Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024
23.2 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Ένας απάνθρωπος ιός και η Φανουρόπιτα

Γράφει ο Πατέρας Ξενοφώντας Ζαρκάδας

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν την άποψη των αρθρογράφων τους και όχι κατά ανάγκη του kefaloniastatus.gr

Πλέον ζούμε σε μια νέα πραγματικότητα. Την εποχή του Κορωναιού. Την εποχή που ο απάνθρωπος αυτός ιός χτύπησε την ανθρωπότητα. Και τον ονοματίζω απάνθρωπο γιατί χτύπησε την ανθρωπιά μας. Κουρέλιασε αξίες, παραδόσεις, συνήθειες, ομορφιές που είχαμε σαν έλλογα πλάσματα, ό,τι όμορφο μας χαρακτήριζε «ανθρώπους». Κοινωνική αποστασιοποίηση, φωνάζουν σαν εντολή στα κανάλια και αγνοούν ότι αυτό στην ουσία είναι «κοινωνική αποξένωση».

Αν κάποιος Γκουγκλάρει τον όρο θα δει σελίδες γεμάτες με το θετικό αποτέλεσμα της κοινωνικής αποστασιοποίησης εν καιρό πανδημίας. Αν ψάξει στις πιο πίσω σελίδες της Προ-Πανδημίας εποχής θα δει τον αρνητισμό και την παθολογία που φανερώνει ο όρος. Τέρμα οι αγκαλιές στα αγαπημένα μας πρόσωπα, τέρμα η σωματική επαφή που τόσο ανακούφιση δίνει, τέρμα η μπύρα που γυρίζει από στόμα σε στόμα στις μπακουροπαρέες, τέρμα το τελευταίο τσιγάρο που μοιράζεσαι με τον κολλητό… Αλλά τώρα με τις μάσκες, τέρμα και η έκφραση του συναισθήματος… Δύσκολα τα χαμόγελα, πνιγμένα. Τέρμα και τα όμορφα έθιμα που μας χαρακτηρίζουν σα λαό, σα Μεσογειακό, θερμό, και ευλαβή λαό. Τέρμα η χαρά να μοιράζεσαι. Να δίνεις απ’ το δικό σου και να σου δίνουν απ’ το δικό τους.

Ένα τέτοιο υπέροχα όμορφο έθιμο χτυπήθηκε και προχθές. Την ημέρα που η Εκκλησία, η πόλη, το χωριό, ο πιστός αλλά και ο «χλιαρός τη πίστη» γιόρταζε έναν «δικό μας» Άγιο. Το Νεοφανέντα μάρτυρα Άγιο Φανούριο. Μα καλά θα πεί κάποιος , τι θα πεί «δικός μας». Οι άλλοι, τόσοι άλλοι μυριάδες μυριάδων, δεν είναι «δικοί μας»; Όλοι είναι δικοί μας μα υπάρχουν και κάποιοι που τους νοιώθεις πιο κοντά. Ο Άγιος Γεράσιμος «μας» που είναι στο στόμα κάθε Κεφαλλονίτη γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Έτσι κι ο Άγιος Φανούριος, που τ’ όνομα κάνει τον συνειρμό στο «Φανερώνω» και «φανέρωση» , είναι Αυτός που θα προστρέξουμε όταν θέλουμε να ζητήσουμε κάτι. Να βρούμε κάτι. Να μας φανερώσει κάτι. Και του τάζουμε και την «πιτούλα» του. Την ευλογημένη «Φανουρόπιτα». Βέβαια αν την πιτούλα που του τάζαμε την έτρωγε ο ίδιος ο Άγιος, τότε η Αγιογραφία του δεν θα τον παρουσίαζε ως έναν ιδιαίτερα νεαρό αδύνατο φαντάρο αλλά μάλλον σαν τον ιδιαίτερα ευμεγέθη Βούδα. Όχι η πιτούλα ευλογείται και μετά κόβεται και μοιράζεται σε όλους. ‘Ολοι τρώνε, όλοι παίρνουν, ευφραίνεται στομάχι και καρδιά.

