Ο εξαίρετος δημοσιογράφος, ιστορικός ερευνητής και καλός συγγραφέας Νίκος Πηγαδάς με την τελευταία συγγραφική του δημιουργία έρχεται να φωτίσει ενδιαφέρουσες πλευρές του ελληνο-ιταλο-γερμανικού πολέμου του 1940-41. Μετά από πολύχρονη έρευνα σε αρχεία (Γενική Διεύθυνση Στρατού, Υπηρεσία Ιστορίας του Ναυτικού, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδας, Μουσείο Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών) και διεξοδική μελέτη ποικίλων μαρτυριών και μονογραφιών, μας έδωσε ένα βιβλίο δουλεμένο με μεθοδικότητα και αξιοπιστία, το οποίο ωστόσο διατηρεί τη ζωντάνια του ρεπορτάζ και της δημοσιογραφικής έρευνας.
Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται κριτικά στο προσκήνιο και παρασκήνιο των πολιτικών και διπλωματικών γεγονότων της εποχής, για να ζωντανέψει στα επόμενα τρία κεφάλαια τις μάχες στα χαρακώματα και στα υψώματα, στα βουνά και τις χαράδρες και στους τρεις τομείς του ελληνο-ιταλικού μετώπου, κεντρικό, νότιο και βόρειο. Το πέμπτο και το έκτο κεφάλαιο τα αφιερώνει στη δράση του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας αντίστοιχα, χωρίς να λησμονεί τους εχθρικούς πολύνεκρους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Αναδεικνύεται, πράγματι, ο Ν. Πηγαδάς σε σοβαρό γνώστη της πολιτικής και της διπλωματίας, της στρατιωτικής τέχνης και της γεωγραφίας.
Γράφει ειδικό κεφάλαιο για τον αγώνα των στρατιωτών με τα χιόνια – μόνιμου και σταθερού «εχθρού» στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Αρκετά διαφωτιστικό είναι το επόμενο κεφάλαιο για τη γερμανική επίθεση και την «κάλπικη», όπως τη χαρακτηρίζει, συνθηκολόγηση. Δεν ξεχνά να αφιερώσει ιδιαίτερο κεφάλαιο στη συμβολή του άμαχου πληθυσμού κατά τον ανεφοδιασμό του στρατιωτικού μετώπου. Αφού με το επόμενο κεφάλαιο των μονογραφιών, όπως το ονοματίζει, δίνει το λόγο σε επώνυμους και ανώνυμους μαχητές να καταθέσουν την προσωπική τους μαρτυρία, θεωρεί απαραίτητο για την ολοκληρωμένη διαπραγμάτευση του θέματός του να μιλήσει σε ξεχωριστό κεφάλαιο για τη δίκη των δωσιλόγων – μελών των κατοχικών κυβερνήσεων, που συνειδητά συνεργάστηκαν με τον κατακτητή σε βάρος των συμπατριωτών τους και της πατρίδας τους.
Στο επίμετρο, τέλος, ο συγγραφέας κάνει μια σύντομη αναφορά στα δεινά της Κατοχής, αλλά επιμένει στο χρέος και την ευθύνη της οργανωμένης Πολιτείας να ολοκληρώσει την ανεύρεση, ταυτοποίηση και ενταφιασμό κατά τρόπο «ευπρεπή» και «τιμητικό» των Ελλήνων στρατιωτών, που έπεσαν πολεμώντας τους Ιταλούς εισβολείς στο αλβανικό έδαφος. Ακόμη δεν έχει κλείσει αυτό το ζήτημα…
Δε λείπει από το συγγραφέα του βιβλίου το κριτικό πνεύμα και η σοβαρή προσπάθεια τεκμηρίωσης, καθώς απομυθοποιεί πρόσωπα και πράγματα, διευκρινίζει άγνωστες λεπτομέρειες, ανατρέπει κατεστημένες αντιλήψεις και αποκαλύπτει επικίνδυνα ιδεολογήματα. Δίνουμε μερικά στοιχεία:
● Με αναφορά σε ποικίλες πηγές και με παρουσίαση συγκεκριμένων περιστατικών ο συγγραφέας αναδεικνύει και αποδεικνύει την έλλειψη ουσιαστικής πολεμικής προετοιμασίας της χώρας απέναντι σ’ έναν πόλεμο που ερχόταν, καταλογίζοντας στη δικτατορία Μεταξά συνειδητή υπονόμευση της άμυνας της χώρας και μειοδοσία:
–Ενώ έγκαιρα ο Μεταξάς είχε τις απαραίτητες πληροφορίες από τις διπλωματικές πηγές για τη σχεδιαζόμενη επίθεση του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδας, συνειδητά δεν τις αξιοποίησε προς όφελος της ελληνικής προετοιμασίας (σσ. 41-45),
–ενώ γνώριζε τα προπαρασκευαστικά στρατιωτικά έργα των Ιταλών στην Αλβανία, δεν προχωρούσε σε οχυρωματικά μέτρα ενίσχυσης των ελληνο-αλβανικών συνόρων (σσ. 37-38, 77),
–ενώ γνώριζε την – ιταλική – ταυτότητα του υποβρυχίου, που βύθισε το «Έλλη», προτίμησε τη σιωπή και την παραπλάνηση του ελληνικού λαού (σσ. 46-51).
