-Μπαμπά ! Γυμναστική Ακαδημία Κομοτηνής!
– Μπράβο ματάκια μου!
Το κορίτσι του. Το καμάρι του! Λεπτή, αθλητική, με μελαχρινό προσωπάκι, να λάμπει για τα αποτελέσματα των πανελλαδικών. Προσπάθησε το παιδάκι του. Διάβασε πολύ, έκανε προπονήσεις για τα αθλήματα. Κουράστηκε ο θησαυρός του για να τα καταφέρει και της το αναγνώριζε. Άξια και όμορφη! Θα σπούδαζε! Πάντα ήθελε να πάει το παιδί του στο Πανεπιστήμιο και νάτο που έγινε! Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να το γιορτάσουν οικογενειακά. Θα τους πήγαινε για φαγητό σε ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα και για μετά, είχε ήδη ένα μεγαλύτερο γλέντι στο μυαλό του… Όχι και πολύ κόσμο λόγω covid, αλλά μια γιορτή στην αυλή του σπιτιού τους με μπόλικο φαγητό και ζωντανή μουσική για τους καλούς φίλους,θα ήταν μια χαρά! Θα τα οργάνωνεαυτάαργότερα… Προς το παρόν, απαντούσε χαρούμενος στα τηλεφωνήματα συγχαρητηρίων που δεχόταν, και καμάρωνε για την κόρη του. Ακόμα και την επόμενη μέρα στη δουλειά του, η σκέψη του κάλπαζε. Άκουγε τους πελάτες, που έφερναν τα αμάξια στο συνεργείο, αφηρημένα και ανέθετε στους βοηθούς τη διάγνωση και θεραπεία των τροχοφόρων. Το μυαλό του ήταν μόνο στο κορίτσι του, που είχε το μέλλον μπροστά του! Μήπως να της άνοιγε γυμναστήριο, όταν με το καλό θα τέλειωνε τις σπουδές της; Και αν η μικρή είχε όρεξη και το συνδύαζε με κάποιο μεταπτυχιακό στη διατροφή… Ε! τότε θα είχε σίγουρη, εξασφαλισμένη πελατεία! Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα όνειρα και τα σχέδια! Τέτοια χαρά!
Τα τραπέζια γίνανε. Και το πρώτο, κοντά στη θάλασσα και το δεύτερο, στο σπίτι τους με μπουζούκι και κιθάρα. Κάτω από την πέργολα με την μπουκαμβίλια, ήπιε όλο το Βόσπορο, τον τραγούδησε, χόρεψε ζεϊμπέκικο, και ολοκλήρωσε τη βραδιά παραδοσιακά, με δυο τρεις γνωστές κανταδούλες. Καμιά αρνητική σκέψη δεν είχε σκιάσει τη χαρά του, ως την ώρα που η γυναίκα του έβγαλε τα εισιτήρια. Θα πήγαιναν αεροπορικώς Θεσσαλονίκη και μετά με λεωφορείο για Κομοτηνή. Και πότε με το καλό; Το επόμενο κιόλας πρωί. Δεν έπρεπε να καθυστερήσουν άλλο, γιατί θα ήταν δύσκολο να βρουν ένα σπίτι της προκοπής… Και θα επέστρεφαν; Άγνωστο, αυτό θα εξαρτιόταν από το πώς θα πήγαιναν τα πράγματα εκεί πάνω…
Μούδιασε… Ώστε ήλθε η ώρα να φύγει…
Τη νύχτα ονειρεύτηκε πως ήταν πάλι στρατιώτης στην Ορεστιάδα και προσπαθούσε να καθαρίσει το στρατόπεδο από το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα. Μόλις καθάριζε λίγα μέτρα, αμέσως ξαναγέμιζε… Κρύωνε και τα χέρια του παγωμένα κρατούσαν το φτυάρι, σε έναν αγώνα χωρίς αποτέλεσμα. Εφιάλτης…
Τις πήγε με το αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο. Λαιμός στεγνός, στόμα πικρό. Δεν του έβγαινε κουβέντα. Και όταν την έσφιξε στην αγκαλιά του για το καλό ταξίδι, παραλίγο να τον πάρουν τα κλάματα… Το κατάλαβε η μικρή.
– Σιγά ρε μπαμπά! Δε φεύγω και μετανάστης!
-Θα σε πάρουμε τηλέφωνο μόλις φθάσουμε Θεσσαλονίκη, του είπε η γυναίκα του και τον φίλησε στο μάγουλο.
Τις κοίταζε από το τζάμι την ώρα που περνούσαν τον έλεγχο. Πως περάσανε 18 χρόνια! Κούνιες, βόλτες, παιδικά πάρτι, φροντιστήρια και βραδινές έξοδοι, παρέλασαν στη μνήμη του. Και αυτός πάντα παρών να επιβλέπει, να συνοδεύει, να αγκαλιάζει και να μαλώνει. Εκεί! Βράχος και αφοσίωση στην κορούλα του. Τη γυμνάστρια! Που μεγάλωσε και αυτός ακόμα να το πάρει χαμπάρι! Που πέταξε για μακριά με τα φτεράκια της, μόνη της!
Προχώρησε στην έξοδο και μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο. Στο συνεργείο θα τον περίμενε πολλή δουλειά.
Ειρήνη Τζαννάτου