Μία φορά και έναν καιρό υπήρχε το Βασίλειο του “θα”, ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος που κυβερνούσε ο βασιλιάς ξεγελαστός.
Το κάστρο του ήταν χτισμένο σε μία ηλιόλουστη παραθαλάσσια περιοχή.
Ο βασιλιάς ξεγελαστός κυβερνούσε αρκετά χρόνια το βασίλειο.
Είχε μια εμμονή να φοράει μονόχρωμες γραβάτες και να αλλάζει το χρώμα τους κάθε τέσσερα χρόνια (μπλε, πράσινες, κόκκινες) .
Μία μέρα πριν την επόμενη τετραετία της μονόχρωμης γραβάτας του, διοργάνωνε μία πλουσιοπάροχη γιορτή με τις καλύτερες μουσικές από όλη την χώρα με κρασί, φαγητό, χορό και αρεσκόταν εκείνη την ημέρα να βγαίνει στο μπαλκόνι και να βγάζει έναν υπέροχο λόγο γεμάτο υποσχέσεις για τη νέα τετραετία.
Το πλήθος ζητωκραύγαζε γεμάτο ενθουσιασμό πιστεύοντας όλα αυτά τα όμορφα λόγια που άνθιζαν στις καρδιές τους , για τους δρόμους που θα έφτιαχνε, για τους καλύτερους σπόρους σιτηρών που θα έφερνε στη Χώρα, για την δικαιοσύνη που ποτέ δεν υπήρχε, για την ανάπτυξη της χώρας και για τόσα άλλα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο λαός. Κάθε φορά ο βασιλιάς ξεγελαστός, ξεγελούσε μέσα σε αυτή την γιορτή το πλήθος με τους μαγεμένους λόγους του και όλα αυτά τα “θα”… πνίγονταν στο κρασί και χανόντουσαν στη μουσική και στον χορό.
Μία μέρα ένας ενάρετος νέος και έξυπνος χωρικός που ανέλαβε τα ηνία από τον πατέρα του κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια με πολύ κόπο να τριπλασιάσει την σοδειά της οικογένειας.
Ποτέ δεν περίμενε τίποτα από κανέναν, ότι κατάφερνε το έκανε με την αξία του. Βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη και έδινε απ τον κόπο του σε οικογένειες που δεν είχαν να φάνε.
Για την ηλικία του ήταν πολύ σοφός, του άρεσε το δίκαιο και το σωστό,αυτά είδαν οι γύρω του και τον έπεισαν σε συγκεντρώσεις την γνώμη του να λέει. Έτσι ο χωρικός ξεκίνησε χωρίς καμία γραβάτα να γίνει τόσο αγαπητός κι ας βάραγε και τσάπα.
Σε λίγα χρόνια ο χωρικός μαζί με τον λαό του εκθρόνισε τον βασιλιά που ήταν μόνο λόγια και ζήσανε αυτοί καλά σε ευτυχισμένη χώρα!
Αν δεν δουλέψεις στη ζωή προβλήματα δεν λύνεις γιατί σου φαίνονται άγνωστα και ας έχεις την ευθύνη…
Ο Χρήστος Παναγιωτόπουλος είναι ιδιωτικός υπάλληλος.
Πατέρας δύο παιδιών.
Συντάκτης στο Λογοτεχνικό περιοδικό Θρυαλλίδας.
Υπό έκδοση ή πρώτη ποιητική του συλλογή.