Κυριακή 23 Μαρτίου 2025
16.5 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Ζέστη, ΣΔΟΕ και κωλόγρια… | Δημήτρης Ραυτόπουλος

Άννα, αγαπημένη μου…
Η μέρα ξεκίνησε περίπου ως συνήθως. Όταν άνοιγε δειλά δειλά το πρώτο βλέφαρο είχε ήδη η αυγή σκορπίσει τα ροδοπέταλά της στο Ιόνιο πέλαγος και η θάλασσα είχε αγκαλιάσει τα πυρακτωμένα χρώματα του ήλιου, όπως θα έλεγε ο Όμηρος. Βέβαια, παρά την πείσμονα βούληση να δω ποιητικά, όπως οφείλει ο ευγνώμων άνθρωπος, την νέα μέρα, ήξερα καλά πως δεν ήταν παρά το ξεκίνημα ενός ακόμη εικοσιτετραώρου στα σκουριασμένα γρανάζια της βιοτεχνίας εστίασης που δούλευα και δουλευόμουν. Κάποιοι, τις βιοτεχνίες εστίασης, τις λένε ταβέρνες, κάποιοι άλλοι εστιατόρια, τίποτα από αυτά δεν ήταν και θα σου εξηγήσω κάποια στιγμή γιατί το ισχυρίζομαι…

Ως συνήθως, λοιπόν, στην αυλή, βαρύς καφές, ένα παγωμένο ποτήρι νερό και ποιος ξέρει τι γίνηκε η ροδοδάχτυλη αυγούλα… με τις πρώτες σκέψεις ξενέρωσε ο Όμηρος… Νυσταγμένες σκέψεις, κάτι συγχυσμένες, φευγαλέες εικόνες από την μάχη που προηγήθηκε την προηγούμενη νύχτα. Ήταν ακόμη μια Αυγουστιάκη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου… Στη θέση των Ουγενότων ξέρεις ποιοι ήταν, επίσης γνωρίζεις ποιοι οι καθολικοί και σαφώς ποιος ο Κάρολος ο Θ΄και ποια , η μανούλα του, η Αικατερίνη των Μεδίκων… Όπως και νά’χει αυτές οι νύχτες έχουν κάτι από το φανατισμό και την οσμή θρησκευτικών πολέμων… Μας ισοπέδωσαν, δεν έμεινε όρθιο τίποτα… ήπιαν και έφαγαν τα πάντα ακόμη και τα δύο ιμάμ που είχαν τρυπώσει, τα ασυνείδητα, στο βάθος της συντήρησης πίσω από ζαρζαβατικά, το ξεχειλισμένο τζατζίκι, τα μπερδεμένα κίτρινα τυριά – αυτά δεν είχαν ποτέ χαρακτήρα, κυκλοθυμικά, έμπαιναν παντού – το μισοκομένο κεφαλάκι της ξινισμένης μυζήθρας και την παστιτσιάδα με το παρηκμασμένο βλέμμα που είχε παραπέσει ή μάλλον είχε ξεπέσει… και ηθικά… μπλιαχ…

Στην αγωνία να απωθήσεις όλες αυτές τις εικόνες, οι οποίες στο σύνολό τους θα δημιουργούσαν κάλλιστα μια σουρεαλιστική ταινία με πρωταγωνιστές που δεν θα μπορούσε να συλλάβει ούτε ο Μπουνιουέλ, ούτε να σκιαγραφήσει ο Αλμοδόβαρ, αντιλαμβάνεσαι πως είναι ή 10 & 45 και πρέπει γρήγορα να τα μαζέψεις όλα αυτά, γιατί για να τα συμμαζέψεις είναι αδύνατον, να πάρεις το άλογο, τα σύνεργα για τις κονταρομαχίες και κυρίως αμυντικά όπλα, ασπίδα, περικεφαλαία, περικνημίδες και άλλα. Όλα αυτά τα απωθημένα του Δονκιχωτισμού σου… ρε μήπως πάντα κυνηγούσα ανεμόμυλους;

