Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
17 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Το φαινόμενο Airbnb στην πόλη: Επιπτώσεις & προοπτικές στη μετά-Covid εποχή

Το βιβλίο Το Airbnb στην πόλη των Δημήτρη Μπαλαμπανίδη, Εύας Παπατζανή και Δημήτρη Πέττα (2021, Εκδόσεις Πόλις) συνιστά μια ολοκληρωμένη αποτύπωση της ερευνητικής προσπάθειας των συγγραφέων να παρουσιάσουν την εξέλιξη του συγκεκριμένου φαινομένου στην Αθήνα, ενώ παράλληλα θίγει επίκαιρα ζητήματα που απασχολούν τόσο την ερευνητική κοινότητα όσο και ευρύτερα το δημόσιο διάλογο γύρω από τη φύση του Airbnb, τις επιπτώσεις του στην οικονομία, την κοινωνία και τον αστικό χώρο αλλά και τους τρόπους διαχείρισής του με βάση και τη διεθνή εμπειρία.

Οι συγγραφείς του βιβλίου μιλούν στο ΕΝΑ επιχειρώντας να εμπλουτίσουν το διάλογο για το αν το Airbnb αποτελεί περισσότερο ευκαιρία ή απειλή, σε άμεση συνάφεια με την προσπάθεια του Ινστιτούτου να χαρτογραφήσει ορισμένες από τις διαστάσεις του φαινομένου το οποίο συνδέεται – μεταξύ άλλων – άμεσα με τον τουρισμό και το δημόσιο χώρο.

* Συνέντευξη στην Αγγελική Μητροπούλου, επιστημονική συνεργάτιδα ΕΝΑ


Πώς ένα βιβλίο όπως το δικό σας συμβάλλει στη γενικότερη και πιο σφαιρική κατανόηση των σύγχρονων πόλεων αλλά και τάσεων που τις επηρεάζουν έντονα όπως η διαμόρφωση υψηλών τιμών στα ακίνητα;

Το βιβλίο εστιάζει μεν στο φαινόμενο Airbnb, στις πολλαπλές σημασίες του και στις πολλαπλές επιπτώσεις του στην οικονομία, στην κοινωνία και στον (αστικό κυρίως) χώρο, χωρίς όμως να το απομονώνει. Το φαινόμενο Airbnb εξετάζεται σε σύνδεση με πολλούς άλλους παράγοντες που διαμορφώνουν και εξηγούν τη σύγχρονη πραγματικότητα στις ελληνικές πόλεις και ειδικά στην πόλη της Αθήνας. Ούτε συνδέεται με απολύτως πρωτόγνωρους αστικούς μετασχηματισμούς, ούτε αποτελεί μοναδικό ερμηνευτικό παράγοντα.

Ως προς τη διαμόρφωση όλο και υψηλότερων τιμών ενοικίων και ακινήτων, που αποτελεί μία από τις πιο κοινώς αναγνωρισμένες συνέπειες του Airbnb, χρειάζεται να συνυπολογίσει κανείς το επιθετικό επενδυτικό ενδιαφέρον που προκαλούν οι διαβεβαιώσεις για έξοδο από την κρίση και για αναθέρμανση της real estate αγοράς, τα διαθέσιμα χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων και η απελευθέρωση των πλειστηριασμών, οι θεσμικές διευκολύνσεις που παρέχονται σε μικρούς έως μεγάλους επενδυτές όπως αυτές που περιλαμβάνει το πρόγραμμα Golden Visa ή οι εξαγγελίες αλλά και η υλοποίηση αστικών αναπλάσεων όπως αυτές στον Φαληρικό Όρμο ή στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού. Πρόκειται για εξελίξεις που διαμορφώνουν μία νέα, έστω και τεχνητά, υψηλή ζήτηση στην αγορά ενοικίων και ακινήτων, η οποία με τη σειρά της πιέζει τις τιμές όλο και ψηλότερα.

Όσο για τον εκτοπισμό των πιο ευάλωτων πρωτίστως νοικοκυριών από τη γειτονιά τους, μία ακόμα συνέπεια του Airbnb που έχει απασχολήσει έντονα τη δημόσια συζήτηση, αυτός δεν είναι καθόλου άσχετος με την αυξημένη στεγαστική επισφάλεια και τις οξυμένες στεγαστικές ανισότητες που προκάλεσε η τόσο σύνθετη και επίμονη κρίση,  τη διαχρονική απουσία αποφασιστικών κοινωνικών στεγαστικών πολιτικών ή  τις ασφυκτικές συνθήκες διαβίωσης που έχουν διαμορφωθεί στις κεντρικές κυρίως γειτονιές της πόλης, όπως η έλλειψη πρασίνου και ο θόρυβος, η μειωμένη προσβασιμότητα, η απουσία στοιχειώδους αστικού εξοπλισμού και η συνολικότερη υποβάθμιση του δημόσιου χώρου.

