Τρίτη 23 Απριλίου 2024
19 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Πάρεξ ελευθερία και γλώσσα… | Δημήτρης Ραυτόπουλος

Περιδιαβαίνοντας τους μεσημεριανούς πύρινους δρόμους στο κέντρο του Μεσολογγίου. Δύο η ώρα ήλιος πυρός και φοινικιές, που λέει ο ποιητής, ήλιος αμείλικτος. Κούφιος ο ήχος της πόλης του Ραζή – Κότσικα, όπως ο ήχος που σκόρπιζε του καρυοφύλλι του. Μερικά νευρικά, σχεδόν επιθετικά αυτοκίνητα χάνονται μέσα στη λάβα που αναδύει η άσφαλτος. Γιατί εμείς οι Έλληνες οδηγάμε νευρικά, επιθετικά; Μα είναι ώρα τώρα για ερωταπαντήσεις; Αφού η ψυχή πονάει καταμεσήμερα στο Μεσολόγγι. Πονάει επειδή η μνήμη κλωθογυρίζει στο ένδοξο, μαρτυρικό, συνταρακτικό αλλά και τόσο διδακτικό παρελθόν της πόλης.

Παγκόσμιο σύμβολο του πάθους και της αδιαπραγμάτευτης αξίας της ελευθερίας. Το’παν με τα τουφέκια και τα γιαταγάνια τους οι αγωνιστές. Το’παν με την αστείρευτη πένα τους οι ποιητές της εποχής: «Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται ζυγό δουλείας ας έχωσι, θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», ο ασύγκριτος Ανδρέας Κάλβος. Κι Ρήγας είπε: «Συλλογάται καλά όποιος ελεύθερα συλλογάται». Μεγάλες κουβέντες από ελεύθερες καρδιές σε έναν στενόκαρδο πλέον κόσμο. Η μνήμη είναι μια από τις βασανιστικές επιλογές. Είναι επιλογή με βαρύ ψυχικό φορτίο αλλά είναι και τόσο απελευθερωτική επειδή δίχως μνήμη δεν είσαι παρά μια διαβρωμένη σανίδα μισοβυθισμένη στο βάλτο της λήθης. Αλλά πονάει η ψυχή σου για τη μιζέρια που αναδύει η σύγχρονη πόλη με το πενιχρό παρόν και το τόσο αβέβαιο μέλλον.

Με στοιχειώνει εκείνη η αδιανόητη νύχτα της εξόδου περπατώντας με ευλάβεια μέσα στο πάρκο των ηρώων. Μου είναι δύσκολο μα κοιτάξω το βλοσυρό βλέμμα των ηρώων. Που να βρεις το θράσος να κοιτάξεις κατάματα έστω τα αγάλματα αυτών ανθρώπων που θυσιάστηκαν για να μπορείς σήμερα εσύ να φέρεις την βαριά σχεδόν ασήκωτη ταυτότητα: Έλλην. Αλλά είπαμε η μνήμη είναι σκληρή επιλογή. Το να βουτάς τη σκέψη σου στην ιστορία είναι κοπιαστικό έργο αλλά, είπαμε, και βάλσαμο απελευθερωτικό. Η μνήμη πονάει ακόμη περισσότερο όταν γνωρίζεις πως για 40 χρόνια στο βωμό της φιλοσοφίας της ευκολίας θυσιάστηκε. Σε μια χώρα που για 40 χρόνια υπήρξε ανιστόρητη και αγεωγράφητη. Αλλάζουν, όμως, τα πράγματα. Το μέλλον επιφυλάσσει εκπλήξεις.