Το πρωί της Πέμπτης, κάποιο τηλεοπτικό κανάλι, σε ζωντανή σύνδεση με τον Αγιο Φανούριο στο Ίλιον έδειχνε την τελετή – πλέον λόγω covid εκτός ναού – σ’ ένα υπόστεγο, δεκάδες φανουρόπιτες να περιμένουν την «Ευχή». «Ευλογησον τα δωρα ταυτα και τους ταυτα Σοι προσκομίσαντας και παρασχου δε Αγαθε τοις ευτρεπίσασι τους πλακούντα τούτους , πάντα τα εγκοσμια και υπερκόσμια αγαθα Σου». Και υπήρχε ισχυρή Αστυνομική δύναμη και παντού ταμπέλες «Απαγορεύεται να κόβεται και να μοιράζεται τις φανουρόπιτες». Και η αστυνομία να προσέχει άγρυπνος φρουρός μην κάποιος κόψει και δώσει ένα κομματάκι στο συνΑνθρωπό του… Απάνθρωπο…

Κι εδώ η Ιστορία μας. Μια ιστορία που μου διηγήθηκε ο κεκοιμημένος πλέον Ιερέας του ναού στο Ίλιον, Αχιλλέας Παπαδάκης, για μια θαυμαστή μέρα του Αγιου Φανουρίου.

Ηταν ενορίτισα του, ας την ονομάσουμε κυρα Κούλα επίθετο Νίνου, μια κυρά Κούλα της εποχής του μόχθου, των πολέμων της πείνας που πλέον έγινε η κυρά Κούλα η χήρα, η κυρά Κούλα η χαροκαμένη μάνα. Παντρεύτηκε μεγάλη, γεροντοκόρη τη φώναζαν, και απόκτησε ένα γιο σαραντάρα και πλέον… Λίγα χρόνια μετά έχασε τον άντρα της και βολόδερνε να μεγαλώσει τον κανακάρη της. Λεβεντόπαιδο. Νίκος Νίνος. Τον γνώριζα, λίγο μεγαλύτερός μου. Καλό παιδί, σεβαστικό, πήγε στρατό και σκοτώθηκε σε ατύχημα με έκρηξη. Δεκαεννέα χρονών παλικάρι. Όλη η γειτονιά είχε σοκαριστεί τότε…

Τα χρονια περνούσαν κι αυτή είχε βρεί αποκούμπι στην εκκλησία. Τι πίστη Θεέ μου! Να στερείς ό,τι πολυτιμότερο από κάποιον κι αυτός να εξακολουθεί να σε πιστεύει βαθιά. Βοηθούσε και την Εκκλησία, καθάριζε πριν τα πανηγυράκια, γυάλιζε τα καντήλια έκανε ό,τι μπορούσε κι ο ίδιος ο παπά Αχιλλέας θαύμαζε την Ιώβειο υπομονή της. Κι έφτασε μια μερα η γιορτή του Αγίου Φανουρίου. Έκανε την Φανουρόπιτα, δε ζήταγε τίποτα, απλά εθιμοτυπικά, την πήγαινε στην Εκκλησία και μετά την έκοβε και τη μοίραζε «για το συγχώριο».

Την έφτιαχνε λοιπόν σπίτι της, θέλει επτά υλικά η παρασκευή της Φανουρόπιτας, και αυτή δεν είχε καρύδια. Οχούουου!!! στενοχωριόταν – ξέρετε πως κάνουν οι γιαγιούλες όταν κάτι δεν γίνει όπως πρέπει – μαράζωσε. Μέγα ιεροσυλία!!! Φανουρόπιτα χωρίς καρύδια!!! Και ξαφνικά ένα θηρίο ορθώθηκε μέσα της και τα ‘βαλε με το Θεό και με τον Άγιο.
-Από παιδί Σε πιστεύω, τρέχω στις εκκλησιές Σου, Σε διακονώ κι Εσυ μου πήρες άντρα και παιδί. Κι εσένα Άγιε, φτιάχνω την πίτα στην χάρη σου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είναι μάταια, πές μου!!! Φανέρωσέ μου αν υπάρχει κάτι, Φανέρωσέ μου ότι δεν είναι μάταια όλα, Φανερωσέ μου!!! Και δεν σου βάζω καρύδια.!

Ξεκίνησε για την εκκλησιά να πάει την πίτα της από νωρίς, η ευλογία θα γινόταν στον εσπερινό σε μερικές ώρες αλλ΄αυτή πάντα πήγαινε πρώτη-πρώτη την πίτα της μην τυχόν και δε φτάσουν τα τραπέζια και βάλουν την πίτα της κάτω στο πάτωμα… Στην επιστροφή ένα παλληκαράκι της ζήτησε λεφτά να πάρει κάτι να φάει. Ναρκομανής μάλλον. Με πενταβρώμικα ρούχα. Δεν είχε πάνω της χρήματα και ξαφνικά σκέφτηκε ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, δεν έχει να χάσει τίποτα σ’ αυτήν τη ζωή και απλά κάλεσε το παλικάρι σπίτι της.