Τέλος, η διάδοση του Airbnb δεν εξηγεί από μόνη της τη βίαιη μεταμόρφωση ορισμένων (κεντρικών κυρίως) γειτονιών της πόλης και τον κίνδυνο μετατροπής τους σε μονοθεματικές περιοχές, με τη γνωστή επέλαση από hipster καταστήματα λιανικού εμπορίου, gourmet εστιατόρια, μπαρ και καφέ à la berlinoise. Ως προς την εξέλιξη αυτή, ας λάβουμε υπόψη και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται ευρύτερα το (κυρίαρχο) καταναλωτικό γούστο, τόσο των μόνιμων κατοίκων όσο και των επισκεπτών, μέσα από νέες προτάσεις της αγοράς και νέες όψεις της μαζικής κουλτούρας που διαμορφώνουν σήμερα, μαζί με όσα ήδη αναφέραμε, τόσο την εικόνα των πόλεων όσο και την πραγματική καθημερινή εμπειρία σε αυτές.

Ποιες είναι οι κυριότερες «εσκεμμένες παρανοήσεις» αναφορικά με το Airbnb και πώς αυτές επιδρούν στην κατανόηση και θεσμική διαχείριση του φαινομένου;

Οι παρανοήσεις που κυριαρχούν, εσκεμμένα ή αφελώς, γύρω από το φαινόμενο Airbnb αποτέλεσαν βασικό έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου, το οποίο επιχειρεί να εντοπίσει τις κυριότερες από αυτές και να τις αποσαφηνίσει. Ξεκινώντας από την πιο συνήθη ίσως παρανόηση, λέγεται συχνά ότι τα περίπου 130.000 ακίνητα που διατίθενται για βραχυχρόνια μίσθωση μέσα από την πλατφόρμα της Airbnb στην Ελλάδα δεν αποτελούν τόσο κρίσιμο και ανησυχητικό μέγεθος για το σύνολο μιας χώρας. Η παρατήρηση αυτή θα ευσταθούσε στην υποθετική μόνο περίπτωση που είχαμε να κάνουμε με ένα χωρικά και κοινωνικά ουδέτερο φαινόμενο ενώ, στην πραγματικότητα, το Airbnb αναπτύσσεται με (γεωγραφικά και κοινωνικά) ιδιαίτερα άνισο τρόπο. Με βάση τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, προκύπτει ότι τις μεγαλύτερες πιέσεις από το Airbnb δέχεται η Περιφέρεια Αττικής (πρωτίστως οι πιο κεντρικές, προσβάσιμες και αυξημένου τουριστικού ενδιαφέροντος γειτονιές του κεντρικού Δήμου Αθηναίων αλλά και οι περιοχές υψηλής τουριστικής ζήτησης κατά μήκος του νοτιοανατολικού παραλιακού μετώπου) και, στη συνέχεια, οι διαχρονικά δημοφιλείς νησιωτικοί τουριστικοί προορισμοί, όπως η Σαντορίνη, η Μύκονος, η Ρόδος και η Κρήτη.

