Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
18 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Το όνειρο | Αρετή Γραμμόζη Παπαδημάτου

Εικόνα άρθρου: Jerry Apostolatos

(…)
Ο ήλιος άρχισε να στέλνει τις ακτίνες του και έδινε χίλια χρώματα στις στάλες της πρωϊνής δροσιάς. Ο ουρανός καταγάλανος. Η ημέρα προμηνυόταν καλοκαιρινή εάν και ακόμη ήταν Άνοιξη. Και την Άνοιξη ο καιρός στην περιοχή τους έχει πολλά πρόσωπα. Εκεί που υπάρχει ο ήλιος για πότε εμφανίζονται τα σύννεφα και για πότε αρχίζουν τα αστραπόβροντα, χαμπάρι δε παίρνουν. Και σε λίγο ξανά ο ήλιος και μόνο οι βρεγμένη φύση μαρτυρεί ότι πριν από λίγο, τους είχε επισκεφθεί η βροχή.

Κάπου – κάπου έριχνε και μια ματιά στον άνδρα της. Ευτυχώς τον έβλεπε καλά. Ο Λουκάς από ώρα είχε αποκοιμηθεί γέρνοντας το κεφάλι του στον ώμο της. Για να νοιώσει καλύτερα και για να μην πιαστεί η Ανθούλα, μια ζακέτα, που είχε στα χέρια της καθώς την έβγαλε μέσα στο λεωφορείο, την δίπλωσε προσεκτικά πολλές φορές και την έβαλε με τρόπο ανάμεσα στο τζάμι και το κεφάλι του Λουκά σαν μαξιλάρι.

Έγειρε και εκείνη το κεφάλι της. Της έλειπε ο ύπνος! Όλες αυτές τις ημέρες με την αρρώστια του Λουκά μισοκοιμόταν. Ειδικά το τελευταίο βράδυ στο χωριό δε κοιμήθηκε καθόλου. Ήθελε να τα αφήσει όλα στην εντέλεια…….
……………….
Μέχρι να παραδοθεί στην αγκάλη του Μορφέα, έφερε στο νου της εικόνες από την νιότη της. Από τις λίγες εικόνες ανέμελης ζωής με τις φίλες της και συνομήλικες όπως τότε που είχαν πάει στο δάσος για να κόψουν ξύλα.

  • Έλα ρε Ανθούλα για πες μας, δε σου αρέσει κανένας εργάτης από αυτούς που φτιάχνουν τον δρόμο;
    Η Ανθούλα δεν απάντησε στην ερώτηση της Σοφίας.
  • Κοίτα, το κρατάει μυστικό λες και δεν έχουμε μάτια να δούμε πως κοιτάζονται με αυτόν τον ομορφονιό που τις προάλλες που είχαμε πάει στη βρύση και γυρνούσαμε, κατευθείαν πήγε στην Ανθούλα και ζήτησε νερό, τάχα μου ότι διψούσε!
  • Τι λέτε βρε χαμένες; Δίψαγε ο άνθρωπος και ήρθε να ζητήσει νερό. Έτυχε και ήρθε σε μένα.
  • Ναι, ναι έτυχε! και γιατί δεν έτυχε σε μας;
  • Μωρή νερό σου ζήτησε ή με τρόπο σου πάσαρε και κανένα σημείωμα. Ξέρεις τα κάνουν κάτι τέτοια κάτι ομορφονιοί σαν ελόγου του, συνέχισε η Ευτυχία την ανάκριση.
  • Α’ καλά! για ξύλα ήρθαμε ή ήρθαμε να μιλήσουμε για αγόρια! Όχι βέβαια ούτε μου αρέσει ούτε μου έδωσε κανένα σημείωμα. Νερό ζήτησε!

    Ήξερε ότι έλεγε ψέματα. Ο Μάνθος γιατί έτσι λεγόταν ο εργάτης την είχε βάλει στο μάτι και αυτό της Ανθούλας της άρεσε. Και εκείνη από την πρώτη στιγμή που τον είδε τον ξεχώρισε απ’ όλους τους άλλους εργάτες που ήρθαν για φτιάξουν τον νέο αμαξιτό δρόμο. Και ενώ κάθε φορά που την έστελνε η μάννα της για νερό, βαρυγκομούσε και αυτό το έβλεπε και το ένοιωθε η μάννα της – που τολμούσε να πει όχι – τώρα κάθε φορά ήταν πρόθυμη και ανυπόμονη για να πάει για νερό.

