώπων, όπως αυτοί και αυτές που κείτονταν νεκροί στους δρόμους της Μαριούπολης, στη Μπούτσα, στο Ιρπίν, στο Χάρκοβο, στη Ντιμέρκα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εικόνες των σορών στους δρόμους της Μπούτσα λειτούργησαν ως καταλύτης για να επιβληθούν νέες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας.
Η απεικόνιση συνεπώς εγκλημάτων πολέμου αναμφισβήτητα συμβάλει στην ενεργοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης εναντίον του ηθικά υπεύθυνου για μια πράξη που παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο. Η έξαρση του θυμικού, άλλωστε, αποδεικνύεται συχνά αποτελεσματικότερη από την όποια επιχειρηματολογία για να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις και να κατασκευαστεί η κοινωνική συναίνεση.
Η παράθεση αυτών των στοιχείων πέντε μήνες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και ενώ οι μάχες μαίνονται, δεν έχει ως στόχο να υπενθυμίσει μόνον τις ευθύνες του Ρώσου προέδρου και των πολιτικών ηγεσιών της Δύσης, την υποκρισία τους, τον τρόπο που λειτουργούν οι μηχανισμοί προπαγάνδας και τη συνήθη τακτική των Μέσων να τάσονται στο πλευρό τους. Ούτε βεβαίως να δικαιολογήσει την επαίσχυντη πράξη του Πούτιν να οδηγήσει τους ομοεθνείς του και έναν γειτονικό λαό στη δυστυχία, την προσφυγιά και πολλούς στον θάνατο. Κανείς δεν γνωρίζει εάν η ρωσική επιθετικότητα θα είχε αποτραπεί στην περίπτωση που το ΝΑΤΟ «κατανοούσε» τις ανησυχίες του Ρώσου προέδρου. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι θα του αφαιρούσε κάθε πρόσχημα για να εισβάλει στην Ουκρανία.
Η παράθεση έχει νόημα στο βαθμό που αυτή η πολιτική της μετωπικής σύγκρουσης που επέλεξαν πρώτα η Ουάσιγκτον πολύ πριν την εισβολή και στη συνέχεια η Μόσχα, χωρίς να διαφαίνεται μια διάθεση συμβιβασμού μεταξύ τους, παρότι ηγέτες δυτικών χωρών δηλώνουν κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να εμπλακούν σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία, εξακολουθεί να εφαρμόζεται με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον της Ουκρανίας και ολόκληρης της Ευρώπης. Και όπως όλα δείχνουν, θα αποτελέσει τη βάση του νέου δόγματος της Δύσης, «του ελεύθερου κόσμου εναντίον αυταρχικών καθεστώτων» όπως χαρακτηρίζεται.
Τα κυρίαρχα αμερικανικά ΜΜΕ παρουσιάζουν τη διαρκή ενίσχυση των Ουκρανών με εξοπλισμό ως μια κίνηση αλληλεγγύης στον βαθμό που τους ενθαρρύνει να αντισταθούν και να δώσουν τη ζωή τους σε μια προσπάθεια να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, αλλά στην πραγματικότητα εξυπηρετεί, όπως επισημαίνουν ορισμένα ευρωπαϊκά Μέσα, τα σχέδια των γερακιών του Πενταγώνου, του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ και του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, που αναμένεται να διογκωθεί σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη. Άλλωστε, η παροχή στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση ενδέχεται να εγκλωβίσει τους Ουκρανούς σε ένα αέναο ανταρτοπόλεμο φθοράς του εχθρού τη στιγμή που μοιάζει δυνατός ένας αξιοπρεπής συμβιβασμός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Αρκεί να παρέμβουν στο διπλωματικό πεδίο οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Πέραν τούτου τα κυρίαρχα Μέσα υποβαθμίζουν το γεγονός ότι μια διαρκής εστία πολέμου στην Ευρώπη με εκατομμύρια Ουκρανούς πρόσφυγες να αναζητούν σανίδα σωτηρίας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα θέσει ακόμη περισσότερο οικονομικά και στρατιωτικά τη Γηραιά Ήπειρο υπό τον έλεγχο των Αμερικανών και θα επιτείνει την ενεργειακή και επισιτιστική κρίση τη στιγμή που οι χώρες των BRICS διεκδικούν ηγετική θέση στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, «κλείνοντας το μάτι» στη Μόσχα και αφήνοντας αιχμές κατά της Δύσης για τις κυρώσεις εναντίον της.