Τα μεγαλύτερα οφέλη από την Airbnb δραστηριότητα αντλούν οι μεσαίες έως ανώτερες εισοδηματικές κατηγορίες (που διαθέτουν τα πιο προνομιακά Airbnb ακίνητα στις πιο προνομιακές περιοχές) ενώ τις πιο σοβαρές συνέπειες υφίστανται οι πλέον ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Ιδιαίτερα διαδεδομένη παρανόηση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, συνιστά επίσης η κατανόηση του Airbnb ως μίας πρακτικής που εντάσσεται στο πλαίσιο της περίφημης «οικονομίας του διαμοιρασμού». Στην πραγματικότητα, όμως, η πρακτική του Airbnb έχει απομακρυνθεί σημαντικά από την αρχική ιδέα της πρόχειρης μίσθωσης ενός υπνοδωματίου (ή απλώς και μόνο ενός στρώματος ύπνου) εντός του διαμερίσματος στο οποίο διαμένει και ο ίδιος ο εκμισθωτής. Στη συντριπτική πλειοψηφία των Airbnb μισθώσεων σήμερα, δεν έχουμε να κάνουμε με το μοίρασμα του οικιακού χώρου ενός οικοδεσπότη με έναν επισκέπτη, αλλά με τη μίσθωση ολόκληρου του ακινήτου για σύντομο χρονικό διάστημα. Μάλιστα, το Airbnb εξελίσσεται πια σε μία όλο και πιο «επαγγελματοποιημένη» δραστηριότητα, μέσα από την οποία προσφέρεται στον επισκέπτη μία επιμελώς οργανωμένη και ολοκληρωμένη τουριστική εμπειρία (υποδοχής, διαμονής, ξενάγησης, συμμετοχής σε δραστηριότητες κλπ.), παρόμοια με αυτήν που διαχρονικά προσφέρουν τα παραδοσιακά τουριστικά καταλύματα. Επομένως, δεν έχουμε να κάνουμε με (βραχυχρόνιες) αστικές μισθώσεις ακινήτων (όπως όταν μισθώνει κανείς το διαμέρισμά του), αλλά με μία ξεκάθαρα πια επιχειρηματική δραστηριότητα (όπως όταν μισθώνει κανείς ένα τουριστικό κατάλυμα).

Οι παραπάνω παρανοήσεις δεν αναπαράγονται απλώς μέσα από τη σχετική δημόσια συζήτηση αλλά εμπεδώνονται και θεσμικά, στην περίπτωση της Ελλάδας μέσα από τον ισχύοντα Νόμο 4472 του 2017. Οι αστοχίες στη θεσμική ρύθμιση του φαινομένου Airbnb, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες του εξωτερικού, συνοψίζονται στα εξής: α) θεσμοθετούνται οριζόντια μέτρα και όχι μέτρα με χωρική εξειδίκευση, με έμφαση δηλαδή στις περιοχές που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις από την Airbnb δραστηριότητα, β) η Airbnb δραστηριότητα τοποθετείται ακόμα στο πλαίσιο της «οικονομίας του διαμοιρασμού» και όχι στο πλαίσιο της «οικονομίας πλατφόρμας», μίας απολύτως αναπτυγμένης και σύνθετης οικονομίας που διαφεύγει μέχρι σήμερα σε σημαντικό βαθμό τη θεσμική ρύθμιση (πίσω από το παραπέτασμα της «οικονομίας του διαμοιρασμού») και γ) η Airbnb δραστηριότητα νοείται ακόμα και αντιμετωπίζεται ως αστική μίσθωση ακινήτου και όχι ως μίσθωση τουριστικού καταλύματος ενώ, τις περισσότερες φορές πια, περί αυτού πρόκειται.

Πώς συμβάλλουν μελέτες όπως η δική σας στο σχεδιασμό αποτελεσματικών εφαρμόσιμων πολιτικών;

Πολύτιμο οδηγό για το σχεδιασμό κατάλληλων πολιτικών αποτελεί καταρχάς η κατανόηση του φαινομένου Airbnb πέρα από κυρίαρχες παρανοήσεις όπως αυτές που σχολιάστηκαν προηγουμένως και, μέσα από αυτήν, η κριτική αποτίμηση των μέχρι σήμερα δοκιμασμένων ρυθμιστικών παρεμβάσεων. Επιπλέον, η διεθνής εμπειρία προσφέρει ποικίλα χρήσιμα παραδείγματα «καλών πρακτικών», ορισμένα από τα οποία παρουσιάζονται αναλυτικά στο βιβλίο.

