Τετάρτη 24 Απριλίου 2024
16.1 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Η καρυδιά

Τέτοιες ημέρες πασχαλινές ήταν! (μέσα στο σαρανταήμερο μέχρι την Ανάληψη).
“Άντε παιδάκι μου πήγαινε σιακάτω στην αγορά, να πάρεις κανένα γιαούρτι για το βράδυ”, μου είπε η γιαγιά μου.

Μέσα μου δυσανασχέτησα αλλά που τολμούσα να της φέρω αντίρρηση. Τετάρτη Γυμνασίου ήμουν και ήταν η χρονιά που έμενα μαζί της μέχρι να γυρίσει η μάννα μου από τη Γερμανία. Είχαν περάσει 6 – 7 μήνες από τότε που είχα φύγει από την παιδόπολη των Ιωαννίνων «Αγία Ελένη». Ήμουν τελείως έξω από τα νερά μου και ακόμη δεν είχα εγκλιματισθεί στη νέα μου εξωιδρυματική ζωή.

Στη παιδόπολη πήγα έζησα έξι χρόνια, τις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και τις τρεις πρώτες του εξαταξίου Γυμνασίου. Παιδικά και εφηβικά χρόνια. Όποτε ένοιωθα κάπως περίεργα και πρωτίστως θα έλεγα δεν είχα τον αέρα, που έβλεπα σ’ άλλες συνομήλικές μου. Δεν τους ήξερα και όλους τους πάνω Κονιτσιώτες. Ένα μήνα κάθε καλοκαίρι και καμιά φορά Πάσχα και Χριστούγεννα που να τους μάθω όλους. Μόνο τους γείτονες και τις φίλες της γιαγιάς μου.

Μια εξ αυτών των φιλενάδων η Μπαχτιγιέ, μουσουλμάνα στο θρήσκευμα. Μια γλυκύτατη γυναίκα που έδινε την αγάπη της απλόχερα σ’ όλους αδιακρίτως. Κάθε Πάσχα ερχόταν στο σπίτι της γιαγιάς να μας πει το “Χριστός Ανέστη” και τα “Χρόνια Πολλά”, να πάρει το κουλούρι της με το αυγό της. Σεβασμός στη θρησκεία του άλλου. Και πάντα η γιαγιά μου, φύλαγε το καλύτερο βαμμένο αυγό για τη Μπαχτιγιέ.
Ας συνεχίσω όμως την ιστορία μου.

Φορώ την μαθητική ποδιά με τον άσπρο γιακά και άσπρη κορδέλα στα μαλλιά (ας τολμούσα να βγω χωρίς τη μαθητική ποδιά, η αποβολή παραμόνευε) και κατηφορίζω για την αγορά. Πάω μέχρι το ζαχαροπλαστείο του Παπαμιχαήλ (τα καλύτερα ραβανί έχω φάει σ’ αυτό το ζαχαροπλαστείο, – ακόμη έχω τη γεύση τους στο στόμα μου – κερασμένα από τον θείο Γιώργο) και κάνω την αγορά μου. Παίρνω το δρόμο του γυρισμού, την πλακόστρωτη ανηφόρα για το σπίτι μας. Φθάνω μέχρι την καρυδιά, σημείο ξεκούρασης για τους πάνω Κονιτσιώτες από τη κούραση της ανηφόρας. Σημείο ανταλλαγής απόψεων και κοινωνικών σχολίων. Πόσα έχουν ειπωθεί κάτω από την σκιά της!

Πλησιάζοντας να πάρω μια ανάσα και να ξεκουραστώ λίγο, βλέπω να κάθεται και να ξεκουράζεται ο κος Γιάννης, ο άνδρας μια φίλης της γιαγιάς μου. Κάθομαι σε μια πέτρα στην σκιά της καρυδιάς και λέω μια ντροπαλή «καλημέρα». Τί την ήθελα την «καλημέρα;» Χίλιες φορές να έραβα το στόμα μου και να καθόμουν χωρίς να τον καλημερίσω.

Με έλουσε στην κυριολεξία με λέξεις: Ανάγωγη, αγενέστατη, αμαρτωλή κλπ. Τα έχασα! Δεν είχα καταλάβει και ποιο είναι το παράπτωμά μου. Δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσω. Συνέχισε, «πως τολμάς και λες καλημέρα! Σαράντα ημέρες λέμε «Χριστός Ανέστη» και συνέχισε να με στολίζει με διάφορα κοσμητικά επίθετα.
Πήρα τη σακούλα με τα γιαούρτια μου και κλαίγοντας πήρα τον υπόλοιπο ανήφορο. Ένοιωσα τόσο άσχημα! Στη γιαγιά μου δεν είπα τίποτε, αν και κατάλαβε πως κάτι συνέβη στη διαδρομή, από τα βουρκωμένα μάτια μου.

«Τι έχεις;» με ρωτά. «Τίποτε» της απαντώ «αλλά να …. Μου λείπει η μάννα μου!» και όντως εκείνη τη στιγμή την ήθελα κοντά μου, ήθελα να κουρνιάσω στην αγκαλιά της.
Ο εν λόγω πάνω Κονιτσιώτης – ένας φοβερά θρησκόληπτος άνθρωπος – μου έγινε τρομερά αντιπαθής. Κάθε φορά που τον έβλεπα από μακριά άλλαζα δρόμο για να μην τον συναντήσω.

Σιγά – σιγά ξεθάρρεψα, ενσωματώθηκα στη κοινωνία της Κόνιτσας και απόκτησα και τις φιλίες μου με συνομήλικα κορίτσια.

Νοσταλγώ τον τόπο που γεννήθηκα και κάθε φορά που πηγαίνω και παίρνω τον ανήφορο, φθάνοντας στην καρυδιά, θυμάμαι το περιστατικό και θλίβομαι. Θλίβομαι γιατί ορισμένοι δεν ξέρουν ότι τον άλλον, τον κερδίζεις με την αγάπη, την ευγένεια, την καλοσύνη. Δώστε τα απλόχερα δεν κοστίζουν, όπως τα έδινε η γλυκιά μας Μπαχτιγιέ που τη θυμάμαι με τόση αγάπη. Καλησπέρα μας λοιπόν! (Στη φωτογραφία το σημείο ξεκούρασης των πάνω Κονιτσιωτών, η περιβόητη καρυδιά που εάν είχε φωνή, θα μας έλεγε πολλά. Δεν χρησιμοποιείται πλέον, όπως φαίνεται, σαν τόπος ξεκούρασης).

Σημ.: Πόσο θα ήθελα στην επόμενη επίσκεψή μου, στη γενέτειρά μου, να δω τον χώρο της καρυδιάς καθαρισμένο, να κάτσω στην πέτρα κάτω από την σκιά της, να αναπολήσω και να θυμηθώ. Να συνομιλήσω, έστω νοερά, με ανθρώπους που αγάπησα και πορεύτηκα.

Αρετή Γραμμόζη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