Θεομηνία… Η μήνις του Θεού. Η οργή του Θεού είναι η φράση που φανερώνει το μέγεθος μιας μεγάλης φυσικής καταστροφής. Όχι ότι ο Θεός την προκάλεσε. Ίσως με απορία σκεφτόμαστε, «μα γιατί την επέτρεψε;»… Είμαστε πολύ μικροί όλοι μας μπροστά στη δύναμη της φύσης, της πλάσης… Είμαστε τόσο μα τόσο αδύναμοι αλλά και τόσο υπεροπτικά δυνατοί. Ζούμε και δημιουργούμε χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας το μέλλον παρά μόνο το εφήμερο παρόν. Αυτοί είμαστε. Και το χειρότερο… Μας αρέσουμε…
Οργή Θεού… Το μόνο που μπορεί να συγκριθεί με την οργή Του είναι η οργή του λαού. Έτσι θέλει η λαϊκή ρύση. Φωνή Λαού Οργή Θεού. Μόνο που ο δύσμοιρος λαός ξεχνά, συγχωρεί και ξανακάνει τα ίδια και τα ίδια λάθη. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Και μετά «γλύφει τις πληγές του».
Έχει ένα αποκούμπι ο λαός, ένα απάγγειο. Την πίστη του. Τον δικό του Άγιο, το οικείο πρόσωπο που προστρέχει, ζητά , φωνάζει, προσεύχεται, παρακαλά. Εδώ στην ευλογημένη Κεφαλονιά ενίοτε βρίζει κιόλας… Το δικό του Άγιο. Προστάτη, φίλο, συγγενή, πατέρα και πολλές φορές Αυτόν που ξεσπά με οργή και τελικά καταλήγει να κλαίει στον «ώμο» Του…
Πόσο κλάμα κι απόγνωση δέχτηκε άραγε τόσες μέρες… Και η απορία… «Μα γιατί το επέτρεψε;». Άνοιξα το φέησπουκ και με υποδέχτηκε σαν καλημέρα ένα χιουμοριστικό κειμενάκι… Μου προκάλεσε ένα αχνό μειδίαμα και μια έντονη δυσαρέσκεια. Το κειμενάκι έγραφε : Και βγήκε ο Αρχιεπίσκοπος στην Πάτρα και είπε : «ΔΟΞΑ ΤΟ ΘΕΟ ΕΔΩ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ ΜΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ». Δηλαδή ο Άγιος Διονύσιος κι ο Άγιος Γεράσιμος πίνανε τσίπουρα; Ρωτούσε ο συντακτης του κειμένου.
Η απάντηση μου ήρθε πρωί-πρωί όταν φίλος Ιερέας από τη Δράμα τηλεφώνησε να μάθει για τις πληγές μας. «Παπά μου, είπε, πραγματικά θαυμαστό το γεγονός ότι ούτε σε τέτοιο σεισμό όπως του ‘14 αλλά ούτε και σε τέτοια Θεομηνία τώρα, δε θρηνήσατε ούτε ένα θύμα, ούτε εσείς ούτε η Ζάκυνθος»… Το μυαλό μου έπλασε μια εικόνα δυο Αγίων να έχουν σκεπάσει με τα άμφιά τους τα δυο νησιά… Ετσι απαντά η Θεία Οικονομία, απλά και άμεσα. Και τώρα η ιστοριούλα μας…
Η πλημμύρα, ο χείμαρρος, το ποτάμι, το υγρό αυτό θεριό που ευθύνεται για τόσους και τόσους θανάτους… Και η Ελλάδα ξέρει απ’ αυτό το θεριό. Ενίοτε το φοβάται και το σέβεται σαν το γιοφύρι της Άρτας κι ενίοτε το κοροϊδεύει περιπαιχτικά κι ανεγκέφαλα σαν παιδί που πετάει πέτρες στη θάλασσα, όπως αυτοί που μπαζώνουν ρέματα και κτίζουν δίπλα στις ουλές που ανοίγει στις σάρκες της γης το νερό. Το νερό που αχόρταγα καταπίνει ζωές και περιουσίες. Και τις πιο πολλές φορές θύμα είναι ο φτωχούλης του Θεού. Αυτός που δεν είχε να πάρει καλύτερο οικόπεδο πιο μακριά απ’ το ποτάμι, αυτός που δειλά-δειλά αυθαιρέτησε γιατι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αυτός που δε ζει στα προνομιακά προάστια.