Εξέχον παράδειγμα αποτελεί το «Ειδικό Σχέδιο για την Τουριστική Διαμονή» που έθεσε πρόσφατα σε εφαρμογή η Βαρκελώνη και που επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις αρνητικές συνέπειες του Airbnb όχι μέσα από οριζόντια μέτρα, αλλά μέσα από ρυθμίσεις με χωρική εξειδίκευση, δηλαδή διαφορετικούς (ήπιους έως αυστηρούς) περιορισμούς ανάλογα με την πίεση που δέχεται από το Airbnb κάθε επιμέρους περιοχή της πόλης. Εντωμεταξύ, πρόκειται για ένα σχέδιο για την «Τουριστική Διαμονή» και όχι, γενικώς, για τη «βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού» (όπως στην περίπτωση του σχετικού νόμου στην Ελλάδα). Η Βαρκελώνη περιγράφει τα Airbnb ακίνητα ως «καταλύματα για τουριστική χρήση» και διακρίνει τη βραχυχρόνια μίσθωσή τους από την «αστική μίσθωση ακινήτου». Στο ίδιο πνεύμα, το Παρίσι περιγράφει την πρακτική του Airbnb ως «εμπορική δραστηριότητα», διακριτή από την «αστική μίσθωση ακινήτου», και επιβάλλει την αλλαγή χρήσης του ακινήτου από «χρήση κατοικίας» σε «χρήση εμπορίου», εάν βέβαια αυτό προβλέπεται στη συγκεκριμένη περιοχή της πόλης. Τέλος, το Βερολίνο, ακολουθώντας έναν ακριβή ορισμό της «οικονομίας του διαμοιρασμού», αναγνωρίζει το Airbnb ως διαμοιρασμό (και το επιτρέπει χωρίς υποχρέωση αδειοδότησης και χωρίς κανέναν περιορισμό) μόνο στην περίπτωση που ο εκμισθωτής διαμένει εντός του ακινήτου, μοιράζεται δηλαδή πραγματικά τον οικιακό του χώρο με τον επισκέπτη.

Σε συνδυασμό με τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις που δοκιμάζονται ειδικά για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του Airbnb, απαραίτητες κρίνονται και οι πολιτικές πρωτοβουλίες που εντάσσονται σε μία συνολικότερη (κοινωνική) πολιτική για τη στέγαση του πληθυσμού ή/και σε μία συνολικότερη πολιτική για την ανάπτυξη του τουρισμού, πολλές από τις οποίες επίσης παρουσιάζονται αναλυτικά στο βιβλίο. Ενδεικτικά, με στόχο την πρόσβαση των μόνιμων κατοίκων και ειδικά των πιο ευάλωτων νοικοκυριών σε προσιτή κατοικία, το κρατίδιο του Βερολίνου προέβη πρόσφατα στην επανακρατικοποίηση κάποιων εκατοντάδων διαμερισμάτων προκειμένου να συγκρατηθούν χαμηλά οι τιμές ενοικίων. Στο ίδιο πνεύμα, ο Δήμος Παρισίων θεσμοθέτησε το 2019 την (προσωρινή) κατάληψη εγκαταλελειμμένων χώρων που ανήκουν σε δημόσιους ή σε ιδιωτικούς φορείς ενώ η Δήμος Λισαβόνας, με αφορμή την εμπειρία της πανδημίας, αποφάσισε να επιδοτήσει τους ιδιοκτήτες ακινήτων στο κέντρο της πόλης προκειμένου να διαθέσουν ξανά τα ακίνητά τους στην αγορά της (συμβατικής) μακροχρόνιας μίσθωσης σε νοικοκυριά που αναζήτησαν προσιτή κατοικία σε μακρινές περιοχές και ειδικά σε εργαζόμενους σε τομείς ζωτικής σημασίας. Μάλιστα, ο Δήμος Λισαβόνας συνδέει την εν λόγω πρωτοβουλία όχι μόνο με την προσπάθεια προσέλκυσης των μόνιμων κατοίκων σε ένα προσιτό κέντρο πόλης αλλά και με την προσπάθεια εφαρμογής ενός βιώσιμου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης, πράγμα που θέτουν πια ως προτεραιότητα πολλές ακόμα πόλεις του κόσμου που δέχονται ασφυκτικές πιέσεις από τον τουρισμό.

Η περίπτωση της Αθήνας παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον, λόγω του ιδιαίτερου τοπικού πλαισίου αναφοράς σε σχέση με εκείνο άλλων πόλεων του εξωτερικού, με κρίσιμα διαφοροποιητικά στοιχεία τις ιστορικές διαδικασίες αστικής ανάπτυξης και την τρέχουσα συνθήκη μιας πολυεπίπεδης και συνεχιζόμενης κρίσης, η οποία αποκτά νέα διάσταση με την επέλαση από την πανδημία. Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της Αθήνας που της προσδίδουν ένα αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο θέμα; Η έρευνά σας μπορεί –υπό προϋποθέσεις– να επεκταθεί και σε άλλες ελληνικές πόλεις και περιοχές;