Κάτω, λοιπόν, από τον ευγενή ευεργετικό ίσκιο των δέντρων του πάρκου, καταμεσήμερο, ακούς μόνο τα τιτιβίσματα των πουλιών. Δεν τα βλέπεις μες στα πυκνά κλαδιά και η λαλιά τους παίρνει τη μουσική του δημοτικού τραγουδιού. Πάντα στην τέχνη του ελληνικού πολιτισμού τα πουλιά προσωποποιούνταν. Μιλούσαν και έφερναν μαντάτα. Διαλαλούσαν την τραγικότητα της ζωής μέσα στην πανέμορφη φύση. Διαδραμάτιζαν έναν εξέχοντα ρόλο πολλές φορές αδυσώπητο. Το ξέρει καλά η γυναίκα του πρωτομάστορα του γεφυριού της Άρτας. Ανυπέρβλητο. Δεν είναι ανάγκη να είσαι παράωρος για να αντιληφθείς πως τα κελαηδίσματα αυτά δεν είναι παρά τα άγρυπνα όνειρα των ηρωικών ψυχών. Τα όνειρα των ηρωικών ψυχών, παντού στον κόσμο, μένουν πάντα άγρυπνα. Παραμένουν άγρυπνα και θα παραμένουν έως την ευόδωσή τους. Δεν χρειάζεται να είσαι παράωρος για να ακούσεις μέσα στο θρόισμα την αποφασιστικότητα με την οποία σκίζει την ατμόσφαιρα το γιαταγάνι του Μάρκου Μπότσαρη στην πρώτη πολιορκία.

Η δειλία που προκαλεί η συνείδηση του πεπερασμένου χρόνου δεν την γνώριζαν εκείνοι; “Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης….” λέει η μάνα. Και ο Βασίλης που μπροστά στην ελευθερία δε συζητά τίποτα επειδή γι’αυτόν η ελευθερία είναι αξία αδιαπραγμάτευτη της απαντά και φεύγει στα ελεύθερα βουνά. Ο Βασίλης γινόταν, για τους όπου γης νοικοκυραίους, ξέρεις εσύ…, αλλόφρων, παράφρων, για τους όπου γης νοικοκυραίους γινόταν παράωρος. Έτσι χαρακτηρίζουν οι νοικοκυραίοι όσους διψούν για ελευθερία και δικαιοσύνη και θυσιάζονται γι’αυτά.

Περπατώ σε έναν έρημο κεντρικό δρόμο φθαρμένο και μελαγχολικό. Μια σκιά προπορεύεται. Μια σκιά ντυμένη με ευρωπαϊκό κοστούμι, καράφλα και μύστακα τα μάλα περιποιημένο. Βαδίζει αργά, σχεδόν νωχελικά κρατώντας μπαστούνι μ’ ασημένια χειρολαβή και ημίψηλο καπέλο στο αριστερό χέρι. Βαδίζει σκυφτός. Σταματά φορά το καπέλο, αλλάζει χέρι στο μπαστούνι. Βγάζει μεταξωτό μαντήλι και σκουπίζει τον ιδρώτα. Μα, ναι! Είναι ο Χαρίλαος Τρικούπης του εκσυγχρονισμού και του κοινοβουλευτισμού. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ο οποίος με ένα άρθρο άλλαξε την πορεία της χώρας στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα: “Τις πταίει”, αυτός ήταν ο τίτλος του άρθρου που αφορούσε την κακοδαιμονία που μάστιζε την ελληνική κοινωνία στην οικονομική-πολιτική ζωή. Ο Χαρίλαος Τρικούπης κληροδότησε στον Έλληνα ένα τεράστιο πάγιο κοινωνικό κεφάλαιο. Βέβαια, το μόνο που απέμεινε από την υστεροφημία του είναι οι κατάρες των μαθητών της Γ’ Λυκείου που αναγκάζονται να παπαγαλίσουν τα “πειραγμένα” ιστορικά κεφάλαια που είναι αφιερωμένα σ’αυτόν. Κι όμως ο Χαρίλαος είχε πολλά ακόμα να πει και άλλα πολλά, όπως κάθε ιστορικό πρόσωπο και όχι μόνο να κρύψει. Αλλά ξέρεις τι παθαίνουν οι Τρικούπηδες στην Ελλάδα: “Αν ημών Γουλιμής”, είναι η απάντηση. Παντού πλέον Γουλιμήδες.