Σήμερα πρέπει να μείνω όλη την ημέρα, σχεδόν 16αωρο. Λείπει η Πένυ, η αγγλίδα συνάδελφος. Ντύνομαι και όπως πάντα διαλέγω το άρωμα που θα βάλω, θα σου πω γι’αυτό σε άλλο γράμμα, κάτι για αναζήτηση λίγης αισιοδοξίας, κάτι από ματαιοδοξία, λίγο από ναρκισσισμό, όπως και να’χει τα αρώματα ήθελα πάντα να καλύπτουν τον ιδρώτα μου αλλά και τα διάφορα πατσουλί γύρω μου… για δες! Καθώς καβαλάω τον Ροσινάντε – παπί γιαμάχα με διαφορικό, πειραγμένο, από 50 έγινε κάτι παραπάνω, απροσδιόριστο, και κοτσάρω το καρότσι για την μεταφορά των εδώδιμων, για τρωκτικά και μη, απορριμάτων, σκέφτομαι, όπως κάθε μέρα, στην κυριολεξία με ψυχικό καταναγκασμό και ιδεοληψία : «Πρώτα να καθαρίσω τα τραπέζια, να τα περάσω με ξύδι ή αζαξ; αντε μπα μπλομ… με ξύδι, έπειτα να τυλίξω τα μαχαιροπίρουνα, να τα βάλω με τάξη, έτσι να φτιάχνουν ένα τόξο, μετά να κόψω το ψωμί, τέσσερις φέτες σε κάθε καλαθάκι, αν μου ζητήσουν να τρίψω τυριά και μετά να φτιάξω καφέ, αν περάσει ο Μίκης να τον προκαλέσω για τάβλι μέχρι να αρχίσουν να καταφθάσουν οι διψασμένες και πεινασμένες ορδές των βαρβάρων. Α! ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, σήμερα να μην τσακωθώ με κανέναν – αυτή είναι η τελευταία, μάταιη σκέψη, η οποία εντάσσεται στο καρνέ με τις φρούδες ελπίδες και που κάνω καθημερινά πριν παρκάρω τον Ροσινάλντε κάπου, που έτσι κι αλλιώς κάποιον θα ενοχλεί, ας είναι…»

Αφόρητη η ζέστη. Από παντού αναδύεται τσιγαρισμένο κρεμμύδι, όπως άλλωστε επιβάλλεται… ένα νέφος καμένου λαδιού περιβάλλει την ατμόσφαιρα αυτής της κοσμοπολίτικης γωνιάς του πλανήτη γη. Κοσμοπολίτικης κατά τα νέα ειωθότα του λάιφ στάιλ. Είναι η ώρα που αυγοκόβουν τους ντολμάδες, οι οποίοι παρά την τραγική εικόνα τους αποτελούν, επιβεβαιωμένο, μια γευστική έκρηξη που ξετρελαίνει, ναι, ναι, και ο ντολμάς μπορεί να ξετρελάνει κι ας μην το πιστεύεις, θα επιχειρηματολογήσω.

Είναι η ώρα που θα μεταφέρουμε με ιεροτελεστία τις καταψυγμένες πατάτες, που θα κάνουν την έξοδό τους ηρωικά από τον φούρνο οι γίγαντες, τα γεμιστά, το ιμάμ και οι γαρίδες μαρινάρα, πολύ λαδάκι σου λέω… σε λίγο θα βγούν οι πίτες προεξαρχούσης, σαφώς της “onion pie”. Είναι η ώρα που το στρατόπεδο έχει, περίπου, λάβει θέση για αδυσώπητη μάχη.

