Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
18 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Τα φωτάκια του δέντρου | Ειρήνη Τζαννάτου

Εικόνα: Jerry Apostolatos

Καθόταν και τα κοίταζε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν ωραία τα φωτάκια! Είκοσι μέτρα γιρλάντα με μπαταρία για να έχει αυτονομία η τρέλα του. Σωστά, μια τρέλα ζούσε… τι άλλο;

Ειρήνη Τζαννάτου

Μέσα στη νύχτα μόνος στο βουνό, να κοιτάζει το μεγάλο δέντρο φωτισμένο και το μπουφάν του να το νιώθει σαν κουβερτούλα πικέ. Ο κρύος αέρας  δεν αστειευόταν, του τρύπαγε τα κόκκαλα. Όμως η ιδέα, ιδέα! Του είχε κολλήσει να της  κάνει έκπληξη, να την εντυπωσιάσει, να την αφήσει άφωνη και να λυγίσει, να αφήσει τα  μα και μου, και τα «δεν ξέρω… τώρα που είμαστε μακριά»… Γιατί ρε γαμώτο; Θα ήταν πραγματικά, πολύ καλή φάση να είναι αγκαλιά μέσα στη φύση, μπροστά στην ομορφιά και τη δική του έμπνευση! Ήταν σίγουρος πως κάτι τέτοιο δε θα είχε ξαναδεί, και μάλιστα οργανωμένο ειδικά γι αυτή! Θα καταλάβαινε πως δεν υπήρχε άλλος να την αγαπά και να τη θέλει όπως αυτός! Και είχε κανονίσει τα πάντα… Πώς θα έφταναν εδώ πάνω, πού θα πήγαιναν μετά, πόσο ωραία θα ζούσαν εκείνη τη βραδιά!

Και να τον απόψε, ολομόναχο πάνω στο Ρούδι, με το παπάκι αφημένο καμιά τρακοσάρια μέτρα πιο κάτω, να κοιτάζει τα φωτάκια. Αυτά που παιδεύτηκε το πρωί να τα κρεμάσει στα κλαδιά, ακροβατώντας σε μια σκάλαστην αρχή και στη συνέχεια ισορροπώντας στο σκούρο έλατο. Κινδύνεψε να πέσει δυο φορές, τα χέρια του πονούσαν από την προσπάθεια, αλλά είχε μεγάλες προσδοκίες. Το απόγευμα θα ερχόταν η Φωτεινή και το βράδυ θα την έφερνε εδώ, στο βουνό, για την έκπληξη και ό,τι άλλο θα ακολουθούσε… Έλα όμως που στη ζωή, τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα σχεδιάζεις…

Έτσι -ενώ η  αποστολή  «δέντρο» είχε εκτελεστεί επιτυχώς το πρωί- μεσημεράκι πια στο σπίτι του, χτύπησε το κινητό του. Ήταν η Φωτεινή, που τον ενημέρωνε πως τελικά δεν έφυγε, όπως το είχε προγραμματίσει, γιατί οι φίλες της την έπεισαν να περάσει τα Χριστούγεννα στην Αθήνα. «Τόσα χρόνια όλο Κεφαλονιά…», ήθελε και αυτή να ζήσει τις γιορτές σε μεγάλη πόλη. Να πάει για ρεβεγιόν σε μεγάλο μαγαζί, σε κάποια πίστα, να διασκεδάσει διαφορετικά φέτος! Θα ερχόταν μετά την Πρωτοχρονιά . «Θα τα πούμε από κοντά σε λίγες μέρες. Εντάξει;» Τι να πει, τι να απαντήσει; Τον πόνεσε το στήθος του, σα να ‘σπαγε η καρδιά του. « Εντάξει…» και το ‘κλεισε.