Ό,τι παρακολουθούν εδώ και πέντε μήνες εκατομμύρια άνθρωποι στις τηλεοπτικές τους οθόνες δεν είναι απλώς ένας πόλεμος ανάμεσα σε μια χώρα-εισβολέα (Ρωσία) και μια άλλη (Ουκρανία) που αμύνεται στον κατακτητή. Είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στη Δύση, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, που διεξάγεται στο έδαφος μιας τρίτης χώρας, όπως ακριβώς γινόταν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι δύο τότε υπερδυνάμεις επέλεγαν να συγκρουστούν στην Κορέα, στο Βιετνάμ, την Αγκόλα, το Ελ Σαλβαδόρ, το Αφγανιστάν κλπ. Εάν η διεθνής κοινή γνώμη, κυρίως στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, δεν αντιληφθεί εγκαίρως ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα αυτού του πολέμου, τότε τα χειρότερα έπονται.
Σημειώσεις
- Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, εξαιτίας του ομώνυμου συνδρόμου, σύμφωνα με το οποίο η ήττα των Αμερικανών οφειλόταν στον ρόλο της τηλεόρασης, που είχε προκαλέσει τη μεταστροφή της αμερικανικής κοινής γνώμης κατά του πολέμου, οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες έθεσαν σε νέες βάσεις την επικοινωνιακή τους στρατηγική για την κάλυψη ένοπλων συγκρούσεων.
- Σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν αμερικανικές εταιρείες δημοσίων σχέσεων (Hill & Knowlton, Ruder Finn, κ.ά.) που διασυνδέονται με τον Λευκό Οίκο και το Πεντάγωνο αναλάμβαναν να ωραιοποιήσουν την εικόνα του πελάτη τους (του Αλ-Σαμπάχ, εμίρη του Κουβέιτ μετά την επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου, των Βόσνιων Μουσουλμάνων στον πόλεμο της Βοσνίας, του UCK στο Κόσοβο κ.λπ.) στη διεθνή κοινή γνώμη και να δαιμονοποιήσουν τον αντίπαλο έναντι συμβολαίων πολλών εκατομμυρίων δολαρίων.
- Για ό,τι συνέβη στο Μι Λάι στον πόλεμο του Βιετνάμ, στο Ελ Μοζότε στη διάρκεια του εμφυλίου στο Ελ Σαλβαδόρ, στη Σάμπρα και Σατίλα στο Λίβανο, στον «αυτοκινητόδρομο του θανάτου» στον πόλεμο του Κόλπου, στο Βούκοβαρ στην ενιαία τότε Γιουγκοσλαβία, στο Σεράγεβο και στη Σρεμπρένιτσα στον πόλεμο της Βοσνίας, στο Κάλα-ι-Γιαντζί στον πόλεμο του Αφγανιστάν, στη λαϊκή αγορά της Βαγδάτης και στη Φαλούτσα στον πόλεμο κατά του Ιράκ, στους βομβαρδισμούς με βόμβες φωσφόρου στη Γάζα, για ό,τι συνέβη και συμβαίνει στην Υεμένη, στη Σομαλία, στο Σουδάν, στο Κονγκό με σφαγές αμάχων ακόμη και σήμερα ελάχιστα γνωρίζει η πλειοψηφία των ανθρώπων στο δυτικό κόσμο.