Μεγάλο σχολείο… Δεν πιστεύω ότι υπάρχει πιο τρανό Πανεπιστήμιο από αυτό. Την Ι.Μονή του Αγίου Γερασίμου.
Είμαι μόνο έντεκα χρόνια ιερέας, κι όμως έχω δει τόσα πολλά και θαυμαστά σε κάθε εφημερία στο Μοναστήρι αυτό.
Δυό με τρείς φορές τον χρόνο, όλοι οι ιερείς, κάνουμε εβδομαδιαία εφημερία στη Μονή, ξυπνώντας κάθε πρωί στις 4 για τη θ. Λειτουργία, και μετά παραμένοντας εκεί όλη μέρα, εκτός των λοιπών ακολουθιών (εσπερινού ,αποδείπνου) εξυπηρετούμε, αντιμετωπίζουμε ,προσπαθούμε να ξεδιψάσουμε κάθε ψυχούλα θλιμμένη και καταπονημένη που βρίσκει ίσως τελευταία ελπίδα στον Άγιο του Νησιού μας, τον Άγιο Γεράσιμο.
Τι βλέπουμε αυτές τις ευλογημένες ημέρες…Τι πόνο..Τι ιστορίες…
Ανοίγω λοιπόν το σακουλάκι κι επιλέγω μια ιστορία.
Μια αληθινή πέρα ως πέρα ιστορία, με τα ονόματα ακόμη κι αυτά αληθινά, μια ιστορία που πονάει και σε σημαδεύει ανεξίτηλα σαν τατουάζ επώδυνο πάνω στην ίδια σου την καρδιά…
Την ιστορία μας θα την ονοματίσω με το όνομα του ήρωα μας.
Του Μιχάλη… Ενός κάποιου Μιχάλη…
Καλοκαιράκι. Ένα αλαφρό αεράκι δροσίζει το ιδρωμένο μου μέτωπο, κι η κούραση της αγρύπνιας μου βαραίνει τα βλέφαρα, εκεί στο παγκάκι κάτω απ το πλατάνι που πριν μισή χιλιετηρίδα φύτεψαν τα Αγια χέρια του .
Οι σκέψεις ξεθωριάζουν και αρχίζουν να σβήνουν στον ερχομό του ύπνου, όταν μια φωνή με κάνει να γυρίσω.
Ρέ πάτερ μπας κι έχεις λίγο ψωμί;
Ένα παλληκάρι γύρω στα 25, φορώντας ένα πενταβρώμικο τζιν και ένα μπουφάν που δεν θα μπορούσε να λερωθεί περισσότερο, κράταγε ένα μεγάλο μπολ με μακαρόνια και κρέας, και προσπαθούσε να τα φάει με ένα μικρό πλαστικό πιρουνάκι που εκείνη τη στιγμή έσπασε κι όλας.
Ομορφόπαιδο. Γεμάτο τατουάζ κι αδύνατο, κουρασμένο.
Τον κουρασμένο άνθρωπο τον ξεχωρίζεις από τα μάτια. Ποτέ δεν μπορούν τα μάτια να πούν ψέματα. Και στον Άγιο, έχω δει τόσα μάτια που μιλάνε, ουρλιάζουν στην ψυχή σου και σε στοιχειώνουν για καιρό.
-Μου δώσανε φαγητό, η Ηγουμένη αλλά δεν μου έδωσε ψωμί και ντράπηκα να ζητήσω γιατί το φαγητό δεν περίμενα να είναι τέτοιο.
-Μακαρόνια με κρέας. Σου έφεξε φιλαράκο, και μάλλον κι εμένα, του είπα ,σκεφτόμενος ότι αυτό θα είναι το φαγητό που θα μου έχουν ήδη πάει στο κελί μου.
-ΕΕΕ η φωνή της Ηγουμένης της Κασσιανής. Πάτερ,σου πήγαμε φαγητό στο κελί,πές στο παλληκάρι ότι πρέπει να φύγει, κλείνει η πόρτα μία και δέκα η ώρα, κλείνουμε.
