Του Τάσου Δασόπουλου
Τον κρίσιμο στόχο της διατήρησης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στο διηνεκές, θα συντηρήσει η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, που επιχειρεί τώρα το ΥΠΕΘΟ, μέσω και της αλλαγής του τρόπου φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών ως μέσο κατά της φοροδιαφυγής.
Η σταθερή αύξηση των φορολογικών εσόδων θα αποδειχθεί πολύτιμη ειδικά για το χρέος, όταν πλέον ο πληθωρισμός θα έχει υποχωρήσει στο 2% και ο ρυθμός ανάπτυξης θα μειωθεί, μετά το τέλος των έργων και των μεταρρυθμίσεων που χρηματοδοτεί το Ταμείο Ανάκαμψης. Το στοίχημα της οικονομικής πολιτικής είναι να διατηρήσει τη βιωσιμότητα του χρέους σε μεγάλο ορίζοντα χρόνου. Για να το καταφέρει, θα πρέπει ο ρυθμός ανάπτυξης, να υπερβαίνει το μέσο επιτόκιο με το οποίο η Ελλάδα δανείζεται από τις αγορές, και παράλληλα – λόγω του μεγάλου ύψους του χρέους – να μπορεί να εμφανίζει και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, με τα οποία κάποια στιγμή θα μπορεί να καλύπτει με αυτό το σύνολο των τόκων του χρέους οι οποίοι φέτος θα φτάσουν κοντά στο 2,9% του ΑΕΠ.
Με την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής το υπουργείο οικονομικών θα προσπαθήσει να επιτύχει τριπλό κέρδος. Ασχολούμενο με τη σύλληψη φορολογική ύλης που διαφεύγει, θα “ανακαλύψει” και ΑΕΠ που σήμερα δεν καταγράφεται. Παράλληλα αυξάνοντας σταθερά τα φορολογικά έσοδα θα μπορεί να εξασφαλίζει και υπέρβαση των εσόδων έναντι των δαπανών παράγοντας συνεχώς υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Επιπλέον, το να λυθεί ένα χρόνιο πρόβλημα της οικονομίας (μαζί με άλλες μεταρρυθμίσεις) επιταχύνει νέες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου, οι οποίες με τη σειρά τους θα βοηθούν να μειώνεται το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου.
Η κρίσιμη 10ετία
Προς το παρόν η υπέρβαση ΑΕΠ έναντι του κόστους δανεισμού του δημοσίου επιτυγχάνεται μέσω του πληθωρισμού Το επιτόκιο αγοράς για το ελληνικό δεκαετές έχει απόδοση κοντά στο 4% ενώ με βάση το στόχο του προϋπολογισμού το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί φέτος κατά 6,3% (2,3% σε πραγματικούς όρους συν 4% λόγω του μέσου πληθωρισμού). Από τα χρέη του επίσημου τομέα, η Ελλάδα αποπληρώνει μόνο τα 32,3 δισ. ευρώ του δανείου με την Ευρωζώνη (GLF) το οποίο είναι σε σταθερό επιτόκιο της τάξης του 1,5% με κεφάλαια που έχει αντλήσει από τις αγορές με 2% κατά μέσο. Τα υπόλοιπα 230 δισ. ευρώ χρέους που βρίσκονται στα χέρια του EFSF και του ESM και πάλι σε πολύ χαμηλό σταθερό επιτόκιο, βρίσκονται σε περίοδο χάριτος μέχρι και το 2032. Από εκεί και πέρα όμως, αν η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να μειώσει δραστικά το κόστος δανεισμού της, τότε θα βρεθεί να αναχρηματοδοτεί το σύνολο του χρέους της (δηλαδή το χρέος από τις αγορές και το χρέος του επίσημου τομέα) με υψηλότερα επιτόκια επηρεάζοντας αρνητικά τη βιωσιμότητά του.
Τα πράγματα θα είναι χειρότερα αν επιβεβαιωθούν προβλέψεις τόσο του ΔΝΤ όσο και της ΕΕ, που υπολογίζουν ότι από το 2026 ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θα υποχωρήσει στο 1,3%. Σε μια τέτοια εξέλιξη η πορεία του δημοσίου χρέους από σταθερά καθοδική θα γίνει ανοδική.
Πηγή:Capital.gr