Η φωτογραφία είναι της Φωτεινής Μαραβέγια από τις 27/7/2020 και τον εσπερινό της Αγίας Ειρήνης “Χρυσοβαλάντου” στον Ι.Ν.Παμμεγίστων Ταξιαρχών στα Βαλσαμάτα.
Πάτερ, υπάρχει Θεός;
Δεν υπάρχει κληρικός που να μην έχει δεχτεί αυτή την ερώτηση. Μια ερώτηση που είναι από τη φύση της «αφελής». Πως άραγε περιμένει κάποιος να απαντήσει ένας άνθρωπος που επέλεξε να υπηρετήσει τον Θεό; Μια ερώτηση που κρύβει ανασφάλειες, σκεπτικισμό, άρνηση, φόβο για το αύριο… Μια ερώτηση που πολλές φορές περιμένει μια ανακουφιστική επιβεβαίωση. Κι εμείς ενίοτε δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε…
Πως σε μια απάντηση να κάνεις τον άλλον να δει απ’ τα δικά σου μάτια, να μοιραστείς ένα μεγαλείο που εσύ βλέπεις ξεκάθαρα αλλά ο άλλος αρνείται να δει;
Το συναίσθημα μπορεί να συγκριθεί με αυτό που ένοιωσα κάποτε όταν είδα ένα τυφλό παλληκάρι να κάνει βόλτα σε μια ανθοκομική έκθεση… Πώς να του περιγράψεις τα χρώματα των λουλουδιών; Μπορεί να συγκριθεί με αυτό που ένοιωσα όταν νεαρός πατέρας η μικρή μου κόρη έπαιζε στην παραλία με ένα κοριτσάκι. Η μανούλα της, μια γλυκύτατη Εγγλέζα δεν είχε χεράκια, ή μάλλον, δυο υποτυπώδεις παλαμίτσες ξεφύτρωναν απ’ τις άκρες των ώμων της. Πως να περιγράψει κάποιος σε μια μανούλα την αίσθηση της αγκαλιάς…
Έτσι κι εκείνη την ευλογημένη ημέρα του Οκτώβρη του 14. Δε θα ξαναπώ ότι κάθε ιστορία μου θα είναι πέρα για πέρα αληθινή. Τόσο που δε θα διστάζω κάποιες φορές να βάζω τα πραγματικά ονόματα των ηρώων μου. Κάποιες φορές η Θεία Οικονομία εμφανίζεται με τέτοιο μεγαλείο που επιβεβαιώνεται με τα ονόματα. Γιατί απλά… Δεν υπάρχουν συμπτώσεις…
Ήταν Οκτώβρης του 2014 και όπως κάθε χρόνο στο τέλος της τουριστικής περιόδου μαζευόμαστε η παλιοπαρέα των αγγαρειομάχων, των συνάδελφων σερβιτόρων, όσων δεθήκαμε μέσα από την κοπιαστική αυτή εργασία και την μακροχρόνια συνεργασία, να κάνουμε το καθιερωμένο μας «φαγοπότι» και να θυμηθούμε τα παλιά. Εγώ, παπάς πλέον σχεδόν μια πενταετία, ο Γιάννης ο Παπαδημητρίου ο Σαλωνικιός, ο Νίκος ο Γασπαράτος απ’ τα Ζόλα, ο Ζαχαρίας ο Σταθάτος απ’ το Ξενόπουλο και ο Βασίλης ο Αποστολόπουλος απ’ την Αθήνα. Όλοι κουρασμένα παλληκάρια με το κοντέρ να έχει γράψει ατέλειωτα χιλιόμετρα τρεξίματος…
Η μάζωξη έγινε στο Ξενόπουλο. Η παρέα περίμενε να κάνουμε προσευχή και να ευλογήσω το τραπέζι. Πόση χαρά αισθάνομαι όταν άνθρωποι που συνήθως έχουν… ξεχασμένα… τα του Θεού μου ζητούν ή καλύτερα περιμένουν την προσευχή και την ευλογία…
Φάγαμε μισή στάνη… Ήπιαμε τον Βόσπορο… Κόντευε να σουρουπώσει όταν ο Ζαχαρίας μας ανέβασε σ’ ένα θηριώδες τζιπ χωρίς πινακίδες, παμπάλαιο να μας πάει στο ποτάμι.