-Καλά πάτερ, μη σε ζαλίζω κι εγώ πες στην καλόγρια ότι την ευχαριστώ.
Σηκώθηκε να φύγει κρατώντας ευλαβικά το μπολάκι του με το σπασμένο πιρουνάκι καρφωμένο στο κρέας, και μια πλαστική τσαντούλα με κάτι μικροπράγματα.
-Έλα πάμε να σου δώσω ψωμί του είπα. Σηκώθηκα,και άρχισα να προχωράω προς την αντίθετη κατεύθυνση από την έξοδο, ενώ ο πιτσιρικάς είχε παραμείνει διστακτικός.
-Ρε πάτερ μη σε βάζω σε κόπο, άσε φεύγω, ευχαριστώ.
Ευγενικό παιδί. Πως του τα φερε η ζωή έτσι;
-Ελα, θα μου κάνεις και παρέα στο φαγητό, θα φάμε μαζί.
Τα κάνω κάτι τέτοια. Πάντα έχω στο κελάκι κάτι να προσφέρω, κάτι να κεράσω, πάντα προσπαθώ να είμαι συνεπής σε αυτό που αφιερώθηκα να κάνω, να προσφέρω στον συνάνθρωπο αυτό που μπορώ. Ένα ποτήρι νερό και μια γλυκιά κουβέντα .
Πήγαμε στο κελί. Του έβαλα το φαγητό σε πιάτο, μοιραστήκαμε τη σαλάτα, το κρύο νερό, το ψωμί, τη κομπόστα ροδάκινο.
Μου άνοιξε την καρδιά του. Χείμαρρος .Τελειωμένος. Χρήστης από τα 20. Έξι χρόνια. Έξι χρόνια στην κόλαση των ναρκωτικών.
Τον λέγαν Μιχάλη. Είχε παρατήσει σπουδές, ο πατέρας του πέθανε πέρισυ, από το μαράζι του, μια μάνα που αργόσβηνε και μια αδερφή που δεν ήθελε να τον ξέρει. Κι αυτός τελειωμένος. Έτσι μου χαρακτήρισε τον εαυτό του. Ήθελε να γλυτώσει. Ετσι μου είπε.
Αχ Θεέ μου. Πόσο δύσκολο. Δεν τον πίστεψα, αλλά ευχήθηκα με όλη την δύναμη της ψυχής μου να του έδινε δύναμη ο Θεός, να τον βοηθούσε ο Άγιος να μπορούσε να γλυτώσει.
Μου είπε ότι δεν ήξερε πως έφτασε εδώ. Βρέθηκε να συνέρχεται από ένα πολύ δυνατό ¨ταξίδι ¨μέσα στο φέρυ για Κεφαλονιά .
Μιλήσαμε για πολλά. Έμαθα πολλά και σοκαριστικά για τον χώρο των ναρκωτικών. Όχι ότι δεν ήξερα. Μεγάλωσα στα Δυτικά προάστια, Λιόσια, Περιστέρι, Πετρούπολη. Είχα δουλέψει και για μεγάλο διάστημα barman σε μια Μπουάτ στα Εξάρχεια, Σόλωνος 103, οι περιβόητοι Βάτραχοι, το μαγαζί υπήρχε ακόμα. Ναι, είχα χάσει κι εγώ φίλους από αυτή τη χολέρα...
Έμαθα για το “σίσα” από υγρά μπαταρίας που σε τελειώνουν σε τρείς μήνες. Έμαθα για το πόσο εύκολο είναι να βρεις πλέον το οτιδήποτε, έμαθα για νέα παιδιά που πεθαίνουν καθημερινά και που πλέον κανείς δεν τα αναφέρει. Σε ένα βράδυ είδε τρείς. Στήν ίδια πλατεία. Το κορίτσι το έψαχνε ο πατέρας του την επόμενη. Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, κι έχω κόρη στην εφηβεία. Και σε άσχημη εφηβεία μάλιστα.
Δεν κατάλαβα πότε έφτασε η ώρα για τον εσπερινό. Χτύπησε η καμπάνα. Μόλις την άκουσε, κάτι έσπασε μέσα του. Άρχισε να κλαίει σαν μωρό παιδί. Με αναφιλητά. Τον πήρα αγκαλιά.