Εκείνο το μεσημέρι παίξαμε απίστευτη μπάλα. Οι ορδές έφταναν κατά κύματα. Διαγκωνίζονταν για μια θέση στον ίσκιο της τέντας μας, αισθητικής αυτή τύπου: Καλατράβα ,με σύγχρονα υλικά τύπου: έτσι κι αλλιώς, ή μάλλον μόνο τράβα… φωνές, ουρλιαχτά κακομαθημένων παιδιών, αφειδώλευτα προσφερόμενη ευγένεια και πλημμύρα ήθους…

  • Ψιτ, παιδί, εμείς κάτσαμε πρώτοι, έλα παίρνε παραγγελία…
    -Ψιτ, παιδί, έλα παίρνε παραγγελία, θα φύγει το καραβάκι…
    -Ψιτ, παιδί, μπορούμε να ζεστάνουμε λίγο το γάλα για το μωρό (το οποίο τσιρίζει μια φωνή περίπου σαν του βάρδου Κακοφωνίξ)
  • Όι πδι, η μπύραναι ντιπ για ντιπ ζιστί, δι θέλου ναπλήν τα πουδάριαμανε… (Αυτός από που να είναι…)
  • Και το σπίτι του Καραϊσκάκη που είναι;
  • Η πινελόπ έραβι, έραβι (κλείνει το μάτιτ και χαχανίζει προσθέτοντας στο τέλος ένα απροσδιόριστο σύμφωνο) χάι, χάι, χα! (Αλήθεια, πείτε μου, αυτός από που είναι…)
    -Και το παλάτι, καλέ, που είναι το παλάτι; (Αυτή διαθέτει ένα ονειροπόλο βλέμμα που ξεχειλίζει από παντού ηλιθιότητα)

    Όταν διάβηκε η λαίλαπα και κατάκατσε ο κουρνιαχτός μαζέψαμε το βομβαρδισμένο τοπίο, ρε συ, μήπως ήταν οι Ούνοι του Αλάριχου, οι Μογγόλοι του Τζέκινς Χαν; Έφτασε η ώρα τέσσερις αποκαμωμένος έφτιαξα καφέ και κάθισα λιγάκι. Σε κάνα μισάωρο θα ερχόταν να φάνε τα παιδιά της τοπικής μπουρζουαζίας – θα σου γράψω σε άλλο γράμμα για αυτήν την ιστορία – έπρεπε να φορέσω πάλι την υπομονή και το πλαστό χαμόγελο. Όμως τα πράγματα εξελίχτηκαν αλλιώς. Ένα τέταρτο περίπου μετά εμφανίζεται ένας νέος άντρας, γύρω στα 25.

    Χαμογελά και χαιρετά στην βαρβαρική. Κάθεται στο 2. Πρόκειται για έναν καλογυμνασμένο νέο και φέρει περίσσια την ηδυπάθεια του όμορφου και σαφώς την απαραίτητη δόση ναρκισσευόμενου ύφους. Σηκώνω με κόπο τα συντρίμμια μου, φοράω το αντίστοιχο ψευδοχαμόγελο και παίρνω παραγγελία. Ένα ποτήρι παγωμένη μπύρα. Με ενημερώνει πως αναμένει και μια lady. Συνειρμικά η σκέψη μου πήγε σε μια εξίσου εντυπωσιακή νεαρά, τη φαντάστηκα μάλλον ξανθή με γαλανά μάτια, ψηλή με μακριά πόδια και σαφώς ψηλοκάβαλη, δηλαδή σύμφωνα με τις πολιτισμικές – ηλίθιες – επιρροές. Πήρα το ποτήρι από το ψυγείο, πλησίασα στη μπύρα, με το ανάλογο πάντα άγχος μήπως και τελειώσει το βαρέλι το οποίο τελείωνε πάντα στις πλέον ακατάλληλες στιγμές και ειδικά όταν είχες φτάσει στα όρια της κόπωσης και του εκνευρισμού… βάζω, λοιπόν, την μπύρα και καθώς πατώ το σκαλοπάτι αντικρίζω το εξής φρικώδες θέαμα: Πάνω στα πόδια του νεαρού Άδωνη κάθεται μία νεράιδα γύρω στα 70 και άνω. Φοράει μπικίνι. Τα ασπρόξανθα μαλλιά της με τη μαύρη ρίζα ανεμίζουν όπως ανεμίζει ένας αποξηραμένος θάμνος, κουτρουβάλα… Το πετσοροζιασμένο δέρμα της στραφταλίζει στον καυτό ήλιο, αυτό σαν μπανάνα παραγινομένη… Ζιγκολό… ο άτιμος είναι Ζιγκολό, χα!. Η εμπειρία είναι σχεδόν σοκαριστική: Την πασπατεύει τη νόνα, τη φιλάει τη νόνα, τη χαϊδεύει τη νόνα…

