Τί όμορφη ερωτησούλα απο ένα γλυκύτατο κοριτσάκι γύρω στα πέντε με τη μυτούλα του κόκκινη απ’ το κλάμα… Είχε μόλις χάσει το παρεάκι της, τον φιλαράκο της τον Ντάρκο, ένα μπαντογκ με τρομακτική θωριά και βαρύ γάβγισμα. Το ήξερα το @#$*σκυλο… Το είχα δεί στη γειτονιά όταν έβγαζα βόλτα τη δικιά μου γριούλα, μια γκριφονίνα 13 Μαΐων, υπέργηρη για τα σκυλίσια δεδομένα. Της έκανε τρομακτικό μπούλινγκ, με γαυγίσματα και σάλτα προς το μέρος της όταν συναπαντιόμαστε στη βόλτα και κάθε φορά που πήγαινα να τον “καμαρώσω” μου γρύλιζε θυμωμένα…
Μετά έμαθα ότι είχανε πάει σε κάποιο χωριό της Ηπείρου που ήταν η καταγωγή της μικρής και το σκυλάκι της έπεσε θύμα δηλητηριασμένης παγίδας… Φόλας… Στην αυλή του σπιτιού του χωριού… Μαύρα Χριστούγεννα η οικογένεια…
Κοίταξα τους γονείς της που μόλις τους είχα συναντήσει και μου είπαν τα μαντάτα. Η Σίσση είχε σταθεί ακίνητη και σοκαρισμένη κοιτώντας με με βουβή παράκλιση να τη σώσω από τα χέρια της μικρής που ταλαιπωρούσαν το γέρικο κορμί της, την ζούλαγαν, της τραβούσαν τα αυτιά της φύσαγε την μύτη. Η μικρή σκυμένη ή καλύτερα καβαλημένη πάνω στο μικρόσωμο καταταλαιπωρημένο γκριφονάκι μου, νομίζοντας ότι οι αντοχές της είναι ίδιες με του θηριώδους συγχωρεμένου της σκύλαρου της.
Τον είχαν τρία χρόνια πρίν γεννηθεί η κορούλα τους και ήταν γι’ αυτήν όλος της ο κόσμος. Αλλά και οι ίδιοι οι γονείς, ένα νεαρό ζευγάρι που δεν θα το χαρακτήριζα ιδιαίτερα ενεργό μέλος της εκκλησίας, αλλά έξυπνο και διορατικό ωστε να καταλαβαίνει ότι μόνο θετικά μπορεί να λάβει κάποιος απο το μεγαλείο της πίστης, ήταν κι αυτοί συντετριμμένοι από την απώλεια.
Πάτερ, όλο ρωτάει η μικρή αν το σκυλάκι είναι στον Παράδεισο, πείτε μας σας παρακαλώ.
Αυτό το “μας” με δυσκόλεψε αρκετά. Πλέον δεν θα μίλαγα στο κοριτσάκι, να του γλυκάνω τον πόνο με παραμυθάκια και γλυκόλογα. Έπρεπε να το χειριστώ με, κομψότητα, σοβαρότητα αλλά κι Αγάπη. Θεολογικά δηλαδή.
Έκατσα κάτω αδιαφορώντας για το ράσο μου και με τρόπο τράβηξα την σκυλίτσα μου στην αγκαλιά μου γλυτώνοντάς την από την ταλαιπωρία. Καθίστε όλοι κάτω να σας πώ, τους είπα, κι αυτοί χωρίς δεύτερη κουβέντα κάθισαν όλοι οκλαδόν στο χώμα, στην άκρη ενός επαρχιακού δρόμου κάπου στη Λειβαθώ. Τι περίεργη σκηνή… Ένας παπάς καθιστός στα χορτάρια με αγκαλιά ενα μικροσκοπικό τριχωτό τρεμάμενο σκυλάκι, μια μικρούλα που διεκδικούσε απαιτητικά αγκαλίτσες από το σκυλάκι κι ένα νεαρό ζευγάρι οκλαδόν… Άρχισα να μιλάω…
Ο Θεός έφτιαξε τον Παράδεισο με όλα του τα δημιουργήματα, την φύση τα πουλιά τα ζώα τα ψάρια. Μετά σκέφτηκε να κάνει ένα πλάσμα πιστό, έξυπνο αγαπημένο, και είπε κι έγινε κι ο σκύλος. Τελευταίο έπλασε με τα ίδια του τα χέρια τον άνθρωπο και του φύσηξε την πνοή του, την αθάνατη ψυχή. Κανένα δημιούργημα του Θεού δεν είχε κακία. Μόνο ένα. Γιατί, σε αυτό το πλασμένο απ’ τα χέρια του κατ’ εικόνα και κατ ομοίωση είχε δώσει την Κρίση. Το ελεύθερο να επιλέξει το καλό, νά όπως εσύ μικρή μου, που τόσο αγαπάς τα ζώα, τους γονείς σου, τον Θεούλη και το κακό, όπως οι κακοί άνθρωποι που δηλητηριάσαν τον σκυλάκο σας.
Όταν ο άνθρωπος πρόδωσε τον Θεό, ο Θεός έδιωξε τον άνθρωπο από τον Παράδεισο. Κανένα άλλο του δημιούργημα δεν έδιωξε από τον Παράδεισο. Αλλά επειδή ο Θεούλης αγαπάει τα παιδιά του, κοίταξα το νέο ζευγάρι, όπως κι οι γονείς σου αγαπάνε εσένα, για να μην είναι μόνοι, επέτρεψε να κατεβαίνουν στην γη απ’ τον ουρανό ζωάκια που μας κάνουν παρέα, όπως κι ο Νταρκος σου.
Ο σκυλάκος σου δεν έφυγε ποτέ απ’ τον Παράδεισο μικρή μου της είπα. Κατέβηκε για λίγο από εκεί για να έρθει σε εσένα. Όπως κι όλα τα ζωάκια που έρχονται για να κάνουν ομορφότερη την ζωή των ανθρώπων. Αλλά δεν έχουν ψυχή όπως του ανθρώπου. Ψυχή σημαίνει την αθάνατη πνοή του Θεού που έχει μόνο ο άνθρωπος και που αυτή θα κριθεί κάποτε για να ξαναπάμε στον παράδεισο.
Αν αυτή η ψυχή μας είναι καλή, ευγενική και με αγάπη για τον Θεό και τα πλάσματά του, ζώα, ανθρώπους, φύση, τα πάντα, τότε θα κριθεί και θα πάει στον Παράδεισο.
Αν αυτή η ψυχή είναι μαύρη από τους φόνους αθώων πλασμάτων, όπως του σκυλάκου σου, τότε θα πάνε σε ένα τρομακτικό μέρος… τιμωρία.
Μην φοβάσαι μικρή μου … Μετά από πολλά πολλά χρόνια, όταν θα γίνεις γριούλα σαν την Σίσση μου, θα σε περιμένει ο Ντάρκος σου στον Παράδεισο…