«ΟΛΑ ΟΣΑ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ»
Αυτή η φράση αποτελεί τον κρυμμένο θεμέλιο λίθο, τον αρχιλόχειο «υπόγειο ρυθμό» των «Εξομολογήσεων» του Ζαν Ζακ Ρουσσώ: μια φράση που θέτει χίλιες προκλήσεις σε όποιον γράφει, ανεξάρτητα από το τι σημαίνει αλήθεια γι’ αυτόν, για μας, για όποιον. Αυτή η φράση είχε κολλήσει, εκεί, αμετακίνητη, στο μυαλό μου όσο διάβαζα την «Επιστροφή στη Ρενς» του Ντιντιέ Εριμπόν (Εκδόσεις Νήσος, 2020, εξαιρετική μετάφραση: Γιάννης Στεφάνου).
Γιατί η «επιστροφή στη Ρενς» είναι μια ιδιότροπη αυτοβιογραφία, είναι μια «αυτό-θεωρία» μάλλον· είναι μια μετωνυμία, αλλά είναι και μια πραγματικότητα. Είναι η επιστροφή του συγγραφέα (γιος εργάτη και γκέι αριστερός διανοούμενος) στη γενέθλια πόλη, αμέσως μετά από τον θάνατο του πατέρα του («Δεν αγαπούσα τον πατέρα μου. Ποτέ δεν τον αγάπησα», «Δεν πήγα στην κηδεία του πατέρα μου», είναι οι φράσεις-κλειδιά που ανοίγουν την καταπακτή του λόγου), αλλά είναι και η επιστροφή του στους τρόπους κατανόησης του εαυτού του, στην επανεξέταση των αφηγηματικών-ερμηνευτικών διαδρομών του εαυτού του – δύο διαδρομών, «που η μία εμπεριέχει την άλλη· δύο αλληλοεξαρτώμενες τροχιές επανεπινόησης του εαυτού: η μία αφορά τη σεξουαλική τάξη, η άλλη την κοινωνική. Όταν αποφάσισα [: στο παρελθόν, εννοεί, πριν από το συγκεκριμένο βιβλίο] να γράψω, επέλεξα ν’ αναλύσω την πρώτη, αυτήν που αφορά τη σεξουαλική καταπίεση, και όχι τη δεύτερη, που αφορά την κοινωνική κυριαρχία, επιτείνοντας ίσως με τη θεωρητική γραφή την υπαρξιακή προδοσία που διέπραττα. […] Η επιλογή αυτή αποτέλεσε όχι μόνο έναν τρόπο αυτοπροσδιορισμού και υποκειμενοποίησης στο σήμερα, αλλά και μια επιλογή για το παρελθόν μου, για το παιδί και τον έφηβο που είχα υπάρξει: ένα γκέι παιδί, ένα γκέι έφηβος, παρά ένας γιος εργάτη. Κι όμως…».
Από τα παραπάνω θα κρατήσουμε την «προδοσία» και το καταληκτικό «Κι όμως».
Ποια είναι η «προδοσία»; Μέσα από έναν εξονυχιστικό, καταιγιστικά αναλυτικό λόγο, ο Εριμπόν αναρωτιέται τι σήμαινε η πορεία του προς «το να γίνει ένας αριστερός διανοούμενος», τι σήμαινε για ένα γκέι παιδί της εργατικής τάξης να μεταπηδήσει στον κόσμο (στην «τάξη») που κυριαρχεί επί της δικής του καταγωγικής τάξης, τι σήμαινε το εργαλείο του λόγου, τι σήμαινε για την κατασκευή του παρελθόντος του εαυτού του η αδήριτη ανάγκη του να εγκαταλείψει την τάξη του, προκειμένου να κατανοήσει και να μιλήσει ως υποκείμενο του εαυτού του. Αναπάντεχο ίσως, αλλά εκτυφλωτικά αληθινό: ενέχει αυτή η διαδικασία τον σπόρο της «προδοσίας». «Οφείλω να ομολογήσω», γράφει, «ότι, παρόλο που τηρούσα πάντα στάση συμπαράστασης και αλληλεγγύης για τους λαϊκούς αγώνες, ένιωθα πολύ βαθιά μέσα μου απόρριψη για το εργατικό περιβάλλον, όπως είναι στην πραγματικότητα». «Όπως είναι στην πραγματικότητα», γιατί αυτή η πραγματικότητα (οι άνθρωποι με σάρκα και οστά που την απαρτίζουν, δηλαδή, τα άτομα με τις σκέψεις, τις μυρωδιές, τα αστεία, τα λόγια, τις πράξεις, τις επιλογές τους) εξέφραζαν έναν κόσμο κυριαρχίας πάνω του, έναν κόσμο από τον οποίον ήθελε να ξεφύγει. Αλλά εδώ, τώρα πια, σήμερα, τώρα, έρχεται για τον Εριμπόν το «Κι όμως»: κι όμως, ήταν πάντα, είναι παιδί αυτής της τάξης, και αν αυτή η τάξη λειτούργησε κυριαρχικά πάνω του, αυτό πρέπει τώρα να κατανοηθεί, να εξηγηθεί: να λειτουργήσει.