Έτσι και στην Αττική, μια μαύρη μέρα του 1961, 43 άνθρωποι νεκροί και οι περισσότεροι απ’ τα Δυτικά προάστια, Νέα Λιόσια, Μενίδι, Άγιοι Ανάργυροι, Περιστέρι… Στη γειτονιά μου έπνιξε επτά το ρέμα του Μιχελή. Αγέννητος εγώ, αλλά κάθε φορά που έβρεχε με μανία και τα νερά περνούσαν από τρύπες και χαραμάδες κι εμείς τρέχαμε με λεκάνες και κατσαρόλες, πάντα άκουγα την ίδια ιστορία. Την ιστορία με το θαύμα του Αγίου Νικολάου.
Φτωχόσπιτα, πλίθινα τα περισσότερα, δυο κάμαρες κι ένα κουζινάκι, συνήθως ο καμπινές έξω δυο-τρία βήματα μέσα στην αυλή. Αυλές καθαρές, φροντισμένες, με τα βασιλικά και τα γεράνια στις βαμμένες γλάστρες. Το πολύτιμο νερό απ’ τη στέρνα του Μπίμπιζα όταν είχε διακοπή η ΟΥΛΕΝ. Κάποιοι μεγαλοπιασμένοι της γειτονιάς το λέγαν με καμάρι : «Εμείς, με το που χτίσαμε βάλαμε ΟΥΛΕΝ»… Το πολύτιμο αγαθό του Θεού, το νερό, κάποτε υπήρχε ως αντικείμενο κοινωνικής προβολής…
Και ήρθε η μαύρη εκείνη μέρα που ο ουρανός σείστηκε κι αγριεμένα ξέρασε μυριάδες μυριάδων τόνους νερού στον ανυπεράσπιστο κόσμο. Και φούσκωσε ο Μιχελής και παρέσυρε ζωές και περιουσίες και μετέτρεψε σε λάσπη τις παράγκες του κόσμου. Στο διάβα του βρήκε και την παράγκα της Κατερίνας, της τρελής, μιας απροσδιορίστου ηλικίας γυναίκας που έπινε και τριγύρναγε ζητώντας τσιγάρα απ’ τους θαμωνες του καφενείου. Πήρε το σπίτι της αλλά όχι και την ίδια. Πήρε το σπίτι της με τα λιγοστά της υπάρχοντα κι αυτή γέλαγε όταν καθάρισε η μπόρα κι ήρθε ο κόσμος να βοηθήσει. Γέλαγε κι έδειχνε τον τοίχο του σπιτιού της που ξεκόλλησε, έκανε μια ολόκληρη στροφή, γύρισε το μέσα έξω κι έπεσε πάνω στο διπλανό σπίτι σα να «ακούμπησε» πάνω του. Κάλυψε την πλευρά που ήταν το παράθυρο, και το νερό που έτρεχε κτύπαγε πάνω του και λοξοδρομούσε. Ένα σπιτάκι απείραχτο γιατί ένας τοίχος το είχε «αγκαλιάσει» και το προστάτευε.
Μια μάνα που ούρλιαζε σπαρακτικά. Ο χαμός τη βρήκε να ξενοπλένει στα πλούσια προάστια κι είχε φύγει μέσα στην καταιγίδα για να έρθει στο μωρό της που είχε αφήσει μόνο, με τις φασκιές ακόμη, ούτε να κουνηθεί δεν μπορούσε το μωράκι της – γι’ αυτό ήταν δα και οι φασκιές – κι έφτασε ουρλιάζοντας απ’ την αγωνία. Μπήκαν στο σπίτι, η τρελή κυρά Κατερίνα γέλαγε κι έδειχνε στην κάμαρη. Κάτω απ’ το ανοιχτό παραθύρι που είχε ξηλωθεί μαζί με τα πατζούρια ήταν η κούνια του μωρού γεμάτη νερά και σκουπίδια. Το παραθύρι είχε φράξει απ’ τον τοίχο της κυρά Κατερίνας, κι ακριβώς πάνω στ’ άνοιγμα που κανονικά θα υπήρχε το παράθυρο, ο εσωτερικός τοίχος του διπλανού σπιτιού με τον Άγιο Νικόλα πάνω απ’ το κεφαλάκι του βρέφους.
Αν δεν είχε φύγει ο τοίχος να λειτουργήσει ως «φράγμα» στην ορμή του νερού, το σπιτάκι θα είχε καταρρεύσει. Αν δεν είχε σταθεί με τον τρόπο που στάθηκε, τα νερά θα είχαν μπει απ’ το ξηλωμένο παραθύρι και θα πνίγαν το μωρό. Κι ο τοίχος γύρισε έτσι που η εικόνα του Αγίου φαινόταν καθαρά ότι προστάτευε το μικρό Νικολάκη, βαφτισμένο μόλις ένα μήνα πριν, δυο μέρες πριν φύγει για μπάρκο με το καράβι ο ναυτικός πατέρας του….