    Τζίζους κράιστ… Ο συναισθηματικός μου κόσμος μπλόκαρε, έπεσα σε μια βαθιά σύγχυση… κάποιες φορές έχεις ακούσει, έχεις διαβάσει για ένα φαινόμενο και εκεί υπεισέρχεται η λογική. Όταν όμως το βιώνεις εμπειρικά είναι το συναίσθημα που υπερχειλίζει και τα κάνει όλα μια μπάλα, για να μην πω άλλη λέξη γιατί σιχαίνομαι τις λέξεις που βρωμάνε…
    Μαρτίνι ντράι με ελιά. Έβαλα τον πάγο στο ποτήρι και καθώς έριχνα μέσα το ποτό, φρίκη, σχηματιζόταν το χαμόγελό της… ζόμπι… προσπάθησα να τους σκεφτώ να κάνουν έρωτα και τότε μου ήρθε, πάλι συνειρμικά – έλεος με την συνειρμική σκέψη, πάντα έρχεται απρόσκλητη και τις περισσότερες φορές είναι βασανιστική – στο μυαλό η ιστορία που είχα διαβάσει κάπου με τον Καλιγούλα που έκανε, λέει, έρωτα με την γιαγιά του επειδή του την έδινε το ροζιασμένο δέρμα της…

    Ο μαι γκοτ…
    Αναγκαστικά θα έπρεπε να τους κοιτάζω, ήμουν, οϊμέ, στην υπηρεσία τους. Ξαφνικά με έσωσε το τηλέφωνο. Χτυπάει. Τρέχω, σηκώνω το ακουστικό. Η είδηση: Η ΣΔΟΕ προ των πυλών. Γρήγορα. Πρέπει να ειδοποιήσω το “αφεντικό” – σου έχω εξηγήσει σε προηγούμενα γράμματα τα εισαγωγικά στη λέξη “αφεντικό”. Αυτήν την ώρα κοιμάται. Τα παρατάω όλα και τρέχω. Στα πρώτα 20 μέτρα είσαι ιδρωμένος από την αφόρητη ζέστη. Πλησιάζω στην πόρτα, την ανοίγω και του μεταφέρω την χαρμόσυνη είδηση. Από κάτι ακατανόητους ήχους ανάμεσα στο ροχαλητό αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω καλά αυτήν την γλώσσα, πως έλαβε το μήνυμα. Τρέχω πάλι πίσω στο μετερίζι μου… Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά και εμφανίζεται από τη γωνία το “αφεντικό”. Φοράει λευκό φανελάκι με τιράντες και… το σώβρακο… και μέσα στην πληθωρικότητα του ξεχωρίζει στο πλατύ πρόσωπό του η απογοήτευση και μια θυμωμένη θλίψη του τύπου: “τι θέλω εγώ αυτήν την γαμημένη στιγμή εδώ”. Όταν αντικρίζει το ξεχωριστό ζευγάρι που φιλοξενούμε να λιώνουν στα μέλια τον κυριεύει η απόγνωση… Κάθεται δίπλα μου για μερικά δευτερόλεπτα, όσο να καταπιείς μια μπουκιά φαγητού, αμίλητος. Γυρίζει και με θωρεί βαθιά, με νόημα. Σκύβει και με ρωτάει χαμηλόφωνα: “βλέπεις αυτό που βλέπω;”. Ναι, του απαντώ κάθετα, ξερά. Με κοιτάζει ξανά με ένα χαμόγελο σχεδόν τρέλας. Τι; Του λέω. Μου απαντά στεγνά, μα πολύ στεγνά, σχεδόν πνιγηρά: “ΝΕΡΟ”…