– Τι τοπίο όμορφο!!!
Κι εκεί, εν μέσω καπνού, περισυλλογής και μιας Θεϊκής φύσης ο φίλος μου ο Νίκος ο Γασπαράτος απ’ τα Ζόλα στράφηκε προς το μέρος μου και με ρώτησε : «Πάτερ… την αλήθεια… Υπάρχει Θεός;». Πώς να απαντήσεις σ’ ένα φίλο που έχεις οικειότητα δεκαετιών; Πώς να μιλήσεις απλά και περιεκτικά και να τον κάνεις να δει; Ήρθε μια ανάμνηση στο μυαλό μου και άρχισα να μιλώ με στόμα ξένο.
-Άκου Νίκο, εμείς οι παπάδες δουλειά μας είναι να μιλάμε στο Θεό. Κάθε φορά, σε κάθε Θεία Λειτουργία, σε κάθε θυσία που κάνουμε στην πρόθεση. Και κάθε φορά αφουγκραζόμαστε να Τον ακούσουμε για να ατσαλωθεί κι εμάς η πίστη μας. Κι εγώ Τον άκουσα από τις πρώτες φορές σχεδόν.
Κάθε ιερέας, με το που μπαίνει στην Ιεροσύνη φτιάχνει το δικό του «βιβλιαράκι». Ένα βιβλίο που το έχει μέχρι να πεθάνει, γεμάτο ονόματα, τα δικά του ονόματα, ζώντων και κεκοιμημένων, που τα μνημονεύει κάθε φορά. Εκεί έχει γραμμένους φίλους, οικογένειας, δικούς του ανθρώπους που έχει γνωρίσει κι ακόμα κι έχει αντιδικήσει ή και αδικήσει. Και ονόματα όσων έχουν φύγει, σαν την Ασπασούλα, τη γεμάτη χαμόγελο σερβιτόρα που έφυγε από καρκίνο και ποτέ δεν λησμόνησα. Σαν τον παιδικό μου φίλο τον Λάμπρο που ενώ φοβόμαστε ότι θα σκοτωθεί από μηχανή αυτός «έφυγε» με την κοπέλα του στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου… Σαν το Σπύρο, που πέθανε ξαφνικά κι εγώ ήμουν ταξίδι. Του έκανα τα Σαράντα και δεν έκλαψα κι όταν πήγα να λειτουργήσω κι άνοιξα το βιβλίο κι έπρεπε να τον «σβήσω» απ’ τους ζώντες και να τον βάλω στους κεκοιμημένους… έκλαψα σα να τον έθαβα εκείνη την στιγμή…
Έτσι λοιπόν είχα αρχίσει να γράφω το βιβλίο αυτό και να φέρνω στο μυαλό μου ανθρώπους που θα σκέπαζαν οι ευχές μου και θα συνόδευαν οι δεήσεις μου… Και θυμήθηκα τον Αντωνάκη…
Ήμουν στην εφηβεία, 15χρονο τσιναράκι κι ερωτευμένος με τη Δημητρούλα, μια γειτονοπούλα ένα χρόνο μικρότερή μου, ένα σύρμα χώριζαν τα εξοχικά μας στη Λούτσα. Εκείνο το ξημέρωμα Κυριακής δεν είχα κλείσει μάτι απ’ την προσμονή, θα πηγαίναμε με τον πατέρα μου με τη μηχανή στο καλύβι μας το φτιαγμένο από ελενίτ και μόχθο… Εκείνο το ξημέρωμα χτύπησε το τηλέφωνο βάναυσα. Ήταν τα πικρά μαντάτα … Πέθανε ξαφνικά ο Αντωνάκης. Έτσι τον λέγαν όλοι, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, πάντα χαμογελαστός, ο πιο μικρός από την παρέα του πατέρα μου κι ο πρώτος που έφυγε για το μεγάλο ταξίδι… Αγωνιστής, απεργίες, ξύλο με τους απεργοσπάστες απολυμένος πολλές φορές, άφηνε πίσω του τη γυναίκα του, την κυρα Τασία και δυο γιούς που τότε κάναμε παρέα, το Μιχάλη και το Νίκο…
– Θα πάμε στη Λούτσα υπενθύμισα στον πατέρα μου!
