Κάθε πρωί το ίδιο δρομολόγιο επί χρόνια. Σχεδόν τα ίδια πρόσωπα στο λεωφορείο. Άλλα χαμογελαστά, άλλα αγουροξυπνημένα, άλλα κατσουφιασμένα. Ο καθένας με τη δική του ιστορία, με τα δικά του θέλω και με τις δικές του ελπίδες. Προφανώς και οι περισσότεροι πήγαιναν για τον επιούσιο της ημέρας. Λίγοι θα ήταν εκείνοι που πήγαιναν για άλλες υποθέσεις στο κέντρο της Αθήνας και σίγουρα όχι για ψώνια μια και τα καταστήματα δεν είχαν ανοίξει ακόμη.
Πάντα μόλις το λεωφορείο έφθανε στη γωνία για να πάρει τη στροφή να βγει στη κεντρική οδό, σήκωνα το βλέμμα μου και κοίταζα στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας απέναντι. Η γνωστή φιγούρα της γιαγιάς καθισμένη στη πολυθρόνα, αγνάντευε την κίνηση στη συμβολή των οδών που ήταν στο οπτικό της πεδίο. Κάθε ημέρα, χειμώνα καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο, πάντα η γιαγιά στη θέση της. Τις λίγες φορές που δεν την έβλεπα, υπέθετα ότι θα είχε κάποια δουλειά, μπορεί να ετοίμαζε τον καφέ της, μπορεί για κάποια υποχρέωσή της, να είχε στερηθεί εκείνη την ημέρα το χάζι του πήγαινε έλα, των ΙΧΕ, των λεωφορείων και των πεζών. «Ας είναι καλά», σκεφτόμουν.
Μου είχε γίνει συνήθεια να εισπράττω την άφωνη καλημέρα της και να την ανταποδίδω. Αυτή την εντύπωση έχω, κοιτάζοντας τον κόσμο μέσα και έξω από τα αυτοκίνητα, έστελνε και την καλημέρα της. Έπλαθα σενάρια με την φαντασία μου. Τη σκεφτόμουν νέα, να ετοιμάζει τον άνδρα της για τη δουλειά και τα παιδιά της για το σχολείο. Νέα σαν και εμένα να τρέχει και εκείνη για τη δουλειά της και τώρα σαν συνταξιούχος και πιθανόν μόνη να κάθεται και να σκέφτεται τα παρελθόντα χρόνια και να αναλογίζεται το μέλλον της. Άραγε ζούσε μόνη;
Πολλά τα σενάριά μου και άγνωστη βέβαια η ζωή της. Για ένα ήμουν βέβαιη, ότι ήθελα να τη δω, ήθελα να ξεκινήσει η εργάσιμη μέρα μου με την εικόνα της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το λεωφορείο περιμένοντας το φανάρι να ανάψει πράσινο, στεκόταν ακίνητο ακριβώς μπροστά από την πολυκατοικία, οπότε είχα περισσότερο χρόνο όχι μόνο να τη δω αλλά να παρατηρήσω ακόμη και το φόρεμα που φορούσε, να παρατηρήσω τον τρόπο που σήκωνε το φλυτζάνι της από το στρογγυλό τραπεζάκι δίπλα της, για να πιει το ρόφημά της που σίγουρα θα ήταν ο πρωϊνός της καφές.
Σε μια τέτοια φάση που το λεωφορείο ήταν σταματημένο λόγω φαναριού, διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Ασυναίσθητα σήκωσα το χέρι μου και τη χαιρέτησα. Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με την ίδια κίνηση. Και οι ημέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια κυλούσαν και η φιγούρα πάντα εκεί. Ώσπου ένα πρωϊνό τα παντζούρια ήταν κατεβασμένα. Ένα σφίξιμο στη καρδιά με πλάκωσε. «Κάτι άσχημο συμβαίνει», σκέφτηκα. Μπορεί και άλλες φορές να έλειψε, αλλά τα παντζούρια ποτέ δεν ήταν κατεβασμένα.
Πέρασαν σχεδόν δυο μήνες από τότε που στερήθηκα την παρουσία της και την άφωνη καλημέρα της. Και ένα πρωϊνό ένα «πωλείται» είδα τοιχοκολλημένο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ασυναίσθητα σήκωσα τα μάτια μου στον πρώτο όροφο. Μια πινακίδα με την ίδια λέξη, ήταν αναρτημένη στα κάγκελα του διαμερίσματος!
Την πόνεσα και την πένθησα, όπως πονώ και πενθώ για κάθε αγαπημένο πρόσωπο που φεύγει από τη ζωή μου. Φεύγει από τη ζωή όχι όμως από τη θύμηση, όπως δεν έφυγε και η άγνωστη γιαγιά!
Αρετή Γραμμόζη – Παπαδημάτου