Κάθομαι σ’ένα παγκάκι απέναντι από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, ακριβώς δίπλα από την είσοδο του πάρκου των ηρώων. Συλλογίζομαι. Είπαμε η μνήμη είναι μια δύσκολη επιλογή και απαιτεί αλλά και επαιτεί τον συλλογισμό και την περισυλλογή. Σηκώνω το νυσταγμένο βλέμμα και βλέπω στο απέναντι παγκάκι έναν Κύριο ηλικιωμένο αλλά που στα μαλλιά του πνέει ένας παράδοξα νεανικός αγέρας. Σοβαρός μέσα στην άψογη εμφάνισή του. Σχεδόν κορδωμένος αλλά χωρίς στοιχείο έπαρσης, ναρκισσισμού. Τα λουστρίνια του αστράφτουν, η τσάκιση του παντελονιού του αδιαπραγμάτευτα αξιοπρεπής. Τούτη η εξαίρετη εμφάνιση δεν έχει ίχνος επιτήδευσης. Μια περιποίηση ψυχικής αρχοντιάς: αλήθεια, που πήγε αυτή η αισθητική; Μέγα μέτωπο. Η σκιά του είναι ικανή να σκεπάσει όλο το γένος. Διαβάζει εφημερίδα. Τα δάχτυλά του μακριά, λες και τα έχει ζωγραφίσει, σμιλέψει, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Τα δάχτυλα του διατυμπανίζουν την αξία της γνώσης… Μα, βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι ο Κωστής Παλαμάς. Πως δεν είδα τη λιμνοθάλασσα στα πόδια του; Πως δεν μύρισα την Ασάλευτη Ζωή της ιερής πόλης; Το άρωμα του ρεαλιστικού λυρισμού διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Ντρέπομαι να τον κοιτάξω κατάματα, φοβάμαι μην καώ από ελληνισμό… Το βλέμμα του Κωστή Παλαμά είναι απόρθητο κάστρο. Στις επάλξεις του μάχονται όλοι οι Ακρίτες του ελληνικού πολιτισμού.

Κι όμως κάτι βαραίνει. Κάτι σαν μια ψυχική φτώχεια, κάτι σαν πνευματική ένδεια ζώνει το σημερινό Μεσολόγγι. Όπως άλλωστε και τον υπέροχο μεγαλύτερο νομό της χώρας την Αιτωλοακαρνανία με τα πέντε ποτάμια και τις δυο λίμνες. Τα ξερά διψασμένα βουνά, τις θάλασσες την πλούσια πανίδα και χλωρίδα. Ίσως να είναι απλά μέρος της μιζέριας που έχει απλωθεί σαν το νέφος της δεκαετίας του 80 πάνω από την χώρα σε όλη την ελληνική επαρχία. Γίνεται σαφές παντού σε κάθε βήμα, σε κάθε εικόνα, σε κάθε συμπεριφορά: λείπει το Όραμα. Ιστορικά ήμασταν μια χώρα που πάντα είχε Όραμα. Δεν έχουμε πλέον Όραμα. Είμαστε μια χώρα δίχως πυξίδα, δίχως προσανατολισμό, δίχως Όραμα. Χωρίς Όραμα δεν πας πουθενά ή μάλλον, καλύτερα, πας στο πουθενά… “Τις πταίει;”. Βασανιστικό το ερώτημα του Χαρίλαου Τρικούπη. Τις πταίει που δεν έχουμε πλέον Όραμα;

Ένας άνθρωπος, ατομικά, οραματίζεται την επίτευξη των στόχων του, των θεμιτών φιλοδοξιών του . Δουλεύει σκληρά, ταλαιπωρείται, κοπιάζει, ιδρώνει αλλά όταν έχει Όραμα δεν είναι τίποτε ικανό να κλονίσει την αυτοπεποίθησή του, να του στερήσει το όνειρο. Έτσι αγωνίζεται με συγκρατημένη αισιοδοξία. Να, το Όραμα της ελευθερίας όπλισε με εκείνη την αμίμητη αποφασιστικότητα, την τρέλα για τους νοικοκυραίους, των αγωνιστών του 21. Δίχως Όραμα όλα είναι μια μίζερη και ένοχη διεκπεραίωση.