Τι έκανε από εκείνη τη στιγμή δεν πολυθυμάται. Το σίγουρο είναι πως αποφάσισε έστω και μόνος, να ζήσει τα Χριστούγεννα μπροστά στο δικό του φωτισμένο έλατο. Εκεί ψηλά, στα όρη στ’ άγρια βουνά, αφού στον έρωτα ατύχησε. Ανταπόκριση δεν υπήρχε πια. Από τότε που πέρασε η Φωτεινή στη σχολή της στην Αθήνα, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Το κλασσικό. Μάτια που δεν βλέπονται… Μακάρι να ίσχυε το ίδιο και γι αυτόν! Γιατί εκείνος τά ‘βλεπε κάθε μέρα τα μάτια της, μέσα του. Τά ‘βλεπε  όταν δούλευε στο μαγαζί του πατέρα του, τά ‘βλεπε στον ύπνο του, τά ‘βλεπε όταν έπινε καφέ, όταν κάπνιζε, όταν άκουγε μουσική, όταν… όταν… δηλαδή συνέχεια. Έρωτας με κεφαλαίο.

Τά ‘βλεπε και τώρα, στο Ρούδι, μέσα στην παγωμένη νύχτα, να πλησιάζουν σαν φώτα αυτοκινήτου…

Όχι! Δεν ήταν φαντασία. Αυτοκίνητο ήταν που σταμάτησε δίπλα στο παπί του και έβαλε αλάρμ. Μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε μια φωνή και σφυρίγματα. «Είναι κανείς εδώ;» Βαριά λαϊκά ακουγόταν από το αυτοκίνητο και τα σφυρίγματα και οι φωνές «ποιος είναι εκεί ρε;» αντηχούσαν στο βουνό. Μια διμοιρία τσοπάνηδες να είχαν πλακώσει, λιγότερο σαματά θα κάνανε.

– Εδώ πάνω είμαι!

Δεν είχε καμιά διάθεση να φανερωθεί, αλλά του απάντησε για να τον κάνει να σταματήσει. Να σηκωθεί να φύγει ο μπελάς μέσα στη νύχτα. Αλλά που… Σα να τον είχε καλέσει κοντά του, και εκείνος με την άνεση του κατσικιού που σκαρφαλώνει σε πέτρες και απότομες ραχούλες, τον έφθασε μέσα σε δυο λεπτά.

– Τι κάνεις εδώ;… Τίποτα τελετές;… Μόνος σου είσαι;… ‘Η ήλθατε πολλοί για να συναντήσετε το διάολο απάνου στα βουνά;

 Τον είδε αγριεμένο με τα μούσια μέσα στο σκοτάδι και φοβήθηκε…

 -Ποιες τελετές μωρέ; Άναψα φωτάκια στο έλατο, μέρες που ‘ναι, και το κοιτάζω!

– Είσαι δηλαδή μεμίας κουρλός!!! είπε εντυπωσιασμένος. Ωραίο είναι πάντως… Εσύ το σκέφτηκες; Είναι κι άλλοι που θά ρθουνε, να το γιορτάσετε παρέα; και τον κοίταξε όλο νόημα .

-Όχι. Μόνος. Δε θα ‘ρθει κανείς.

Κάθισε δίπλα του, απέναντι από το δέντρο, έβγαλε από το μπουφάν του ένα πακέτο τσιγάρα, αναπτήρα …

-Πάρε ένα τσιγαράκι να το κάμουμε παρέα, κι αμά … μια και είσαι του θεολογικού, με δέντρα και φωτάκια, έλα μαζί μου να σε πάω στη φάτνη!

– Στη φάτνη; Τι λες μωρέ νυχτιάτικα!

-Πάρε τώρα το τσιγάρο κουρλέ, να δούμε λίγο ακόμα το έργο σου… Ωραίο το έκαμες μπαγάσα…! Κι αμά φεύγουμε… Πάμε στα ζωντανά μου που δεν πρόλαβα σήμερα να τα ταΐσω. Να ζεσταθεί και το κοκαλάκι μας , να πιούμε και κανα ποτήρι… Άντε… παρέα θέλω και ‘γω απόψε!

Στη φάτνη των αλόγων γιορτάστηκαν τελικά τα Χριστούγεννα. Στη στάνη. Με εξομολογήσεις και από μια ώρα κι ύστερα, με μάτια θολά από το βοστυλίδι, που μεταξύ μας δεν πινότανε!

Ειρήνη Τζαννάτου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