● Και την ίδια στιγμή, για να καλύψει αυτή τη θέση και στάση της η πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία δημιουργούσε κλίμα ενός κούφιου πατριωτισμού, που πρακτικά ισοδυναμούσε με πραγματική ηττοπάθεια:
— Η Ελλάδα, διακήρυττε σε κάθε ευκαιρία ο Μεταξάς, δεν έχει επιθετικές βλέψεις και τηρεί ουδετερότητα. Σε περίπτωση όμως εχθρικής επίθεσης διευκρίνιζε ότι η ελληνική αντίσταση θα διαρκέσει 15-20 ημέρες για την τιμή των όπλων (σ. 36).
— Αποσπάσματα από το Ημερολόγιο του ίδιου του δικτάτορα για την πριν από την κήρυξη του Πολέμου περίοδο, στα οποία παραπέμπει ο συγγραφέας, δίνουν εύγλωττα τη «μέχρι ηττοπάθειας διστακτικότητα» του δικτάτορα (σσ. 59-60).
— Αλλά και ενώ ο πόλεμος βρισκόταν σε κομβικό σημείο, οι οδηγίες, που η κυβέρνηση και ο αρχιστράτηγος Παπάγος έστειλαν στον Χαρ. Κατσιμήτρο της VIII μεραρχίας (: «Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της μεραρχίας νίκας, […] αναμένει όμως εκ ταύτης να σώση την τιμήν των ελληνικών όπλων») συνιστούσαν κατά το συγγραφέα «έγκλημα εθνικής μειοδοσίας. Δηλαδή η κυβέρνηση Μεταξά, απευθυνόμενη στον ηγέτη μιας στρατιωτικής μονάδας, προεξοφλεί την ήττα! Και το μόνο που ουσιαστικά του ζητάει είναι να ρίξει μερικές τουφεκιές για το θεαθήναι» (σ. 188).
● Έτσι, η βασιλομεταξική δικτατορία συνειδητά οδηγούσε τη χώρα και το λαό στην ήττα. Χαρακτηριστικές είναι δυο από τις αναφορές, που ο συγγραφέας παραθέτει:
— η πρώτη από άριστο γνώστη του θέματος, το στρατηγό Αλ. Μαζαράκη Αινιάν: «[…] παρά τις ρεκλάμες του ο Μεταξάς παρημέλησε την εθνικήν μας άμυναν. Ευρέθημεν […] άνευ σχεδόν αεροπορίας, άνευ ουδενός άρματος μάχης, άνευ επαρκών πυρομαχικών, άνευ οχυρώσεως της Θεσσαλονίκης […]. Αφ’ ετέρου δεν εδόθη καμμία προσοχή διά την ανάθεσιν των ανωτάτων διοικήσεων του στρατού εις τους ικανωτέρους» (σ. 77),
— και η δεύτερη από έφεδρο, τον Δημ. Λουκάτο, το μετέπειτα γνωστό πανεπιστημιακό καθηγητή της Λαογραφίας: «Εφεύγαμε 75 άνδρες για την πρώτη γραμμή, για το “μαχόμενο” τάγμα και μόνο 52 είχανε ξίφος. Για τους άλλους δεν επερίσσευε. Τα τουφέκια επίσης των μισών δεν είχαν λουρί και τα δέναμε στον ώμο με σπάγγους! Φυσίγγια μάς έδωσαν με οικονομία, 25 του καθενός. […]» (σ. 77).
● Ο συγγραφέας αποφαίνεται, με βάση τα στοιχεία που διαθέτει, ότι το «όχι» ήταν ουσιαστικά της Ρωμιοσύνης και όχι του Μεταξά (σ. 58),
— καθώς ο τελευταίος γνώριζε πολύ καλά ότι με ένα του «ναι» «διακινδύνευε την άμεση ανατροπή του από το παλάτι», αφού εξάλλου είχε έγκαιρα απορριφθεί από το βασιλιά η αρχική επιθυμία του για «ναι»·
— εξάλλου, όπως έχει υποστηριχθεί, «το τελεσίγραφο ήταν έτσι διατυπωμένο, ώστε δεν άφηνε περιθώρια αποδοχής του»·
— πάντως, η οργάνωση της άμυνας της χώρας είχε σχεδιαστεί έτσι από τον ίδιο και τον Παπάγο, «ώστε να καταρρεύσει τάχιστα».