Η πόλη της Αθήνας προσέλκυσε πράγματι αυξημένο ειδικό ερευνητικό ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια της πολυετούς πια και συνεχιζόμενης κρίσης, η οποία έλαβε μεταξύ άλλων και διαστάσεις κρίσης στον τομέα της στέγασης. Μέσα από έναν σημαντικό αριθμό σχετικών επιστημονικών μελετών, διαπιστώθηκε δραματική αύξηση της στεγαστικής επισφάλειας για ένα ευρύ φάσμα του πληθυσμού και, μέσα από αυτήν, όξυνση των στεγαστικών ανισοτήτων, με χαρακτηριστικές εκφράσεις την πρωτοφανή αύξηση του αριθμού των (νέο)αστέγων, την αύξηση του στεγαστικού κόστους, τις εξώσεις, τα κόκκινα δάνεια και τους πλειστηριασμούς, την αναγκαστική επιστροφή νέων στη γονεϊκή εστία, τη στεγαστική υπερπληρότητα, την ενεργειακή φτώχεια κλπ.

Στην επιδείνωση των στεγαστικών συνθηκών του πληθυσμού και των στεγαστικών ανισοτήτων συνέβαλε και το ξέσπασμα της πανδημίας, πλήττοντας με εμφανώς άνισο τρόπο πρωτίστως τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, τους μετανάστες και τις μετανάστριες, τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, τους ανέργους και τους εργαζόμενους σε συγκεκριμένους επαγγελματικούς τομείς. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το φαινόμενο Airbnb προκάλεσε ιδιαίτερη (ερευνητική και όχι μόνο) ανησυχία, καθώς πρόσθεσε επιπλέον δυσκολίες στην εύρεση στέγης γενικώς και, κυρίως, σε προσιτές τιμές (ειδικά σε κεντρικές γειτονιές της Αθήνας), πλήττοντας ξανά πρωτίστως τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Παράλληλα, βέβαια, στην περίπτωση νοικοκυριών με οικονομικές δυσκολίες, η εκμίσθωση ενός ή περισσότερων Airbnb ακινήτων που μπορεί να διαθέτουν πρόσφερε ζωτικής σημασίας διέξοδο από την κρίση, μία πραγματικά σωτήρια στρατηγική επιβίωσης. Η διττή σημασία του Airbnb στην Αθήνα της κρίσης, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, αποτελεί μία από τις πιο ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες διαστάσεις του ζητήματος, ενώ καθιστά και ιδιαίτερα σύνθετη την κατανόηση και την αντιμετώπισή του.

Ως προς την οργάνωση και το χαρακτήρα της πόλης συνολικά, το Airbnb προσέλκυσε ιδιαίτερα το ερευνητικό ενδιαφέρον λόγω του κινδύνου που ήδη αναφέρθηκε, να μετατραπούν δηλαδή ορισμένες περιοχές σε μονολειτουργικές ζώνες κατανάλωσης και αναψυχής και να εκτοπιστούν από αυτές πρωτίστως οι οικονομικά ασθενέστεροι κάτοικοι, εξαιτίας της επέλασης από τον τουρισμό και το σύγχρονο lifestyle που τον συνοδεύει. Πρόκειται για εξελίξεις που περιγράφονται σήμερα στη διεθνή βιβλιογραφία με τους όρους «υπερτουρισμός» (overtourism) και «τουριστικός εξευγενισμός» (tourism gentrification). Στην περίπτωση της Αθήνας, και αν βέβαια δοθεί η απαιτούμενη προσοχή, συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να αποφευχθούν ακραίες εξελίξεις όπως οι παραπάνω. Περισσότερο από άλλες πόλεις της (Δυτικής και Βόρειας κυρίως) Ευρώπης, η Αθήνα είναι μία πόλη με κοινωνικά και εθνοτικά μεικτές γειτονιές, γειτονιές με μεικτές χρήσεις γης, πολυσυλλεκτικές, πολυλειτουργικές και ζωντανές, χαρακτηριστικά που έχουν συγκρατήσει τους χωροκοινωνικούς διαχωρισμούς, τους αποκλεισμούς και τις συγκρούσεις σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και έχουν αποτρέψει βίαιους αστικούς μετασχηματισμούς, ενώ τα στοιχεία αυτά εντοπίζονται λίγο-πολύ στις περισσότερες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Ωστόσο, βίαιοι αστικοί μετασχηματισμοί όπως αυτοί που συζητάμε εδώ δεν αποτελούν άγνωστη εμπειρία για τις ελληνικές πόλεις, με χαρακτηριστικά (και απολύτως ενδεικτικά) παραδείγματα την κατά καιρούς μετατροπή επιμέρους περιοχών σε «διασκεδαστήρια» ή τουριστικές ατραξιόν, όπως του Ψυρρή και το Μοναστηράκι στην Αθήνα ή τα Λαδάδικα παλαιότερα και η περιοχή Βαλαωρίτου πιο πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη.

