Έπλεκε μανιωδώς. Ήθελε να τελειώσει μέχρι τις γιορτές το πουλόβερ που έφτιαχνε. Είχε χρόνια να πιάσει βελόνες και το έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση.
Η ιδέα του πλεξίματος είχε έλθει με την προηγούμενη καραντίνα, τότε που αποφάσισε να ψάξει κάθε ντουλάπι του σπιτιού, να ανοίξει κάθε συρτάρι και να ξεκαθαρίσει αντικείμενα, βάρη και αναμνήσεις. Της την έδιναν έτσι κι αλλιώς τα πολλά πράγματα και σε εκκαθαρίσεις τέτοιου τύπου είχε, κατά καιρούς, ξαλαφρώσει το σπίτι από διάφορα περιττά. Με το «είχε ξαλαφρώσει» δεν εννοώ πως τα είχε πετάξει! Τέτοιο έγκλημα, η πιστή υπήκοος της ανακύκλωσης δε θα διέπραττε, παρά μόνο σε κάποια αδύναμη στιγμή, και κάτω από την πίεση του άντρα της… Όλα πήγαιναν σε παζάρια μεταχειρισμένων. Σε μια τέτοια λοιπόν επιχειρησιακή εκκαθάριση, βρήκε παλιά κουβάρια μαλλιού και αποφάσισε να φτιάξει ένα ζακάρ πουλόβερ για το Στέφανο, την αγάπη της, το φίλο, το συνομιλητή, το συνοδοιπόρο. Φέτος που τα Χριστούγεννα θα τα πέρναγαν οι δυο τους λόγω covid, σκέφτηκε να του χαρίσει κάτι πιο εμπλουτισμένο, πιο ιδιαίτερο… Να έχει και προσωπική φροντίδα, σαν αυτή που χρόνια τώρα του πρόσφερε… Και ήταν πολλά τα άτιμα τα χρόνια που περάσανε μαζί. Ένα δροσερό ζευγαράκι ήταν και εξελίχθηκαν σε ένα παραγινωμένο ντουέτο!
-«Δε θέλω ηττοπάθειες» σκέφτηκε, ενώ μετρούσε τους πόντους για το σχέδιο στο πλεχτό της.«Εξάλλου, είμαστε τυχεροί που περάσαμε τόσο καλά, αν και όχι πάντα τόσο αγαπημένα»…
Γιατί μέσα σ’ αυτή τη σιωπηλή βοή των χρόνων, από καυγάδες άλλο τίποτα! Τα πρώτα χρόνια, οι παρεξηγήσεις είχαν να κάνουν με το ξεβόλεμά τους, καθώς ήταν μαθημένοι να ζουν μόνοι και να ακολουθούν τη διάθεση της στιγμής. Με το γάμο, η όρεξη του ενός έπρεπε συχνά να περνάει και από το φίλτρο του άλλου, και αυτό δε γινόταν πάντα εύκολα… Άσε την κονταρομαχία για την επικράτηση στη σχέση! Η φεμινιστική της διάθεση δεν την εγκατέλειψε λεπτό, και μάλλον κακό έκανε στην ηρεμία του σπιτιού παρά βοηθούσε στη δίκαιη και ισότιμη μοιρασιά της οικογενειακής ευτυχίας… Τέλος πάντων, καλά έκανε! Δε μετάνιωνε για τα αυτονόητα που κέρδιζε καθημερινά και τα υπερασπίστηκε σαν καλή σουφραζέτα!
Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τα αίματα δεν άναβαν με τη μια. Είχαν πια ξεκαθαρίσει τα μεταξύ τους όρια αλλά και τις περιοχές που κινούνταν, και δε μπλέκονταν ο ένας στα πόδια του άλλου. Και μ’ αυτό θυμήθηκε την ωραία ποδηλατάδα στις Σπέτσες ένα καλοκαίρι. Με τη μυρωδιά του πεύκου και το τρίξιμο των τζιτζικιών. Τότε που κοιτάζοντας τη θάλασσα, έπεσε με τοποδήλατό της πάνω στο δικό του, και οι δυο μαζί φαρδιά πλατιά στο δρόμο. Το καλύτερο τρακάρισμα της ζωής της! Λίγες ματωμένες γρατσουνιές και ασυγκράτητα γέλια! Καμία σχέση με το άλλο τρακάρισμα που έγινε χρόνια μετά, με θύμα το καινούργιο αυτοκινητάκι της! Ούτε να θυμάται δεν ήθελε, τις παρατηρήσεις του αντρούλη της για την οδήγησή της! Πας έτσι, πας αλλιώς… Αλλά τελικά ποιος το τράκαρε το αμαξάκι της; Ποιος; Ο ξερόλας ο Στέφανος! Που παίρνει και εκείνο το ύφος των τετρακοσίων καρδιναλίων…
Λίγες σειρές ακόμα και τελείωνε. Μετά έπρεπε να ράψει τα κομμάτια και έτοιμο το πουλοβεράκι! Ήταν φοβερή! Χρυσοχέρα! Μα τι ωραία που είχαν γίνει τα σχέδια!
Όπως τότε με τα σχέδια του σπιτιού… Όποια παρέμβαση είχε κάνει αποδείχθηκε σωστή! Αλλά για να πείσει τον αντρούλη της που είχε τυφλή εμπιστοσύνη στον αρχιτέκτονά του, έπρεπε να μαλλιάσει η γλώσσα της! Η αλήθεια είναι πως ώρες ώρες, ο παντογνώστης Στέφανος έδειχνε εμπιστοσύνη στον πιο άσχετο, ενώ αυτήν, την αντιμετώπιζε σαν καμιά χαζή! Φούντωσε… «Εμπιστοσύνη μηδέν, και εκτίμηση κάτω του μηδενός! Έτσι Στεφανάκο;» Και αυτή η χαζή του ετοιμάζει και πουλόβερ! Μια ζωή γλύκες και καλοσύνες!
-«Αλλά όχι κύριε Στέφανε! Αυτό το φοβερό πουλοβεράκι δε θα το φορέσεις εσύ! Μετάνιωσα! Είναι για μένα! Μπορεί να είναι λίγο μεγάλο μου, αλλά δεν πειράζει… Μια χαρά τα φοράω εγώ τα μπόλικα όταν κάνω δουλειές στον κήπο, ή πάω για περπάτημα! Για μένα λοιπόν το εορταστικό ζακάρ. Για μένα το χριστουγεννιάτικο δώρο και σένα θα σου πάρω κανένα after shave ή σε μεγάλα κέφια καμιά κολόνια…! Αποφασίστηκε!»
Ειρήνη Τζαννάτου