● Έτσι λοιπόν, ο Μεταξάς και το σύνολο σχεδόν της πολιτικο-στρατιωτικής ηγεσίας δεν περίμενε να υπάρξει πολύμηνη αντίσταση και μάλιστα ηρωική από τους Έλληνες φαντάρους· δεν υπολόγισε, όμως, ποτέ στα πολιτικά και επιχειρησιακά της σχέδια τον παράγοντα «άμαχος πληθυσμός – γυναίκες της Πίνδου», που συνέβαλαν κατά τρόπο αυθόρμητο αλλά και καθοριστικό στον ανεφοδιασμό των μαχόμενων στρατευμάτων. Γι’ αυτό και ο συγγραφέας κάνει λόγο για το «τέταρτο όπλο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων» (σ. 466).
● Ο συγγραφέας εξηγεί το προσκήνιο και το παρασκήνιο της συνθηκολόγησης, για να αναδείξει τις παθογένειες της λειτουργίας του Γενικού Στρατηγείου και τις ευθύνες του Παπάγου (σσ. 414-420) αλλά οπωσδήποτε και τις προσωπικές ευθύνες και το όλο σχέδιο του γερμανόφιλου Τσολάκογλου, ο οποίος έχοντας από πολύ νωρίτερα τις επαφές του με τη γερμανική πλευρά, έδρασε ως «πέμπτη φάλαγγα» μέσα στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία και κατόρθωσε να πετύχει την «κάλπικη» συνθηκολόγηση, εξασφαλίζοντας την πρωτιά στη σειρά των κατοχικών δωσίλογων πρωθυπουργών (σσ. 311-312, 421-436).
Η ανθρώπινη ευαισθησία – και οφείλουμε να το τονίσουμε – χαρακτηρίζει αναντίρρητα το συγγραφέα. Τόσο ο τίτλος του βιβλίου Το ΟΧΙ της Ρωμιοσύνης όσο και η αφιέρωση «Στον άγνωστο στρατιώτη του ’40», σηματοδοτούν το στόχο του συγγραφέα και το πνεύμα του βιβλίου.
Στο επίκεντρο της μελέτης του Ν. Πηγαδά είναι ο άνθρωπος. Είναι ο Έλληνας φαντάρος που πολεμάει στο πεδίο της μάχης τον εχθρό αλλά έχει να αντιμετωπίσει και τα χιόνια και την πείνα και την ψείρα (μέσα σ’ ένα δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 1940, ενώ στο πεδίο της μάχης μετριούνταν 267 νεκροί και 881 τραυματίες, τα κρυοπαγήματα είχαν θέσει εκτός μάχης 2660 αξιωματικούς και στρατιώτες· και οι λόγοι, σύμφωνα με τη σχετική στρατιωτική έκθεση, ήταν το δριμύ ψύχος αλλά και η κακή διατροφή των μαχητών και η έλλειψη μάλλινων ειδών, σ. 406-411 κ.α.) καθώς και τα αδύναμα ή και ακατανόητα αρκετές φορές επιχειρησιακά σχέδια του Γενικού Στρατηγείου (σσ. 150, 188-189, 193, 467 κ.α.)· είναι ο Έλληνας ναύτης που θέλει να ζωντανέψει τις παλιές των Βαλκανικών Πολέμων δόξες μέσα από τα λίγα και γερασμένα πια σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού (σσ. 321-323, 329-337 κ.α.)· είναι ο Έλληνας αεροπόρος που προσπαθεί να διαφυλάξει μάχιμο και άμαχο πληθυσμό και να υπερασπιστεί γενικά την πατρίδα του με απαρχαιωμένα αεροπλάνα (σσ. 352, 357-362 κ.α.).
Αλλά είναι και οι μαχητές της άλλης πλευράς. Είναι ο Ιταλός στρατιώτης, που ηρωικά πολεμά μέσα στα δύσβατα μέρη της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Πίνδου, μέσα στο κρύο και τα χιόνια, υπερβαίνοντας κάποιες φορές «πάν όριον ανθρωπίνης αντοχής» (σ. 407), προκειμένου «να ικανοποιηθούν οι άμετρες φιλοδοξίες» του Μουσολίνι (σ. 245)· είναι ο Ιταλός στρατιώτης, που κι αυτός, όπως ο Έλληνας, θα μείνει σακάτης εξαιτίας των κρυοπαγημάτων (σ. 400)· είναι ο Ιταλός στρατιώτης, που χωρίς να έχει καμιά ουσιαστική, πατριωτική υποχρέωση, θα αναγκαστεί να αφήσει το κορμί του θαμμένο μέσα στα κακοτράχαλα ελληνικά υψώματα μετά από φονικότατες μάχες (σ. 153).