    Πετάχτηκα να του φέρω νερό. “Κρύο, βωρέ”, μου φώναξε σαν να ξύπνησε από λήθαργο. Να κάπως έτσι είναι η ζωή. Απρόβλεπτη. Συχνά αλλόκοτη, αλλοπρόσαλλη στα όρια του αποπνικτικού. Σιωπήσαμε περιμένοντας την έφοδο της δίωξης του οικονομικού εγκλήματος. Για φαντάσου να ψάχνεις το οικονομικό έγκλημα σε μια ταβέρνα – ας το πούμε έτσι – ενώ γνωρίζεις κάλλιστα που μπορείς να το βρείς. Εντούτοις δε μιλήσαμε για τίποτα. Σιωπήσαμε. Νιώθαμε πως συνέβαινε κάτι πιο βαθύ από εκείνα που συζητούσαμε, κυρίως για πολιτική, σοσιαλισμό, κοινωνικά δικαιώματα, δημοκρατικά ιδεώδη αγώνες και κατακτήσεις, άλλες ανωριμότητες και άντε, στην καλύτερη για το μενού… Μας ξεπερνούσε το Ζιγκολό, μας ξεπερνούσε η γριά-ντόρλο… Τότε πέρασαν από μπροστά μας για την συνηθισμένη απογευματινή τους βόλτα, ήταν σχεδόν 5, ο Στρατής, ο Κώστας και ο Βασίλης. Ο Κώστας μας κοίταξε και απευθυνόμενος προς το “αφεντικό”, με μια δόση ειρωνείας και υπαινιγμού, ρώτησε: “Τι λέει η κατάσταση “αφεντικό”;” Αναμένοντας βέβαια κάποιο, ως συνήθως, πολιτικό σχόλιο. Τότε το “αφεντικό” απάντησε: “Η κατάσταση; Η κατάσταση είναι ζέστη, ΣΔΟΕ και κωλόγρια…” Δεν κατάλαβαν και πολλά, άλλωστε ήταν άλλος ο πλανήτης που κατοικούσαν. Νομίζω, ο πλανήτης αυτός, ονομάζεται: Τεμπελχανίαση. Εκεί δεν υπάρχει ποτέ πολλή ζέστη, ούτε ΣΔΟΕ, ούτε ζιγκολό και κωλόγριες. Όλα αυτά εμφανίζονται στην πραγματική ζωή.