Είναι τελικά η Αθήνα ανταγωνιστικός προορισμός city break και ποια η συμβολή του Airbnb σε αυτό;

Σύμφωνα με σχετικά στατιστικά δεδομένα που δημοσιεύονται τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι η Αθήνα μετατρέπεται σταδιακά από πόλη-ενδιάμεσος σταθμός προς τα νησιά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες (one-stop destination) σε έναν city break προορισμό για ολόκληρο το χρόνο. Δεν αυξήθηκε απλώς ο αριθμός των επισκεπτών της (από 2,5 εκατομμύρια το 2012 σε 6,3 εκατομμύρια το 2019) αλλά, κυρίως, ο αριθμός των διανυκτερεύσεών τους. Στη μεταβολή της τουριστικής ταυτότητας της Αθήνας έπαιξαν αναμφισβήτητα κρίσιμο ρόλο, μεταξύ άλλων, και οι Airbnb μισθώσεις ακινήτων. Η διάδοση του Airbnb απάντησε όχι μόνο στην αύξηση της ζήτησης για τουριστικά καταλύματα στην Αθήνα, αλλά και σε μία πρόσφατη πολιτισμική στροφή στον τουρισμό, στην αναζήτηση «αυθεντικών εμπειριών», στην επιθυμία των επισκεπτών να βιώσουν τον τόπο που επισκέπτονται σαν «ντόπιοι». Με την πρόσκληση «ζήσε σαν ντόπιος» (live like a local) να αποτελεί κεντρικό σλόγκαν της εταιρείας Airbnb, ειδικά οι νεότεροι επισκέπτες διαχύθηκαν πέρα από τις διαχρονικά τουριστικές και πολύ κεντρικές γειτονιές της πόλης, επέλεξαν να διαμείνουν στις περιοχές όπου κατοικούν οι ντόπιοι και θέλησαν να εμπλακούν στην καθημερινότητά τους. Εντωμεταξύ, συγκριτικά με τα παραδοσιακά τουριστικά καταλύματα, τα Airbnb ακίνητα πρόσφεραν την παραπάνω «αυθεντική εμπειρία» σε πιο προσιτές τιμές. Πέρα από το Airbnb, όμως, η μεταβολή της τουριστικής ταυτότητας της Αθήνας ήταν αποτέλεσμα και πολιτικής βούλησης, συγκεκριμένα των επιδιώξεων του Υπουργείου Τουρισμού και του Δήμου Αθηναίων που συμπεριέλαβαν αποφασιστικά στις πολιτικές για τον τουρισμό και στις τουριστικές καμπάνιες την αφήγηση περί μιας «αυθεντικής» αστικής εμπειρίας που η πόλη μπορεί να προσφέρει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη τουριστική καμπάνια του Υπουργείου Τουρισμού με τίτλο «Visit Greece, a 365 day destination» που επιχειρεί να αποσυνδέσει το ελληνικό τουριστικό προϊόν από το τρίπτυχο «Ήλιος-Άμμος-Θάλασσα» και να επιμηκύνει την τουριστική περίοδο σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Ωστόσο, προκειμένου να μιλήσει κανείς για την Αθήνα ως «ανταγωνιστικό» ή, καταρχάς, ελκυστικό τουριστικό προορισμό, θα πρέπει να συντρέχουν πολλές ακόμα προϋποθέσεις. Για να σταθούμε εδώ σε μία μόνο από αυτές, κρίσιμο ελκυστικό στοιχείο κάθε τουριστικού (αστικού) προορισμού αποτελεί η ποιότητα του δημόσιου χώρου, στον οποίο οι επισκέπτες θα μετακινηθούν, θα περιπλανηθούν και θα ξαποστάσουν. Συγκριτικά με πολλές άλλες πόλεις του εξωτερικού, η Αθήνα υστερεί δραματικά ως προς το σχεδιασμό και τη φροντίδα του δημόσιου χώρου, με γνωστά χαρακτηριστικά του (ειδικά στις κεντρικές και τουριστικού ενδιαφέροντος περιοχές) τον ελλιπή ή/και παλαιωμένο αστικό εξοπλισμό, την πλημμελή καθαριότητα, τα στενά και κατεστραμμένα πεζοδρόμια, τη μειωμένη προσβασιμότητα, τη σημαντική έλλειψη ανοιχτών και πράσινων χώρων, καθώς επίσης την απουσία χρήσης περιβαλλοντικά φιλικών υλικών. Ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, η Αθήνα γίνεται μία όλο και πιο ανυπόφορη πόλη (ειδικά για επισκέπτες από χώρες με ψυχρότερο κλίμα), μία πόλη με πολύ υψηλές θερμοκρασίες και ταυτόχρονα ελάχιστους δημόσιους χώρους άνετης και δροσερής περιπλάνησης και στάσης.