-Α ρε μαλακισμένο, του λέω, πώς γ.. τη ζωή σου; Γιατί;
Κλαίγαμε κι οι δυό. Με αναφυλιτά. Του έδωσα το καμποσχοινάκι μου, με τον πλεγμένο σταυρό που μου είχε χαρίσει ένας Αγιορείτης μοναχός και δεν το αποχωριζόμουν ποτέ, σαν φετίχ. ‘ΉΗθελα να του δώσω κάτι πολύτιμο. Του έδωσα κι ένα κομπολόι, ένα ψάρι, που μου είχε χαρίσει ένας αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο Μίμης ο Ποδηματάς, από τα Μουσάτα. Το είχε σκαλίσει με το κουτάλι του από ένα κρυμμένο ρiζάρι ελιάς στην Γυάρο, στον τόπο του μαρτυρίου του. Ένα ψάρι.Παλαιοχριστιανικό σύμβολο, που το σχημάτιζαν για να υποδηλώσουν ότι στο μέρος υπάρχουν Χριστιανοί. Ι. Χ.Θ.Υ.Σ (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σ ωτήρ.)
Είχα ρωτήσει τότε τον Μίμη, αν το ήξερε κι αν το είχε σκαλίσει επίτηδες. Μου είχε απαντήσει τότε.
Όταν σε εκείνη την κόλαση, το σώμα γονάτιζε και το μυαλό γονάτιζε, η ψυχή έπρεπε από κάπου να κρατηθεί.
Όταν τον κήδευα, όλη την ώρα κρατούσα το κομπολογάκι του, αιωνία σου η μνήμη αδερφέ μου Μίμη.
Του έδωσα και το κομπολόι, και ένα εικοσάρικο. Δέν ήθελε να το πάρει. Τον παρακάλεσα να μην το πάρει κάτι που θα τον βλάψει. Του είπα ότι θα προσεύχομαι κάθε φορά γι’ αυτόν, να του δίνει δύναμη ο Θεός να ζήσει. Του είπα ότι του χαρίζω το κομποσχοίνι αλλά το κομπολόι το θέλω πίσω. Θα προσεύχομαι να μου το φέρει, όχι μόνος του αλλά με την γυναίκα του και με κάνα κουτσούβελο και να με βρεί και να μου πει. Παπά Ξενοφών με θυμάσαι, εγώ είμαι ο Μιχάλης. Άνθρωπος ζώ, να και το κομπολόι σου.
Τον πήγα μέχρι την πόρτα της Μονής. Δεν μπορούσε να κάτσει. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο.
Και προσευχή. Δεν τον εξέχασα ποτέ, η σχεδόν ποτέ σε κάθε θυσία, στο ιερό θυσιαστήριο γονατισμένος , να μνημονεύω και το Μιχάλη. Έναν κάποιον Μιχάλη.
Και περνάγαν τα χρόνια.
Χωρίς οίκτο .
15 Δεκέμβρη 2014.
Η ημέρα του Αγίου Ελευθερίου. Κάναμε ένα πανηγυράκι το προηγούμενο βράδυ και σήμερα επιστρέψαμε κάτι καρέκλες στο κελι της εκκλησίας, στον Αρχάγγελο στα Βαλσαμάτα. Ανοιξα στα παιδιά του Συλλόγου με τα κλειδιά μου, και αρχίσαμε να τακτοποιούμαι τις καρέκλες και τα τραπέζια. Είχε σκοτεινιάσει από ώρα. Τους παρότρυνα να κάνουν γρήγορα, έπρεπε να κάνουν γρήγορα, ήθελα να πάω στην Αγρυπνία στην Ρακατζή, την μικρή εκκλησούλα δίπλα στη Μητρόπολη. Την περίοδο των 40 ημερών πριν τα Χριστούγεννα τελείτε καθημερινά σε κάποιες εκκλησιές το μυστήριο της Θ. ευχαριστίας, αυτό που ο κόσμος απλά ονοματίζει λειτουργία. Είναι όμορφα, κατανυκτικά, δυο κεράκια όλα κι όλα, το μικρό εκκλησάκι γεμάτο κόσμο, και η κατάνυξη περισσή.
