Τον είδαμε για πρώτη φορά στο Γερμανικό νεκροταφείο του Μάλεμε.
Όρθιος σε βαθιά περισυλλογή πάνω σ’ ένα τάφο. Ένα παλληκάρι γύρω στα 30 με 35. Ψηλός, ξανθός με γαλάζια μάτια. Χρώματα που παρέπεμπαν ότι ήταν ξένος και μάλλον ήταν βορειοευρωπαίος.
«Γύρευε ποιον θρηνεί», σκέφτηκα.

Έριξα μια ματιά στους τάφους που ήταν γύρω μου και διάβαζα τα ονόματα και τις ηλικίες των νεκρών. Τι σημασία έχει εάν ήταν Γερμανοί; Κάποια μάννα τα έκλαιγε και αυτά τα παιδιά. Ηλικίες μικρές. Τα παράλογα το παραλόγου, όλοι οι πόλεμοι. Συμμετρικές γκρίζες πλάκες στη σειρά, υποδήλωναν ότι από κάτω υπάρχει μια σωρός αδικοσκοτωμένου παιδιού. Παιδιά που κάποιοι ιθύνοντες τα οδήγησαν στη σφαγή. Στην προκειμένη περίπτωση ένας παρανοϊκός.
Ξανασυναντηθήκαμε στο κτίριο που υπήρχε το βιβλίο των υπογραφών.
Τελειώνοντας την γραπτή μου κατάθεση με λίγα λόγια για την επίσκεψή μου στα μνημεία της φρίκης του πολέμου, σηκώνοντας το κεφάλι τον είδα μπροστά μου, να περιμένει στη σειρά να υπογράψει και εκείνος. Διασταυρωθήκαν τα μάτια μας και ασυναίσθητα, χαμογελάσαμε και οι δύο.
– Και τώρα που θα πάμε; Με ρώτησε ο άνδρας μου. Ποιο μέρος έχει σειρά;
– Φαλάσαρνα με μια στάση στο Κολυμπάρι, του απαντώ.
– Φύγαμε, μου απαντά.
Περνούσαμε από διάφορα όμορφα χωριουδάκια της πανέμορφης Κρήτης. Σ’ ένα χωριό στην άκρη του δρόμου στην αυλή ενός σπιτιού είδαμε μια γιαγιούλα να ξεφουρνίζει ψωμιά.
– Άχ και ένα είχαμε ένα ζεστό – ζεστό, λέει ο άνδρας μου.
Σταματά και τραβά το χειρόφρενο.
– Γιαγιά, πόσα θέλεις να σου δώσω για να αγοράσω ένα ψωμί;
– Μα τι λες παιδάκι μου; Να το αγοράσεις; Κατεβείτε κάτω και ελάτε εδώ να σας φιλέψω. Τι; σκέτο ψωμί θα φάτε;
Είχαμε ακουστά και την είχαμε νοιώσει την φιλοξενία των Κρητικών στις λίγες ημέρες που βρισκόμασταν στο νησί, αλλά ειλικρινά εκείνη τη στιγμή τα χάσαμε! Στην αρχή αρνηθήκαμε ευγενικά, αλλά η γιαγιούλα επέμενε!
Κατεβήκαμε, ήπιαμε τις τσικουδιές μας και πιάσαμε τη συζήτηση. Η γιαγιά έμενε μόνη της. Ο ένας της γιος παντρεμένος στο Ηράκλειο και ο άλλος στην Αθήνα. Μια κόρη στον Καναδά. Όσο μπορούσε θα φούρνιζε ακόμη τα ψωμιά. Κάθε Σαββατοκύριακο ερχόταν ο γιός της από το Ηράκλειο και τον προμήθευε. Και πότε – πότε έστελνε και στον άλλο της γιο στην Αθήνα. Είχε και τα φιλέματα. Όπως τώρα.
– Είναι δυνατόν, να περνά κάποιος από την πόρτα μου και να μην τον φιλέψω;
Μας ετοίμασε ένα δεματάκι που περιείχε το ζεστό, φρέσκο ψωμί, ντομάτες από τον κήπο της και κατσικίσιο τυρί φτιαγμένο από την ίδια.