Τα παραπάνω αποτρεπτικά για τους επισκέπτες (και τους μόνιμους κατοίκους) χαρακτηριστικά επιδεινώνονται μέσα από παρεμβάσεις που μειώνουν ακόμα περισσότερο το ήδη λιγοστό πράσινο και τα σχεδόν ανύπαρκτα φιλικά προς το περιβάλλον υλικά. Ενδεικτικά, οι παρεμβάσεις στις οποίες αναφερόμαστε κυμαίνονται από το άγριο κλάδεμα των δέντρων λίγο πριν το καλοκαίρι μέχρι μεγάλης κλίμακας διαμορφώσεις με σκληρά και θερμά υλικά, ελάχιστο ή/και χαμηλό πράσινο, ανύπαρκτη σκιά και δροσιά, όπως οι μεταλλικές ζαρντινιέρες με θαμνώδη φυτά που τοποθετήθηκαν επάνω στην καυτή άσφαλτο της πιο κεντρικής λεωφόρου Πανεπιστημίου ή οι πολυσυζητημένες αυτό το διάστημα τσιμεντοστρώσεις στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Δίνεται εδώ η ευκαιρία να επισημάνουμε πως με το στόχο που τίθεται για αύξηση του τουρισμού και για την περίφημη «επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου» στην Αθήνα, δεν εννοούμε πως στοχεύουμε να προσελκύσουμε επισκέπτες κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες αντί για την άνοιξη και το καλοκαίρι, οπότε δύσκολα μπορεί κανείς να αντέξει τις υψηλές θερμοκρασίες σε έναν συνολικά δυσάρεστο δημόσιο χώρο. Εννοούμε πως στοχεύουμε στην προσέλκυση επισκεπτών για ακόμα περισσότερους μήνες το χρόνο, πέρα από τους καλοκαιρινούς, σε μία συνολικά ελκυστική (προσβάσιμη, καθαρή, πράσινη, δροσερή, βιώσιμη) πόλη, τόσο για τους επισκέπτες όσο βέβαια και για τους μόνιμους κατοίκους της.

Υπάρχουν ενδείξεις για το πώς θα εξελιχθεί το φαινόμενο του Airbnb στη μετά-Covid εποχή;

Στον τρόπο με τον οποίο η πανδημία επηρέασε ήδη και αναμένεται να καθορίσει στο μέλλον το Airbnb ειδικά και τον τουρισμό συνολικότερα, αναφερόμαστε αναλυτικά στο Επίμετρο του βιβλίου. Η παγκόσμια παύση του τουρισμού λόγω Covid-19 είχε, όπως αναμενόταν, σημαντική επίδραση (και) στο τοπίο των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Ωστόσο, αυτές αποδείχτηκαν αρκετά ανθεκτικές, καθώς η άρση των απαγορεύσεων ως προς τις διεθνείς μετακινήσεις κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2020 (μετά την πρώτη μεγάλη περίοδο καραντίνας) συνοδεύτηκε από αύξηση στις Airbnb κρατήσεις, έστω και σε αριθμούς αισθητά χαμηλότερους συγκριτικά με το καλοκαίρι του 2019. Παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των κρατήσεων από εγχώριους επισκέπτες που διαμένουν σε κοντινή απόσταση από τους προορισμούς στους οποίους επέλεξαν να μετακινηθούν, καθώς επίσης μία αποκέντρωση των κρατήσεων από δημοφιλείς (αστικούς και νησιωτικούς) προς λιγότερο δημοφιλείς και νέους προορισμούς, συχνά στον αγροτικό χώρο. Οι παραπάνω τάσεις δείχνουν πως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις αποδείχτηκαν ανθεκτικές και ευέλικτες, καθώς κατάφεραν να ανταποκριθούν, περισσότερο από τα παραδοσιακά τουριστικά καταλύματα, στη νέα ζήτηση των επισκεπτών για «ασφαλείς» τουριστικούς προορισμούς και χώρους φιλοξενίας. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις πρόσφεραν τη δυνατότητα διαμονής σε απομονωμένους προορισμούς, όπου η κοινωνική συναναστροφή είναι περιορισμένη και όπου μπορεί να φτάσει κανείς με ιδιωτικό μέσο μεταφοράς. Παρόμοιες τάσεις παρατηρήθηκαν και κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεγάλης καραντίνας στην Ελλάδα, το Πάσχα του 2021, με τις διαπεριφερειακές μετακινήσεις να απαγορεύονται. Οι Αθηναίοι αναζήτησαν Airbnb καταλύματα εντός Αττικής και η πληρότητα σε βίλες και μονοκατοικίες σε όλο το παραλιακό μέτωπο ξεπέρασε το 80%, με υψηλές μάλιστα τιμές διανυκτέρευσης. Εάν η ζήτηση για «ασφαλείς» προορισμούς παγιωθεί στο μέλλον, αναμένεται ότι οι Airbnb κρατήσεις θα καταφέρουν να ανακάμψουν σε σημαντικό βαθμό ενώ η ανάκαμψη αυτή θα συνοδευτεί από ευρύτερες αλλαγές όχι μόνο στο τοπίο του Airbnb αλλά του τουρισμού συνολικότερα.