Φτάνω στην εκκλησιά ωρα εννιά περίπου. Έχουν ήδη αρχίσει. Ο πατέρας Γεράσιμος κι ο παπά Διονύσης είναι μέσα στο ιερό και μνημονεύουν εκατοντάδες, ίσως και περισσότερα ονόματα, από χαρτιά, πολλά από αυτά πολυκαιρισμένα, ζώντων και κεκοιμημένων, και ίσως και κάποιων που ενώ τους μνημονεύουμε και δεόμαστε και παρακαλούμε να τους βοηθάει ο Θεός, αυτοί εχουν ήδη φτάσει κοντά του.
Και τα χαρτιά αυτά, μια ιστορία μοναχά τους. Με πόσο πόνο γραμμένα. Και τι ζητούν, ανορθόγραφα τα περισσότερα, γιαγιάδες και ίσως και κάποιοι παπούδες, μανάδες πονεμένες ζητούν από το Θεό να σπλαχνιστεί τον Κώστα, Μαρίνο Παναγιώτα, Τούλα, Μπέμπα, αβάπτιστο. Κι από κάτω πολλές φορές η διευκρίνιση, ανορθόγραφη, απλή.
ΓΙΑ ΝΑΡΚΟΤΙΚΑ / ΗΠΕΡ ΑΝΑΠΑΦΣΕΟΣ /ΑΠΟ ΚΑΡΚΙΝΟ / ΝΑ ΒΡΕΙ ΔΟΥΛΙΑ / ΥΠΕΡ ΑΝΑΡΩΣΕΩΣ / ΓΙΑ ΝΑ ΣΜΙΞΟΥΝ ΣΑΝ ΟΙΚΟΓΕΝΟΙΑ/ ΥΠΕΡ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΥ/ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΣΤΟ Ν ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ/ ΓΙΑ ΚΑΛΑ ΤΑΞΙΔΙΑ/ .
Και άλλα ακόμα πιο σκληρά.
Αγάπη, 5 λευχαιμία /Κωστάκης 8 νεοπλασματική. Και άλλα ακόμα πιο πολύ, γιατί είναι από τα δικά μας τα βιβλιαράκια που ανοίγουμε στο τέλος, και που κάθε όνομα αντιπροσωπεύει και μια ύπαρξη, που την ξέρουμε, της έχουμε μιλήσει, την περάσαμε στο βιβλιαράκι μας, που ο κάθε ιερέας κουβαλάει σε κάθε λειτουργία και το όνομα πλέον, παίρνει πρόσωπο.
Σταύρος 6 (νεανικό γλ.-τύφλωση)/ Διονύσης (καρκίνο).Και μετά να σβύνεις το όνομα και να βάζεις ένα σταυρό. Έχασε τη μάχη.
Μιχάλης (για ζωή απο ναρκ.). Αληθεια… ζεί άραγε; Πάντα η ίδια απορία. Θυμάμαι κι αισθάνομαι έναν κόμπο στο λαιμό. Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, ρίξε μια ματιά και σε ένα σου παιδί, που χάθηκε στο δάσος, πήρε λάθος μονοπάτι.
Τέλειωσε η Θ. Λειτουργία, ασπαζόμαστε αλλήλους και βγαίνουμε έξω. Το κρύο τσουχτερό. Ο κόσμος χαιρετάει, κάποιοι μου φιλάν το χέρι, τόσα χρόνια και ακόμη αισθάνομαι αμηχανία. Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου να βάλω τα πράγματα μέσα, εξώρασο, καλυμμαύχι, τσάντα, και ακούω το κινητό από το ντουλαπάκι να χτυπά. Πάντα το έχω στο ντουλαπάκι όταν πηγαίνω για λειτουργία, πάντα την χειρότερη στιγμή θα χτυπήσει! Η ώρα είναι περασμένες δώδεκα, η αγρυπνία πάντα τελειώνει μετά τα μεσάνυχτα, ποιος να είναι άραγε;
Με ανυπομονησία και κάποιο φόβο, απαντώ.