Μας ξεπροβόδισε μέχρι το αυτοκίνητό μας, δίνοντάς μας χίλιες ευχές. Αυθόρμητα έσκυψα και την φίλησα. Ένοιωσα σαν είχα μπροστά μου τη γιαγιά μου, που μου είχε φύγει πριν από λίγα χρόνια.
Συνεχίσαμε την πορεία μας με προορισμό την Φαλάσαρνα! Κάναμε μια στάση και στο Κολυμπάρι όπως το είχαμε προγραμματίσει. Ομορφιές παντού!
Πλησιάζαμε στη Φαλάσαρνα. Σταματήσαμε στο ύψωμα και χαζέψαμε κάτω την ατέλειωτη παραλία.
– Ώ τι θέα! Ακούμε να μας λέει με σπαστά Αγγλικά ο άνδρας, που είχαμε δει νωρίτερα στο Μάλεμε.
Χάζευε και εκείνος όπως και εμείς και κατά σύμπτωση, σταματήσαμε στο ίδιο σημείο.
– Φανταστικά, του απαντά ο άνδρας μας.
Άρχισαν οι συστάσεις! Λεγόταν Έρνεστ, ήταν Γερμανός. Είχε έρθει για διακοπές στην Κρήτη και στο Μάλεμε βρήκε τον τάφο ενός θείου του, αδελφός της μάννας του, που σκοτώθηκε σε ηλικία 23 ετών.
Με τα λίγα Αγγλικά μας του δώσαμε να καταλάβει, ότι πρέπει να μας ακολουθήσει με το μηχανάκι του, που προφανώς το είχε νοικιάσει, κάτω στην παραλία, να τον φιλέψουμε από το φίλεμα της γιαγιούλας.
Τελειώνοντας την βουτιά μας, στα πεντακάθαρα νερά της Φαλάσαρνας, καθίσαμε σ’ ένα μέρος σκιερό και οι τρείς μας και μοιραστήκαμε το περιεχόμενο του δέματος της τρυφερής γιαγιούλας, που ήταν το καλύτερο από όλα τα γκουρμέ γεύματα της εποχής.
– Γιατί να γίνονται πόλεμοι; Γιατί να μην υπάρχει Ειρήνη και να χαιρόμαστε όλοι οι κάτοικοι της γης την ομορφιά του πλανήτη μας; Γιατί να σκοτώνονται άδικα τόσοι νέοι άνθρωποι; αναρωτήθηκε ο Έρνεστ και δακρυσμένος έβγαλε μια φωτογραφία που εικονιζόταν ένα παλληκάρι ξανθό με ανοιχτό χρώμα ματιών και τη γερμανική στρατιωτική στολή.
– Ο θείος μου, μας είπε.
Τι περίεργο! σκέφτηκα. Εν έτει 1984, ένας Γερμανός, δύο Έλληνες μοιράζονται ένα λιτό γεύμα μιας Κρητικιάς γιαγιάς – που μπορεί και εκείνη να πήρε φαλάγγι τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές όπως τόσοι άλλοι Κρητικοί – με την απουσία του σώματος αλλά σίγουρα με την παρουσία του πνεύματος του αδικοσκοτωμένου Γερμανού αλεξιπτωτιστή.
Με τον Έρνεστ συναντηθήκαμε τυχαία μετά από δυο ημέρες στο οροπέδιο του Λασιθίου πηγαίνοντας για το Δικταίο Αντρο. Μα τι σύμπτωση! Αγκαλιαστήκαμε σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Μας χάρισε ένα κρητικό σουγιαδάκι να τον θυμόμαστε.
Κάθε φορά που πιάνω το σουγιαδάκι στα χέρια μου, τον θυμάμαι με αγάπη και κάθε φορά αναρωτιέμαι, προς τί οι πόλεμοι; Με την απορία θα μείνω και όχι μόνον εγώ, άλλα όλοι μας και δυστυχώς την ίδια απορία θα έχουν και οι μελλοντικές γενιές.
Αρετή Γραμμόζη – Παπαδημάτου