Ο νομός Αιτωλοακαρνανίας θα μπορούσε να αποτελεί από μόνος του κράτος: διαθέτει τα πάντα, στην κυριολεξία. Κι άλλες περιοχές τούτης της ασύγκριτης γωνιάς του πλανήτη διαθέτουν τα πάντα αλλά δεν διαθέτουν πια το αγωνιστικό πνεύμα, την κάψα του Τρικούπη, την λαχτάρα του Παλαμά. Δεν διαθέτουν Όραμα. Παντού Γουλιμήδες.
Αίφνης περνάει μια ποδηλάτισσα. Πατάει τα πετάλια κουρασμένα. Κρεμασμένη στον ώμο μια τσάντα γνωστού οίκου μόδας. Φοράει τη μάσκα της. Σίγουρα στην τσάντα θα έχει άλλη μια ρεζέρβα και αντισηπτικό. Κάνει το Σταυρό της και φεύγει σαν οπτασία. Με την μάσκα της και το αντισηπτικό της… ποια είναι; που πάει; τι θέλει; συνάντησε τον Τρικούπη; είδε τον Παλαμά; Τώρα την φαντάζομαι να οδεύει προς τη λιμνοθάλασσα των ονείρων της… είθε!

Ανάμεσα από τις σημαίες που πλαισιώνουν την οδό μπροστά από το πάρκο των ηρώων είναι η ελβετική, η πιο νόμιμα ανήθικη χώρα του πλανήτη, η αγγλική, το φρικτό σύμβολο των εγκλημάτων της αποικιοκρατίας, η γερμανική το φρικτό σύμβολο του ναζισμού, η αμερικάνικη το φρικτό σύμβολο του ρατσισμού και του μισάνθρωπου καπιταλισμού, η ισπανική το φρικτό σύμβολο των κονκισταδόρες, η βέλγικη των φρικτών εγκλημάτων του Κονγκό, η ολλανδική του φρικτού δουλεμπορίου – Keti koti η γλώσσα μιας από τις αιματοβαμμένες αποικίες της Ολλανδίας, σημαίνει “οι αλυσίδες έχουν κοπεί”… πλήγωσαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια οι ευρωπαϊκές σημαίες και εξακολουθούν να την πληγώνουν, αν δεν την σκότωσαν ήδη προς χάριν και στο όνομα, ξέρεις, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και άλλων αξιών στο προπαγανδιστικό τους παιχνίδι. Η ελευθερία, η δημοκρατία δεν επιβάλλονται, κατακτώνται. Αλλά, η μνήμη, είπαμε η μνήμη επιλογή και βάσανος αλλά μοναδική οδός για να προσεγγίσης την δικαιοσύνη… η μνήμη…

Σηκώνομαι, λέω περνώντας δίπλα από τις σημαίες να πάρω το ύφος της ποδηλάτισσας όταν πέρναγε δίπλα τους, ένα ύφος τύπου: σιχτίρ…
Εν πάση περιπτώσει. Πέρασε η ώρα. Παίρνω το σάκο της μνήμης και οδεύω προς τον τοπικό σταθμό να πάρω την ανταπόκριση για το κλεινόν άστυ. Και έχω μια αγωνία. Και εκεί η μνήμη, Μάλλον οι μνήμες… κι όμως, οι μνήμες στο διυλιστήριο της συνείδησης είναι πρόοδος…
Παράωρα κείμενα
Δ.Γ.Ραυτόπουλος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