Θόρυβος και παράσιτα στην άλλη γραμμή.
Ναι. Ποιος.
Ελα παπά Φώντα, ο Γιώργης ο Κακής είμαι.( ο φίλος μου, ο γνωστός στο Πανελλήνιο σκηνοθέτης και Ηθο-Ποιώς, ο άνθρωπος που έχει προσφέρει στην Κεφαλονιά πολλά, ο Δάσκαλος Θεάτρου και Τέχνης, που και δικός μου δάσκαλος κάποτε – στον θάνατο του Εμποράκου – με μαϊνάριζε όπως μόνο αυτός ξέρει, στο δύσκολο ρόλο μου του Εμποράκου.
-Ελα Αδερφέ μου, τι κάνεις, πως είσαι; Του ανταπάντησα.
-Είμαι σε μια αγρυπνία στην Αθήνα, μόλις τελειώσαμε και σε πήρα γιατί κάποιος θέλει να σου μιλήσει, μου απάντησε( ο αγαπητός μου Γιώργης, με την μοναδικότητα της πίστης του, τα απίστευτης ευφυΐας ερωτήματά του και τις πλούσιες Θεολογικές αλλά και Θρησκειολογικές του γνώσεις).
-Ποιος είναι αυτός τον ρώτησα ;
-Παρε τον να μιλήσετε, μου απαντάει και ακούω μια φωνή να μου ουρλιάζει από την άλλη πλευρά.
-ΠΑΤΕΡ, Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΕΙΜΑΙ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ; ΠΑΤΕΡ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΕΡΘΕΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΑΙ Μ’ ΕΒΑΛΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΚΑΙ ΦΑΓΑΜΕ ΜΑΖΙ, ΝΑΙ ΠΑΤΕΡ Ο ΚΑΜΕΝΟΣ, Ο ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΣ, ΠΑΤΕΡ ΖΩ ΠΑΤΕΡ, ΕΙΜΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ, ΠΑΤΕΡ ΚΑΘΑΡΟΣ ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΜΗΝΕΣ ΕΧΩ ΕΝΑ ΓΙΟ ΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΥ, ΑΚΟΥΣ ΠΑΤΕΡ, ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑ ΠΑΤΕΡ ΒΡΗΚΑ ΤΟ ΘΕΟ ΤΗ ΖΩΗ ΠΑΤΕΡ ΑΚΟΥΣ ΘΑ ΣΟΥ ΦΕΡΩ ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΙ ΚΑΠΟΤΕ ΑΚΟΥΣ ΠΑΤΕΡ.
Άκουγα. Αν άκουγα…
Όπως μου είπε ο φίλος μου, ο Γιώργης ο Κακής ο ΗΘΟ-ΠΟΙΟΥΝΤΑΣ (από το ποιώ τα ήθη), έπιασε μέσα σε μια εκκλησιά, από τις εκατοντάδες κουβέντα με έναν απλό ανώνυμο πιστό. Αυτός του είπε για έναν κόμβο ζωής και του ανέφερε το όνομα της εμόν αναξιότητας, που είναι και λίγο δύσκολο και σπάνιο, αλλά και μοναδικο σε ιερέα στην Κεφαλονιά, και ο Γιώργης απλά με πήρε τηλέφωνο.
Έτσι, απλή είναι η Θεία Οικονομία. Έτσι απλά δεν υπάρχουν συμπτώσεις.
Έτσι απλά, με αυτήν την ιστορία που είναι μέχρι το τελευταίο κόμμα, μέχρι την τελευταία τελεία πραγματική, θέλω να απαντήσω σε ένα ερώτημα που μου έγινε πρόσφατα στην τάξη από έναν Διδασκαλό μου.
-Γιατί Πάτερ μου Γίνατε Ιερέας;
Και η απάντηση.
-Γιατί ονειρευόμουν μια τέτοια στιγμή.