Στη φωτογραφία του άρθρου : “Εαρ συντετριμμένο” της Κατερίνας Μπαλτσαβιά.
“Δεν ξέρω”… μια γυμνή έκφραση που χρησιμοποιούμε όταν μας υποβάλλονται ερωτήσεις στις οποίες ψυχανεμιζόμαστε τις απαντήσεις αλλά τις ξορκίζουμε με την αμηχανία.
“Δεν ξέρω”… μια άγευστη έκφραση που λέμε όταν η πραγματικότητα ξεπερνάει τις πνευματικές και ψυχικές μας δυνάμεις.
Τούτο το καλοκαίρι δεν είναι απλά ασυνήθιστο. Είναι πολύ δύσκολο να του προσάψεις κάποιο επίθετο με θετικό πρόσημο. Τα επίθετα έχουν λουφάξει, φοβούνται τις σκιές τους. Κι όταν τα επίθετα φοβούνται και κρύβονται τότε τα ουσιαστικά αυτοκτονούν.
“Δεν ξέρω”. Συναντώ, στις επιβεβλημένες εξόδους μου, τις οπτασίες των ανθρώπων που αγάπησα. Τις άχρωμες φιγούρες των ανθρώπων που άγγιξα και διαπερνούσε το ηλεκτρικό φορτίο της επιδερμίδας τις φλέβες της ψυχής.
“Δεν ξέρω”. Συναντώ και δεν μπορώ, απαγορεύεται, ν’αγκαλιάσω ανθρώπους που έπαιξα τα παιδικά χρόνια στις αλάνες της αθωότητας με τα ματωμένα γόνατα και τα καθάρια βλέμματα. Εκείνους που γλεντήσαμε μαζί πολύτιμες στιγμές μας που διαπότιζαν το είναι μας με αυταπάρνηση. Εκείνους με τους οποίους συγχρωτίστηκα όμορφα σε τραπέζια στρωμένα με εγκάρδιες συζητήσεις και άδολη κατανόηση.
“Δεν ξέρω”. Τα καλοκαίρια που ποθήσαμε κορμιά και ψυχές. Τα καλοκαίρια που γευτήκαμε και πενθήσαμε ανεκπλήρωτους έρωτες. Τα καλοκαίρια που έσταζε σαν τον κόκκινο χυμό του καρπουζιού η λαχτάρα της επαφής και σαν διάφανο λευκό κρασί έρεε ο ιδρώτας της συγκίνησης του: πάλι αύριο μαζί…
Συναντώ και δεν μπορώ, απαγορεύεται, να τείνω το χέρι στους ανθρώπους που γευτήκαμε μαζί το πικραμύγδαλο. Να ακουμπήσω στον ώμο την παρέα της παγωμένης μπύρας το καταμεσήμερο όταν ο ήλιος πύρωνε τις βλέψεις, τα οράματα και τις φιλοδοξίες.
Απαγορεύεται να ακουμπήσεις στοργικά το χέρι στο μάγουλο χαϊδεύοντας τις ανησυχίες. Απαγορεύεται να σφίξεις στην παλάμη τις αγωνίες, τους φόβους και τις ελπίδες. Το βλέμμα πρώτη φορά μοιάζει φτωχό, σχεδόν ζητιάνος. Πίσω του χάσκει ένα απύθμενο κενό. Το καλύπτει η οσμή της αδυσώπητης ανάγκης.
Και είπα στην κοινωνία των ένθεν κακείθεν αρχόντων πως έφτασε, επιτέλους, η ώρα της κοινωνίας των πολιτών. Η ώρα της συνειδητοποίησης της κοινής μοίρας και η αδήριτη αναγκαιότητα της σύμπλευσης. Και μου απάντησαν πως για ακόμη μια φορά ξεστομίζω ανοησίες. Ρομαντικές ουτοπίες, ανέφικτες απόψεις που στερούνται ρεαλισμό. Αυτή είναι η γλώσσα εκείνων που τους βολεύει η συντήρηση. Κι όμως, σκεφτήκαμε πως ήταν μια ευκαιρία να συναντηθούμε στις επάλξεις της αναζωογόνησης της κοινωνίας πέρα από θεσμούς επιδιώξεις να βρεθούμε κάτω από τον κοινό παρανομαστή: την υπεράσπιση της ζωής. Επειδή ό,τι δεν προωθεί τη ζωή είναι ανήθικο. Δεν μπορεί, είπαμε, είναι μια ευκαιρία να κάνουμε επιτέλους τη σωστή ανάγνωση της κοινωνίας που χρειάζεται αλλαγές. Δικαιοσύνη για όλους. Αλληλεγγύη, αλτρουισμός. Να δημιουργήσουμε την κοινωνία των πολιτών. Αντ’αυτού επήλθε η αποθηρίωση. Περισσότερη αδιαφορία. Υπέρμετρος εγωισμός. Κυριάρχησε κατά κράτος ο εαυτουλισμός και ο φιλοτομαρισμός. Το ατομικό συμφέρον πνίγει κάτω από τη μάσκα το οξυγόνο της συλλογικότητας. Οι άνθρωποι είναι περισσότερο εριστικοί και ευερέθιστοι. Αχαλίνωτα τα ένστικτα. Ετοιμοπόλεμες λεγεώνες και αρένες με μονομάχους στο σκηνικό.
Τι έγινε; “Δεν ξέρω…” Μάλλον σκεφτήκαμε “δημοκρατικές ανοησίες”. Κι όμως, δεν υπάρχει άλλη λύση του γόρδιου δεσμού: ή αυτή που προτείνει το “μαζί” ή αυτή που πρότεινε ο Μέγας Αλέξανδρος. Και πάλι δεν ξέρω. Πάντως, ένα είναι βέβαιο. Αυτό που είπε ο Μιχάλης Κατσαρός: “Μην αμελήσετε. Πάτρε μαζί σας νερό. Το μέλλον έχει πολλή ξηρασία.”
Στην Κορνέλια και τον Χάιο, στην Μπέβελην και τον Τζων, στον Χουάν, στην Κλέλια και τον Τζαιημς, στη Βάνια, τον Πάτρικ και σε όλους τους “ξένους” φίλους των καλοκαιριών…
Δημήτρης Ραυτόπουλους
Εκπαιδευτικός, Φιλόλογος