Υπάρχει ένα συναίσθημα που διαπερνά σιωπηλά τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία: η κόπωση. Όχι η σωματική, αλλά η ψυχική κόπωση του πολίτη που προσπαθεί να σταθεί όρθιος μέσα σε ένα κράτος που μοιάζει να λειτουργεί εναντίον του. Κάθε αίτηση, κάθε γραφειοκρατική πράξη, κάθε επαφή με μια δημόσια υπηρεσία μετατρέπεται ένα μικρό τεστ αντοχής. Όσο, όμως, το κράτος αποτυγχάνει να ανταποκριθεί, τόσο ο θυμός ριζώνει βαθύτερα.
Ας μην κρυβόμαστε. Ο μέσος πολίτης δε ζητά πολυτέλειες. Ζητά συνέπεια, σαφήνεια, στοιχειώδη σεβασμό. Όμως, πολλές φορές το δημόσιο μοιάζει με ένα αόρατο πλέγμα αρμοδιοτήτων, σφραγίδων και αναρμοδιοτήτων. Ένας οργανισμός μπορεί να λάβει ένα αίτημα και να το χρεώσει σε λάθος τμήμα. Το τμήμα αυτό, αντί να το διαβιβάσει εκεί όπου πρέπει, απαντά μηχανικά: “είμαστε αναρμόδιοι” και, κάπως έτσι, ο πολίτης καλείται να γίνει ο ίδιος υπάλληλος. Να ψάξει ποιος έχει την ευθύνη, να επαναλάβει τη διαδικασία, να χάσει χρόνο, να χάσει πίστη.
Σε μια άλλη περίπτωση, κάποιος που μόλις έχασε τον γονιό του ζητά απλώς να μάθει τι οφείλει να κάνει για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες που του κληροδότησαν. Αντί για ρητές οδηγίες, λαμβάνει την παρότρυνση “συμβουλευτείτε δικηγόρο”. Δηλαδή, πλήρωσε για να μάθεις κάτι που θα έπρεπε το ίδιο το κράτος να σου απαντήσει. Αν δεν έχεις τη δυνατότητα να πληρώσεις, ίσως αναγκαστείς να βρεθείς σε πολιτικά γραφεία ζητώντας βοήθεια. Εκεί, αν δεν είσαι «δικός τους», μένεις απλώς σε αναμονή. Με αυτόν τον τρόπο το κράτος μετατρέπεται σε έναν μηχανισμό που ανταμείβει την εξάρτηση και τιμωρεί την αξιοπρέπεια.
Σκεφτείτε, ακόμη, τον πολίτη που πέφτει θύμα οδικής βίας. Καλεί την αστυνομία και ακούει το γνώριμο «κάνε μήνυση». Πληρώνει, περιμένει, και η υπόθεση χάνεται σε φακέλους και αναβολές. Όταν ο δράστης τον απειλεί ξανά, του λένε «κάνε ασφαλιστικά μέτρα». Δηλαδή, ξανά πληρώνει, ξανά περιμένει. Χρόνια αργότερα, ίσως το δικαστήριο αποφανθεί ότι δεν προκύπτει ευθύνη. Το μόνο βέβαιο είναι ο λογαριασμός του δικηγόρου καθώς και η φράση, που όλοι έχουμε ακούσει ή πει, «Μην μπλέξεις».
Αυτές οι ιστορίες, μικρές και μεγάλες, δεν είναι εξαιρέσεις. Είναι καθημερινότητα. Είναι αυτή η καθημερινότητα που γεννά τον θυμό. Όταν ο πολίτης δεν βρίσκει δικαίωση, όταν αισθάνεται ότι το σύστημα τον εμπαίζει, η απογοήτευση μετατρέπεται σε απόρριψη. Δεν εμπιστεύεται πια τους θεσμούς. Δεν ελπίζει στη δικαιοσύνη. Τότε, γίνεται ευάλωτος σε φωνές που υπόσχονται “άμεσες λύσεις”, “τελείωμα με όλους αυτούς”, “νόμο και τάξη τώρα”. Συνεπώς η αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου δεν είναι απλώς ζήτημα λειτουργίας, είναι ζήτημα δημοκρατίας.
Για να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί ίδιοι. Υπάρχουν υπάλληλοι που υπηρετούν με ευσυνειδησία, που καθοδηγούν, που ψάχνουν λύσεις, που κάνουν πολύ περισσότερα απ’ όσα τους ζητά το καθήκον. Είναι οι άνθρωποι που κρατούν όρθια την έννοια του «δημοσίου λειτουργήματος». Όμως, όσο το σύστημα παραμένει αδιαφανές, χωρίς έλεγχο και λογοδοσία, αυτοί οι άνθρωποι χάνονται μέσα στη μετριότητα που κυριαρχεί.
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι να καταδικάσουμε συλλήβδην το Δημόσιο, όπως πολύ συχνά ακούμε συμπολίτες μας να κάνουν, αλλά να το ξανακερδίσουμε. Να φτιάξουμε ένα κράτος που να σέβεται τον χρόνο και την αξιοπρέπεια του πολίτη. Που να λογοδοτεί όταν κάνει λάθος, να επιβραβεύει όταν λειτουργεί σωστά. Ένα κράτος που δεν θα εξωθεί τον πολίτη στην παραίτηση ή στη βία των άκρων.
Γιατί όσο αφήνουμε τον θυμό να σιγοβράζει, τόσο κινδυνεύουμε να τον δούμε να ξεσπά σε μορφές που κανείς δεν θα ελέγχει. Η οργή του πολίτη είναι δικαιολογημένη αλλά αν δεν μετατραπεί σε διεκδίκηση, θα γίνει δηλητήριο. Το κράτος δεν είναι κάποιος άλλος, είμαστε όλοι εμείς. Αν δεν το αλλάξουμε με πολιτικές επιλογές, επιμονή και ευθύνη, θα συνεχίσει να μας θυμώνει μέχρι να πάψουμε να πιστεύουμε σε αυτό. Αν δεν έχουμε ήδη χάσει την πίστη μας…
Γιάννης Βαρούχας