-Πέθανε ο φίλος μου!!! μου φώναξε ικετευτικά.
– Θα πάμε στη Λούτσα, μου το είχες υποσχεθεί αντιφώνησα εγώ ανένδοτος.
Τσακωθήκαμε άσχημα κι εγώ ήμουν τόσο σκληρός όπως μόνο ένας ερωτευμένος έφηβος μπορεί να γίνει.
Με πήγε στη Λούτσα τελικά και με άφησε να γυρίσω μόνος μου… Η Δημητρούλα δεν είχε πάει εκείνη την Κυριακή… Έτσι λοιπόν, θυμήθηκα τον Αντωνάκη, τον έγραψα στο βιβλιαράκι μου με τύψεις κατά τριανταπέντε χρόνια καθυστερημένες, κι άρχισα να τον μνημονεύω… Τον Αντωνάκη… Έναν άνθρωπο κομμουνιστή, με δυο παιδιά στα χνάρια του, έναν γιο, το μεγάλο, που σπούδαζε Ιταλία(;), κι ο Αντωνάκης παραπονιόταν ότι ήταν αναρχικός κι ο πατέρος μου τον πείραζε. Μια γυναίκα κι αυτή στο κόμμα… άραγε θα του είχαν κάνει ποτέ κάνα τρισάγιο στο όνομα του, κάνα μνημόσυνο; Και τον μνημόνευα από τότε. Και μια μέρα – ήμουν εβδομαδιαία εφημερία στον Αγιά Γεράσιμο – χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν η μάνα μου.
-Αγόρι μου να προσέχεις μου είπε ταραγμένη. Βλέπω συνέχεια στον ύπνο μου ένα φίλο μας απ’ τα παλιά, πεθαμένο πολλά χρόνια να μου χαμογελάει και να μου λέει: «Πίτσα.. (έτσι φωνάζουν τη μάνα μου) να χαίρεσαι τον γιό σου»!! Ναι ρε μάνα, το ξέρω, της είπα σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Βλέπεις τον Αντωνακη τον Μποφίλιο, συνέχισα την αφήγηση μου, και σχεδόν λιποθύμησε η μητέρα μου. Αυτή ήταν και η φωνή που αφουγκραζόμουν να ακούσω, ένα σημάδι ότι Αυτός με ακούει, κι αυτή την απάντηση σου δίνω στην ερώτησή σου αν υπάρχει Θεός, είπα στο φίλο μου.
Πώς τον είπες;;; Ανασηκώθηκε ο Νίκος ο Γασπαράτος απ’ τα Ζόλα -Αντώνη Μποφίλιο είπα εγώ, η Νατάσσα η Μποφίλιου η τραγουδίστρια είναι εγγονή του, μάλλον κόρη του Νίκου του μεγάλου γιού είπα.
-Ρε παπά… ΕΙΝ’ ΑΝΗΨΙΑ ΜΟΥ, μου είπε ο Νικος ο Γασπαρατος απ’ τα Ζόλα!!! Σε μένα, που μεγαλωσα στα Νέα Λιόσια, και η ιστορία που μόλις είχα διηγηθεί είχε ήρωα έναν 35 χρόνια νεκρό άνθρωπο απ’ τη Νέα Φιλαδέλφεια…
-Η πρώτη μου ξαδέρφη παντρεύτηκε τον πατέρα της, η γιαγιά της η κυρά Τασούλα έχει έρθει Κεφαλονιά, η Νατάσσα η Μποφίλιου ειν’ ανιψιά μου, είπε αποσβολωμένος!!!
Είχα ανατριχιάσει… Έτσι απλά δεν υπάρχουν συμπτώσεις… Έτσι απλά η Θεία Οικονομία αποκαλύπτεται…
-Πάτερ την αλήθεια… Υπάρχει Θεός;;;