    Και έτσι αντάλλαζε ματιές με το παλληκάρι που ούτε το όνομά του δεν ήξερε, ώσπου μια μέρα, τυχαίο ή επίτηδες, άκουσε κάποιον να του φωνάζει δυνατά:
  • Ρε Μάνθο δεν είναι η σειρά σου σήμερα, να πας μέχρι την αγορά να κάνεις τα ψώνια για το κολατσιό μας;
  • Θα πάω. Πάω πρώτα μέχρι τη βρύση να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου να δροσιστώ!
    Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, τα γόνατα της Ανθούλας λύγισαν. Θα τις έπαιρνε από πίσω. Ευτυχώς αυτή τη φορά ήταν με την μικρή την αδελφή της την Αλεξάνδρα. Ποτέ δεν τις άφηνε η μάννα της μόνες τους να κυκλοφορούν. Η θα πήγαινε παρέα με τ’ άλλα κορίτσια της γειτονιάς ή όταν ήταν απόλυτη ανάγκη για νερό με μια αδελφή της.

    Σαν πιο γρήγορος στο περπάτημα, τις προσπέρασε και είχε φθάσει πρώτος στην βρύση. Την ώρα που έφθαναν εκείνες κοντά στη βρύση είδαν τον Μάνθο γυμνό από τη μέση και επάνω με ένα τσίγκινο κύπελλο που ήταν μονίμως κρεμασμένο στη βρύση, για να μπορεί ο κάθε διψασμένος να πιει νερό, να ρίχνει νερό στο κεφάλι του.

    Η Ανθούλα έπιασε από το χέρι την Αλεξάνδρα και της είπε:
  • Περίμενε, να φύγει πρώτα και μετά πάμε.
    Όταν τελείωσε, έριξε μια ματιά προς τα κορίτσια. Φόρεσε το πουκάμισό του και περνώντας από μπροστά τους, τους είπε:
  • Δε δαγκώνω βρε κορίτσια. Γιατί σταματήσατε; τι φοβάστε! και έκοψε ένα λουλουδάκι και το πρόσφερε στην Αλεξάνδρα κοιτώντας όμως κατάματα την Ανθούλα.
  • Θα μου χαρίσετε τα ονόματά σας;
    Η Αλεξάνδρα σαν πιο μικρή και τσαχπίνα απάντησε:
  • Εμένα Αλεξάνδρα και την αδελφή μου Ανθούλα.
  • Ευχαριστώ. Εμένα Μάνθο!
  • Το ξέρουμε, το ακούσαμε! απάντησε η μικρή.
    Έφυγε τρέχοντας προς τα κάτω! Μέχρι να γεμίσει η Ανθούλα την βαρέλα της και να την ζαλωθεί, είχε γίνει άφαντος.

    Και μόνο που της έριξε εκείνο το βλέμμα που έλεγε πολλά, η Ανθούλα ένοιωσε ανείπωτη χαρά! παρ’ όλο που στον γυρισμό η βαρέλα της ήταν γεμάτη, εκείνη είχε βάλει φτερά στα πόδια της.

    Έλα όμως που η μάννα της όταν είδε τη μεγάλη προθυμία που είχε η θυγατέρα της για το πήγαινα έλα στη βρύση, κατάλαβε ότι κάτι μάλλον συνέβαινε με κάποιον εργάτη του δρόμου και μια μέρα έπαψε την Ανθούλα από αυτή την δουλειά και έδωσε εντολή στην άλλη κόρη της τη Νίκη να πηγαίνει για νερό.

    Πόσο στενοχωρήθηκε η Ανθούλα! Μαύρισε η ψυχή της! Όπως μαύρισε και όταν λίγες ημέρες αργότερα γύρισε η Αλεξάνδρα από την αγορά που είχε πάει για ένα θέλημα με ένα σημείωμα που της έβαλε κρυφά στο χέρι ο Μάνθος ο οποίος σε δυο στενά παρακάτω είχε στηθεί και περίμενε υπομονετικά μήπως και φανεί η μικρή αδελφή και της είπε:
  • Σε παρακαλώ να το δώσεις στην Ανθούλα.

    Μια λέξη μόνο έγραφε το σημείωμα «γιατί»; και αυτό κουτσά στραβά το διάβασε συλλαβιστά μια και πήγε μερικούς μήνες στην πρώτη δημοτικού.
    Αυτό το «γιατί»; του Μάνθου ήταν και δικό της και τη βασάνιζε!