    Η ΣΔΟΕ δεν ήρθε ποτέ. Το φλογερό ζεύγος αποχώρησε. Το “αφεντικό” επέστρεψε στο σπίτι. Έμεινα μόνος με τη Σούλα και πριν καλά καλά καθαρίσω το τραπέζι, μας την πέφτει μια παρέα νεαρών. Δώδεκα άτομα. Διατείνονται ότι πεινάνε λυσσασμένα. Τώρα, αυτήν την ώρα, δεν υπάρχει: Ψιτ παιδί…, υπάρχει: Φιλαράκο, μεγάλε και ενίοτε μάστορα. Λέω το ποίημα. Αυτό ξεκινάει πάντα όπως γνωρίζεις: Σας συνιστώ ανεπιφύλαχτα της κρεμμυδόπιτα… Παραγγείλανε τα πάντα, πιθανόν να ξεπέρασαν τα είκοσι πιάτα. Καθ όλη τη διάρκεια του σερβιρίσματος είχα μια άσχημη προδιάθεση, ένα πικρό αίσθημα. Έφαγαν. Πλήρωσαν και αποχωρούσαν. Παρέμενε δίπλα στο τραπέζι ένας νεαρός, όρθιος, στο αυτί το φορητό τηλέφωνο και στο άλλο το τσιγάρο. Άρχισα να μαζεύω. Ως συνήθως ένα τραπέζι ελληναράδων, κυρίως τα απογεύματα, μοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο. Υπομονή. Κάποιος από την παρέα που απομακρυνόταν φώναξε στο νεαρό να επισπεύσει. Τότε αυτός προέβη στην πράξη που ακόμα και σήμερα με στοιχειώνει. Μπροστά του πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα άθικτο πιάτο με τορτελίνια. Άπλωσε το χέρι και έσβησε το τσιγάρο μέσα στο φαγητό. Ζαλίστηκα, νόμισα πως θα λιποθυμήσω…Είχα μάθει στο σπίτι μου ότι υπήρχαν κάποια πράγματα ιερά, απαραβίαστα, όπως το λάδι, το ψωμί, σύμβολα αξεπέραστα του ελληνικού πολιτισμού. Στο σπίτι δεν πετάμε τίποτε. Πέρα από την οικο-νομία του σπιτιού αποτελούσε αμαρτία να μη σέβεσαι την τροφή. Αυτός ο λαός στερήθηκε ή του στέρησαν στο παρελθόν σε τραγικό σημείο το ψωμάκι και στη χώρα της ελιάς και του αμπελιού στερήθηκε ή του στέρησαν το λάδι, το κρασί. Ακόμη ετούτος ο λαός ζητιάνεψε για νερό, ζητιάνεψε για γάλα…
    Για αρκετή ώρα ένιωθα απόλυτη σύγχυση. Δεν μπορούσα να κατατάξω αυτή την συμπεριφορά σε μια κατηγορία συμπεριφορών και να αδιαφορήσω. Ξεπερνούσε τη λογική μου. Μάλλον τότε κατάλαβα πως εκεί που τελειώνει η λογική πρέπει να τελειώνει και η συζήτηση. Τι γίνεται μετά δεν μπορώ να σου πω, δεν ξέρω… Δεν θυμάμαι. Νομίζω όμως πως δεν το είπα σε κανέναν το εσωτερίκευσα κι αυτό, το σωματοποίησα κι αυτό… ας είναι…
    Α! Έτσι έφτασε περίπου έξι όταν επέστρεψε το “αφεντικό”. Χαλαρός, φρεσκοξυρισμένος. Κρατώντας το τσαντάκι και το ντοσιέ που έγραφε. Και ενώ μιλούσαμε μπούκαραν με ύφος δύο τύποι ντυμένοι στα ναυτικά. Απευθύνεται ο ένας στο “αφεντικό” (δίχως χαιρετισμό)
  • Θέλουμε να κλείσουμε ένα τραπέζι για το βράδυ…
    ( Ο έτερος τείνοντας το χέρι δείχνει μια πολυτελή θαλαμηγό και λέει)
  • Είμαστε από το μεγάλο!!!
    (Το “αφεντικό” μειδιώντας παράξενα, όπως όταν κάποιος είναι στα πρόθυρα του εκνευρισμού, με απίστευτο ύφος σαρκασμού, απαντά)
  • Φίλε μου δεν μας συγκινούμε τα μεγάλα…
    Αυτοί χαμογέλασαν αμήχανα. Επενέβην, έκλεισα το τραπέζι. Έφυγαν. Γυρίζοντας πίσω μου κοιταχτήκαμε με το “αφεντικό” στα μάτια. Σκάσαμε στα γέλια και συνεχίσαμε έτσι με μια περίεργη ευθυμία ως το κλείσιμο, παρά το γεγονός πως η ημέρα συνέχισε να είναι: Ζέστη, ΣΔΟΕ και κωλόγρια…
    Σε φιλώ

    THE HISTORY OF ONION PIE
    Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΕΜΜΥΔΟΠΙΤΑΣ, Ένα βιβλίο για το τίποτα και για όλα…
    (Μυθιστόρημα)
    Δημήτρης Γ. ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