Του έφτιαξε ό,τι είχε, τον έστειλε να κάνει μπάνιο, του έδωσε καθαρά ρούχα του παιδιού της που φυλαγε τόσα χρόνια ευλαβικά και τον άφησε μόνο του σπίτι της κι έφυγε για τον εσπερινό. Τι είχε να χάσει;;; Τα ελάχιστα υπάρχοντά της ή μια ζωή που δεν ήθελε πλέον;;;

Έφτασε καθυστερημένη λόγω του απροσδόκητου και ο κόσμος πολύς. Προσπαθούσε να δει την πίτα της αλλά… κάτι δεν πήγαινε καλά. Τέλειωσε ο Εσπερινός, ο κόσμος έπαιρνε τις φανουρόπιτές του και τις έκοβε και μοίραζε έξω κι αυτή έψαχνε την δικιά της και την είδε… Αλλά κάτι περίεργο συνέβαινε. Γνώρισε το ταψάκι της αλλά πάνω κάτι υπήρχε.
-Ρε παπά Αχιλλέα τι είναι πάνω στην πίτα μου, ρώτησε με απορία.
-Θα με τρελάνεις βρε Κούλα μου , τόσες πίτες που να ξερω ποια ειν’ η δική σου, αντιγύρισε ο παπάς.
-Να αυτή πρέπει να ‘ναι, αλλά τι έχει πάνω ρώτησε παραξενεμένη
-Α, αυτή! Είπε ο παπάς. Πριν ξεκινήσω τον εσπερινό, μπήκε ένας νεαρός ψηλός στα λευκά ντυμένος, πολύ εντυπωσιακός και ρώταγε για την πίτα της μάνας του. Εγω τον αποπήρα λίγο, που να ξέρω σε τόσες πίτες ποια είναι της μητέρας σου του είπα και μου είπε ότι, να την βρήκα, και κάτι έβαλε πάνω.

Πάνω στην πίτα υπήρχε μια μεγάλη χούφτα με καρύδια. Λιποθύμησε η κυρά Κούλα, την συνέφεραν μερικοί, κάποιοι θέλαν να καλέσουν ασθενοφόρο. Τότε είπε στον παπά Αχιλλέα την ιστορία της. Για την πίτα, για τα λειψά καρύδια, για την οργή της και την απαίτησή της στον Άγιο… Είπε και για το παλληκάρι που φιλοξενούσε.
-Τρελάθηκες μωρή άμυαλη, έβαλες έναν ναρκομανή σπίτι σου, μην πας πουθενά μαζί θα γυρίσουμε σπίτι σου.

Γύρισαν μαζί και με δυο-τρεις άλλους. Άνοιξε η κυρά Κούλα. Τίποτα δε μαρτυρούσε όσα τους είχε διηγηθεί. Ούτε πιάτα στο τραπέζι, ούτε ρούχα αλλαγμένα, κανένα ίχνος άλλης παρουσίας στο χώρο. Σαν να τα είχε ονειρευτεί η γυναίκα. Μόνο ένα βαθούλωμα στο κρεβάτι, ένα σχήμα σαν κάποιος να είχε ξαπλώσει και μια μυρωδιά απροσδιόριστα όμορφη. Έφυγαν αφού την προέτρεψαν να κλειδώσει.

Την Κυριακή δεν ήρθε στην εκκλησία. Μερικές μέρες μετά παρουσία αστυνομίας παραβίασαν την πόρτα. Οκτώ μερες είπε ο ιατροδικαστής ήταν νεκρή. Ο παπά Αχιλλέας με κοίταξε στα μάτια. Μάτια γεμάτα σοφία. Τον γνώριζα από την πρώτη γυμνασίου όταν ήταν καθηγητής μου στη Φυσική και στη Θεολογία.
-Έλαμπε μ’ ένα τέτοιο χαμόγελο που δεν έχω δει ούτε σε ζωντανό, μου είπε. Οκτώ μέρες νεκρή, πέθανε το ίδιο βράδυ κατακαλόκαιρο, και όχι μόνο δε μύριζε Ξενοφώντα, ευωδίαζε…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