    Και να! σ’ ένα μοναστήρι βρέθηκε με ένα τσούρμο γυναίκες. Πήγαν για προσκύνημα. Ανδρικό το μοναστήρι. Ωραίο περιποιημένο! Γύρω από μια μεγάλη πλακόστρωτη αυλή με ολάνθιστα παρτέρια, με πέργκολες και παγκάκια και με ένα μεγάλο πηγάδι στη μέση, βρισκόντουσαν δυόροφα κτίρια σε σχήμα Π με τα κελιά των μοναχών και στην άλλη πλευρά η εκκλησία. Αποχωρίστηκε από τις γυναίκες και πήγε και κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Η ματιά της έπεσε σ’ ένα σημείο του εξώστη του πρώτου ορόφου όπου ένας μοναχός άρχισε να χτυπά ένα σήμαντρο. Με το άκουσμα του σήμαντρου ξεχύθηκαν μέσα από τα κελιά, από την Τράπεζα και απ’ άλλους βοηθητικούς χώρους οι μαυροφορεμένοι καλόγεροι οι οποίοι κατευθυνόντουσαν σ’ ένα σημείο του μοναστηριού που δεν ήταν στο οπτικό της πεδίο.
    Ένας καλόγερος όμως δε πήγε μαζί με τους άλλους αλλά κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Αν και ήθελε να φύγει και να πάει με τις άλλες γυναίκες, κάτι την κράταγε εκεί στο παγκάκι. Σαν να είχαν βιδωθεί τα πόδια της και δε μπορούσε να τα κουνήσει.
    Ο καλόγερος στάθηκε αντίκρυ της. Το ύφος του, πρόδιδε μια απογοήτευση ανάμικτη με θυμό.
  • Δεν μου μαύρισες μόνο τη ψυχή μου, μου μαύρισες όλη την ύπαρξή μου. Γιατί;
    Η φυσιογνωμία και η φωνή γνωστές. Ταράχτηκε! Προσπάθησε να ανοίξει το στόμα της, να του πει ότι αυτό το γιατί τη βασάνιζε και εκείνη αλλά δεν ήταν τα πόδια της μόνο βιδωμένα αλλά και το στόμα της δεν άνοιγε καθόλου. Κολλημένο. Καλά – καλά ούτε ανάσα δε μπορούσε να πάρει.

    Πάλευε να ανοίξει το στόμα της για να πάρει ανάσα και ξαφνικά άρχισε να παλεύει και με τα μάτια της, όταν ακούστηκε μια βλοσυρή φωνή:
  • Το Δελτίο Κυκλοφορίας κυρία μου και μη με χασομεράτε!

    Προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνεται; που βρίσκεται; Της πήρε κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν στο λεωφορείο και ότι μπροστά της, στεκόταν ο χωροφύλακας που έκανε τον έλεγχο των επιβατών στο σταθμό Χωροφυλακής στο Καλπάκι. Σαν υπνωτισμένη (κυριολεκτικά όμως), έβγαλε τα δελτία από τον ντροβά της και τα παρέδωσε στον χωροφύλακα ο οποίος της έριχνε άγριες ματιές.
  • Τι έχεις της είπε ο Λουκάς μόλις απομακρύνθηκε ο Χωροφύλακας.
  • Τίποτε. Με πήρε ο ύπνος κάτι σαν λήθαργος και δε μπορούσα να ξυπνήσω.
  • Έχεις κουραστεί όλες αυτές τις ημέρες μαζί μου. Έχουμε δρόμο ακόμη. Γείρε το κεφάλι σου να ξεκουραστείς.

    [Μα τι ήταν αυτό; αναρωτήθηκε η Ανθούλα. Εγώ σκέφτηκα τα κορίτσια, την παρέα μας και τα πειράγματά τους, τότε που πήγαμε για ξύλα. Πως βρέθηκα στο μοναστήρι; Τόσο ζωντανό όνειρο; Το έζησα! προσπάθησα να σηκωθώ από το παγκάκι και δε μπορούσα. Προσπάθησα να ανοίξω το στόμα μου και τίποτε! Σημαδιακό το όνειρο αλλά σαν να έμεινε στη μέση. Σίγουρα θα ήθελε να μου πει και άλλα πολλά ο Μάνθος όπως και εγώ θα ήθελα να του πω πολλά. Να του εξηγήσω αυτό το γιατί που δε βασανίζει μόνον εκείνον αλλά και εμένα! Αλλά ούτε και στα όνειρα δεν έχουμε δικαίωμα!]

    Όπως και τώρα που ήθελε να αφήσει να κυλήσουν τα δάκρυά της από τα πλημμυρισμένα μάτια της αλλά δε τα άφηνε και τα σφούγγιζε με τρόπο με το καλοπλυμμένο μαντήλι της, για να μη τα δει ο Λουκάς.

    Το λεωφορείο έστω και αργά κατάπινε τα χιλιόμετρα και μίκραινε η απόσταση μέχρι να φθάσουν στα Γιάννενα.
    ……….
    Σημ.: Απόσπασμα από το αφήγημά μου “Μέσα από τα μάτια μου, η ζωή της”
    Αρετή Γραμμόζη – Παπαδημάτου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