Ταυτόχρονα, ένα νέο φαινόμενο βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς σε ποιο βαθμό συμβαίνει, και πρόκειται για τη μετατροπή Airbnb καταλυμάτων σε καταλύματα μεσοπρόθεσμης μίσθωσης. Το νέο αυτό φαινόμενο συνδέεται μεταξύ άλλων με τη σύγχρονη ψηφιακότητα και τη διάδοση της τηλεργασίας (ή, αλλιώς, την «απεδαφικοποίηση» της εργασίας) και τους περίφημους «ψηφιακούς νομάδες» (digital nomads), δηλαδή τους επαγγελματίες που μπορούν να ζουν και να εργάζονται κατά διαστήματα σε οποιοδήποτε σημείο της γης με μοναδικό απαραίτητο εξοπλισμό το laptop τους και μία αξιόπιστη σύνδεση internet. H διάδοση της εξ αποστάσεως εργασίας αποτελεί εξέλιξη που –παρότι επιβλήθηκε από τις τρέχουσες ιδιαίτερες συνθήκες– αναμένεται να καθιερωθεί σε μεγάλο βαθμό και μετά το τέλος της πανδημίας. Ήδη στην Ευρώπη, το ποσοστό των εργαζόμενων από απόσταση αγγίζει το 40% ενώ λίγο πριν τον Covid-19 έφτανε μόλις στο 11%. Ταυτόχρονα, η εξ αποστάσεως εργασία διαδίδεται σε όλο και περισσότερους επαγγελματικούς τομείς που δεν σχετίζονται πάντα άμεσα με τις νέες τεχνολογίες. Θεωρούμε ότι οι παραπάνω τάσεις οδηγούν ήδη και θα οδηγήσουν μελλοντικά σε σημαντική αύξηση της ζήτησης για μεσοπρόθεσμες μισθώσεις, ειδικά σε πόλεις της Νότιας Ευρώπης, όπου το κλίμα είναι ελκυστικό και το κόστος ζωής παραμένει ακόμα σχετικά χαμηλό. Στην Αθήνα ειδικά, μία τέτοια εξέλιξη μοιάζει εξαιρετικά πιθανή, μέσα από τη σταδιακή μετατροπή της σε city break τουριστικό προορισμό και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι διαθέτει κιόλας τις απαραίτητες υποδομές, όπως κατάλληλα διαμορφωμένα και επιπλωμένα διαμερίσματα, οικοδεσπότες με εμπειρία και υψηλές δεξιότητες, ψηφιακές υποδομές για τηλεργασία και έναν σημαντικό και αυξανόμενο αριθμό co-working spaces. Η εταιρεία Airbnb αφουγκράζεται (και διαμορφώνει παράλληλα) τις σύγχρονες αυτές εξελίξεις, προσκαλώντας πολύ εύστοχα τους πελάτες της όχι μόνο να «ζήσουν σαν ντόπιοι» (σύμφωνα με το αρχικό κεντρικό σλόγκαν της: live like a local) αλλά και να «ζήσουν παντού» (live anywhere).

ΠΗΓΗΕΝΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