Πέρα από ψυχολογισμούς, πέρα από εξατομικευμένες ερμηνείες, πέρα από παθολογίες, μερικευμένες εξηγήσεις και καζουιστικές, ο Εριμπόν θέτει στο κέντρο της αναζήτησής του το πρόβλημα της πολλαπλής και πολυεπίπεδης έννοιας της κυριαρχίας/καταπίεσης, άρα της δυνητικής, επίσης πολλαπλής και πολυεπίπεδης, αντίστασης. Επιχειρεί μια νέα κατανόηση του επιμέρους ταξικού πολιτισμικού κεφαλαίου και της κοινωνικής δομής, αναρωτώμενος πώς μπορούμε σήμερα να στοχαστούμε πάνω στην έννοια της “τάξης” και των λειτουργιών της. Μέσα από έναν βαθιά πολιτικό λόγο, αντιστέκεται στην επιβαλλόμενη «απόλυτη αλήθεια του αστισμού» και στη μεταβολή του σε «απόλυτη, υπερταξική κοινωνική αλήθεια», αντιστέκεται στην ιλιγγιώδη παράδοση του Αριστερού λόγου στις λογοθετικές επιλογές της συντηρητικής Δεξιάς, αντιστέκεται στην εγκατάλειψη της κοινωνίας (κυρίως των εργαζόμενων, των καταπιεζόμενων τάξεων) στον καθησυχαστικά μισάνθρωπο αλλά λειτουργικά αυτοεπιβεβαιωτικό λόγο της συντηρητικής Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, αλλά αντιστέκεται επίσης στην παρελθούσα ουσιοκρατική αντιμετώπιση της “τάξης” από τον παραδοσιακό Αριστερό λόγο.
Άρα; Επαναφέρει στο κέντρο της συζήτησης την έννοια της «τάξης» μαζί με τη διερώτηση: τι σημαίνει σήμερα «τάξη», τι σημαίνει «λαός»; Τι σημαίνει το σύνθημα «εμείς, ο λαός!» – ποιοι και πώς μπορούμε να αναγνωριστούμε σε αυτό το «εμείς», ποιοι και γιατί είναι οι «εχθροί μας»; Μήπως αυτό το «εμείς» συγκροτείται από αντιθετικές / συγκρουσιακές συλλογικότητες, οι οποίες όμως μπορούν να συναντηθούν για να συγκροτήσουν δυναμικά μια νέα κατανόηση του κόσμου, άρα μια νέα έννοια της «ταξικότητας», έναν νέο τρόπο του «ανήκειν μέσα στη διαφορετικότητα», έναν νέο ριζοσπαστικό ανθρωπισμό, μια νέα κατεύθυνση ταξικής αντίστασης στην προωθούμενη ατομικοποιημένη κοινωνία;
……………………..
Καθένας μας έχει διαβάσει εκατοντάδες βιβλία, μπορεί και χιλιάδες. Υπάρχουν, όμως, βιβλία (όχι τα ίδια για όλους) που γίνονται οι «Χίλιες και μία Νύχτες» του καθενός μας, τροφοδοτώντας έναν εσωτερικό διάλογο διαρκείας. Είναι εκείνα που κάθε τους αράδα, κάθε τους σελίδα μάς λένε κάτι για μας, για τον τρόπο που κι εμείς μεγαλώσαμε, που κι εμείς δομήσαμε τον εαυτό μας, μας λένε κάτι για τα βήματα που κάναμε κι εμείς για να φτιάξουμε τον δρόμο μας, για το τι αφήσαμε πίσω μας, γιατί το αφήσαμε και πώς το αφήσαμε· για το τι βλέπουμε κοιτάζοντας γύρω μας, εντέλει.
Χρωστάω αυτό το βιβλίο στον ενθουσιασμό της Άννας, του Σπύρου και της Πόπης: «Αν σου άρεσαν τα “Χρόνια” της Αννί Ερνώ, αυτό θα σου φανεί συγκλονιστικό». Είναι.
Χτες το βράδυ, η εξαιρετική εκδήλωση που οργάνωσαν οι εκδόσεις Νήσος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μάς έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τον χειμαρρώδη λόγο του Εριμπόν, να ζωγραφίζει με λόγια και χειρονομίες την ανάγκη όλων αυτών των κρίσιμων ερωτημάτων.
Δημήτρης Αρβανιτάκης