Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς, Παπαδιαμάντης.
Σηκώθηκε χαράματα πριν φέξει. Ντύθηκε τα μπαλωμένα ρούχα της δουλειάς και μαζί μ’αυτά φόρεσε και τις έννοιες. Ήπιε τον βαρύ ελληνικό καφέ καπνίζοντας, ως συνήθιζε, δυο τσιγάρα από τα καρέλια, την άσπρη κασετίνα. Μ’αυτά και τον καφέ γαλήνευε κάπως το θηρίο της επιβίωσης. Σηκώθηκε, κοίταξε στον πολύχρονο καθρέφτη το μουστάκι του, το έσαξε δεξιά αριστερά, ίσιωσε με το χέρι τα πυκνά μαύρα του μαλλιά και φόρεσε εκείνο το καπέλο που είχε μουσκέψει αμέτρητες φορές τον ιδρώτα στον κάματο. Πήρε από το κατώι το σκληρό εργαλείο του μόχθου, το τσαπί. Βγαίνοντας κοίταξε προς το απέναντι νησί που προβάλλει ο ήλιος. Υπολόγισε πως θα έφτανε στο κτήμα του ΧΠΑ λίγο πριν σκάσουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου επειδή η δουλειά, το μεροκάματο, ήταν ήλιο με ήλιο δηλαδή άρχιζε με την ανατολή και τέλειωνε με τη δύση. Αυτός ήταν ένας ήλιος με δόντια που τρεφόταν αργά βασανιστικά από τη σάρκα και την ψυχή των εργατών. Ο ΧΠΑ ήταν ένα είδος τοπικού τσιφλικά και οι εργάτες ένα είδος δουλοπάροικων. Ο ΧΠΑ είχε αμπέλια, πολλά χωράφια με ελιές και κτήματα από τα οποία έπαιρνε πάχτο. Ο ΧΠΑ διατηρούσε κατάστημα στο οποίο έπρεπε να ψωνίζουν οι εργάτες του για να έχουν μεροκάματο και βέβαια ποτέ «μπιστιού»… Πήρε, λοιπόν, το ανηφορικό κακοτράχαλο μονοπάτι. Στον έναν ώμο το τσαπί, στο άλλο το σακούλι το παούρι με το νερό, την ψαλίδα και το πριόνι. Προχωρώντας απάντησε και τους άλλους. Είπαν λίγα για τα πολλά βάσανα, είπαν λίγα και για τις λίγες χαρές ώσπου έφτασαν στην ποριά του χωραφιού. Εκεί έστεκε ο ΧΠΑ με το σκληρό σκυθρωπό και συνάμα επιτακτικό βλέμμα. Έπρεπε να ριχτούν αμέσως στη δουλειά. Να σκάβουν ασταμάτητα χωρίς να μιλάνε, χωρίς να χασομεράνε. Η υπακοή ήταν επιβεβλημένη. Πίσω στα φτωχικά σπίτια περίμεναν στόματα να θρέψουν. Πίσω στα φτωχικά σπίτια υπήρχαν όνειρα που κυοφορούνταν: τα παιδιά να ξεφύγουν. Έδωσαν τις ψυχές και τα σώματα τους για αυτά τα όνειρα, για αυτές τις ελπίδες που έκαναν ατσάλι τη βούλησή τους. Το μεσημέρι, ήδη κατάκοποι, έπαιρναν ένα σύντομο διάλειμμα για να φάνε μια «μπουκιά», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Γι’αυτή την μπουκιά, όνομα και πράγμα, «φρόντιζε» ο ΧΠΑ. Εκείνη την ημέρα τους έδωσε ψωμί και παστές σαρδέλες από το κατάστημά του όπου συνήθιζε να λέει: «Έχεις ντόλες παίρνεις κια, δεν έχει ντόλες δεν παίρνεις κια» που πάει να πει: έχεις δολάρια(λεφτά) παίρνεις κουκιά, δεν έχεις δολάρια (λεφτά), δεν παίρνεις κουκιά… Τότε αυτός ο εργάτης, καθισμένος σε μια άβολή πέτρα και με το σακάκι στους ώμους να πανεμήσει τον ιδρώτα, του ζήτησε λίγο λάδι: πώς να πάει κάτω η αρμυρή σαρδέλα μ’ένα ξεροκόμματο; Ο ΧΠΑ του απάντησε πως το λάδι κοστίζει… Τότε αυτός σηκώθηκε από την πέτρα απότομα, πήρε το τσαπί στον ώμο και έστρεψε τα νώτα φεύγοντας. Ο ΧΠΑ τον φώναξε επιτακτικά: «Έι που πας;», εκείνος άναψε ένα από τα καρέλια του, γύρισε τον κοίταξε αποφασιστικά στα μάτια και του απάντησε: «Είμαι ελεύθερος πολίτης, πάω όπου θέλω…»…
Δημήτρης Ραυτόπουλος
Η Ιστορία της κρεμμυδόπιτας (απόσπασμα)