Έτσι, παρ’ όλο που πρόκειται για βιβλίο, που διαπραγματεύεται στρατιωτικά γεγονότα και αφηγείται πολεμικές συγκρούσεις, ο συγγραφέας του φαίνεται πως μια και μόνη έχει έγνοια, την ειρηνική ζωή, τη συναδέλφωση των λαών. Η προσέγγιση είναι ανθρωποκεντρική, είναι αντιπολεμική. Ο Ν. Πηγαδάς βρίσκει αφορμές και δεν αφήνει ευκαιρία που να μη μιλήσει για τα κοινά προβλήματα Ελλήνων και Ιταλών στρατιωτών, για τις κοινές αγωνίες και τα κοινά τους όνειρα. Αναφέρουμε κάποιες συγκλονιστικές περιπτώσεις:
— Καθώς ο συγγραφέας περιγράφει ακραία καιρικά φαινόμενα, κοινά και για τις δυο πλευρές, καταλήγει: «μνημεία … υπομονής και καρτερικότητας οι στρατιώτες, Έλληνες και Ιταλοί» (σ. 243).
— Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 1941 οι Έλληνες φαντάροι το περνούν μαζί με τους Ιταλούς αιχμαλώτους. «Γλεντούν με κονιάκ […]. Γλεντούν σαν αδέρφια. Πόσο οι άνθρωποι είν’ όμοιοι μεταξύ τους! Γιατί οι αρχηγοί τούς χωρίζουν;», αναρωτιέται μαζί με τον Έλληνα φαντάρο ο συγγραφέας (σσ. 411-412).
— «Ασύλληπτη εικόνα. Οι γενναίοι μονομάχοι [Έλληνες και Ιταλοί] να λογχίζουν αλλήλους, να αιμορραγούν, να πεθαίνουν και να παραμένουν όρθιοι, σχεδόν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου! Άραγε, ποια μούσα, ποιος χρωστήρας και ποια σμίλη θα επιμνημειώσει τούτη την αγριότητα του πολέμου, αλλά και τη μεταθανάτια συναδέλφωση των αντιπάλων», αναρωτιέται ο Ν. Πηγαδάς, αναφερόμενος στη φονική σώμα με σώμα μάχη για την κατάληψη του 1532 υψώματος (σ. 298).
— Κάνοντας λόγο για τις πρόχειρες και βιαστικές ταφές νεκρών στρατιωτών, Ελλήνων και Ιταλών, που πολλές φορές γίνονταν στο ίδιο μέρος, βρίσκει την ευκαιρία για άλλη μια φορά να καταγγείλει τον πόλεμο: «Ο θάνατος έφερε κοντά τους αντιμαχόμενους, που δεν είχαν διαφορές μεταξύ τους. Κι αν μπορούσαν να μιλήσουν, μια λέξη θα ’βγαινε από τα για πάντα σφραγισμένα χείλη τους: Γιατί;» (σ. 248).
— Αφού αναφέρθηκε στην προσπάθεια ενός Έλληνα λοχία να περιποιηθεί έναν Ιταλό τραυματία και στην απόδοση ευχαριστίας του δεύτερου προς τον πρώτο με ένα φίλημα, καταλήγει: «Τούτη η συγκινητική στιγμή συναδέλφωσης καταδεικνύει πως οι στρατιώτες, Έλληνες και Ιταλοί, δεν είχαν διαφορές μεταξύ τους. Δεν ήταν αυτοί που προκάλεσαν τον πόλεμο. Ήταν θύματα και όχι θύτες» (σ. 317).
Είναι επιβεβλημένη, υπογραμμίζει στον πρόλογο του βιβλίου του ο συγγραφέας, η κατά καιρούς επαναπροσέγγιση μεγάλων γεγονότων, όπως αυτό του ελληνο-ιταλο-γερμανικού πολέμου του 1940-41, για τη συντήρηση της ιστορικής μνήμης. Και συνεχίζει: «Αλίμονο στα έθνη, που διαγράφουν την ιστορία τους, γραμμένη με το αίμα ανώνυμων ηρώων». Και αυτό δεν αφορά μόνο στους Έλληνες· αφορά και στους Ιταλούς και στους Γερμανούς. Αφορά σε κάθε λαό για κάθε μεγάλο γεγονός, που σημάδεψε την ιστορική του διαδρομή. Η επαναπροσέγγιση και ο αναστοχασμός δεν μπορεί παρά να στοχεύουν στην αυτογνωσία και ενδυνάμωση των πολιτών, στην υπονόμευση της πατριδοκαπηλείας και την καταπολέμηση της πολιτικής αφασίας, στην εξασφάλιση της συναδέλφωσης των λαών και της ειρηνικής συμβίωσης των κρατών. Και τους στόχους αυτούς τους πετυχαίνει, πιστεύουμε, το βιβλίο του Ν. Πηγαδά.