Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
13.3 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

«Το γράδο. Τα παιδιά πάνω στη μάντρα του Κεφαλονίτη… και άλλες ιστορίες»

Γράφει η Σοφία Αράβου - Παπαδάτου

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν την άποψη των αρθρογράφων τους και όχι κατά ανάγκη του kefaloniastatus.gr

Εικόνα τίτλου: «Ποδήλατα στην Αθήνα του 1960-70»  2020 & 2022. Πλαισίωση με έξι (6) ποδήλατα, σε παιδικό έργο, του εγγονού  Πάρι Φιλιππάτου. Ακρυλικό σε καμβά 0.50χ0.70μ. «Γνωριζόμαστε;»**  «Για τα Παιδιά μας!»***

Φινάλε Τριλογίας, με Ωδή στη Δευτεροβάθμια! Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 «Μικρά Ερωτικά Προσφύγων, Παιδείας και όχι μόνο, στην Αθήνα, τότε…. που καθρέφτισαν το σήμερα»!

«Αυτά τα παιδιά, εκεί, κρεμασμένα στη μάντρα, τα δικά μας δεν είναι;», είπαν σχεδόν μ΄ένα στόμα οι γονείς της,  είχαν βγει βόλτα Κυριακή μεσημέρι, να περπατήσουν στον ήλιο «Ναι… αυτά είναι.. νομίζω…» είπε εκείνη μουδιασμένα «ωχ» σκέφτηκε μέσα της «τι τη θέλαμε τη Σκρά, τόσοι δρόμοι, ήταν ανάγκη εδώ; πού να ξέρω;»

Η μεγάλη τους κόρη 15-16 χρονών τότε, συμπαθούσε ένα αγόρι 3-4 χρόνια μεγαλύτερος, Κεφαλονίτης,  γνωριμία στο φροντιστήριο  Αγγλικών. Όταν ήθελε να τον συναντήσει έπαιρνε μαζί της δυο -τρία αδελφάκια, ξαδελφάκια κορίτσια όλα,  έβγαιναν βόλτα στην πλατεία, πήγαιναν  σινεμά, δεν την άφηναν αλλιώς να ξεμυτίσει, είχε και τα σχολεία της, για τέτοια ήταν τώρα;

Χθες στο φροντιστήριο, της ψιθύρισε εκείνος, οι γονείς του θα πήγαιναν εκδρομή την άλλη μέρα, θα ήταν μόνος στο σπίτι με τη γιαγιά  «Δεν έρχεσαι μια βόλτα από τη Σκρά, στο σπίτι, να καθίσουμε, φέρε και τα μικρά μαζί… για να μπορέσεις δηλαδή..» «Θα προσπαθήσω… δεν ξέρω σίγουρα» απάντησε εκείνη. Την άλλη μέρα, Κυριακή, «Θα πάρω τα μικρά να πάω μια βόλτα» είπε στους γονείς, «Μην αργήσετε, να προσέχεις τα παιδιά στο δρόμο».

Όταν έφτασαν στη Σκρά, έξω από το διώροφο με την παχιά χαμηλή μάντρα γύρω στην αυλή «Πάμε λίγο μέσα να δω μια φίλη μου, δεν θα κάτσω πολύ, μπορεί και να λείπει» τους είπε, να δικαιολογήσει τον αδελφό, και καλά, που θα  έβρισκαν μόνο μέσα, με τη γιαγιά του. «Πήγαινε μόνη σου, εμείς θα περιμένουμε εδώ» απάντησαν  τα τρία διαόλια και σκαρφάλωσαν σ΄ένα βουναλάκι χώμα δίπλα στη μάντρα, γειτόνευε με άχτιστο, ακόμα, οικόπεδο. Ξάπλωσαν οριζόντια πάνω στη μάντρα και ας είχε μυτερό τελείωμα-γωνία πέρα-πέρα ο ασβεστωμένος χαμηλός τοίχος. Τα σώματά τους και οι ώμοι,  γωνιασμένα πάνω στη μάντρα, πόδια χέρια να κρέμονται μέσα και έξω από το χοντρό τοιχάκι, σαν ξεχαρβαλωμένες κούκλες. Με τίποτα δεν τα μάζευε από τον ήλιο! «Μην κουνήσετε από εκεί, έρχομαι αμέσως» είπε και μπήκε στο σπίτι από την είσοδο του κάθετου δρόμου,  κίνηση καθόλου, τα αυτοκίνητα ανύπαρκτα ακόμα, δεν υπήρχε κίνδυνος.

«Δεν πάμε κι εμείς μια βόλτα στον ήλιο, μέχρι το μεσημεριανό;» είπαν οι γονείς της,  πήραν  κι αυτοί τους δρόμους να περάσει η ώρα… η βόλτα τούς έβγαλε στη Σκρά… «Τι κάνετε εσείς εδώ;» είπε το ζευγάρι,  όταν είδαν τα δεκάχρονα αδύνατα σαν κλαράκια κορίτσια, ξαπλωμένα στη μάντρα, πόδια χέρια χαλαρές και ακούνητες κρεμασμένες μαριονέτες, με χοντρά καλσόν χρωματιστά όλα, καλικάντζαροι σωστοί, τα πόδια αιωρούμενα ψηλά καλάμια! «Τι κάνετε εσείς εδώ;» ξαναείπαν πιο κοντά «Καθόμαστε» ούτε κουνήθηκαν, αφασία, γύρισαν και το πρόσωπο αλλού «Πού είναι η… ;» «Μέσα, πάει να δει μια φίλη της» «Εσείς γιατί δεν πήγατε;» «Δεν θέλαμε». Άκουσε τις ομιλίες η μεγάλη, πετάχτηκε αμέσως από το σπίτι «Γιατί άφησες τα παιδιά εδώ έξω; Δεν είπαμε να τα προσέχεις;» είπαν οι γονείς. «Τα παρακαλάω να έρθουν μέσα τα σκασμένα, να δω μια στιγμή τη συμμαθήτριά μου, αδύνατον να μπούνε έστω στην αυλή» είπε η νεαρά και ευχόταν να μη ζητήσουν να  μπουν οι γονείς της μέσα στο σπίτι.

«Καλά, γυρίστε πίσω σιγά – σιγά, θα έρθουμε κι εμείς» είπαν και συνέχισαν τη βόλτα. Άραγε τυχαία βρέθηκαν εκεί, ήξεραν ποιός έμενε στη Σκρά; Αφού η γειτόνισσα της Ραιδεστού τούς κάρφωσε στο πρώτο – πρώτο ραντεβού, πήγε εκείνος να την πάρει από το φροντιστήριο μαθηματικών, κοντά στον Ταξιάρχη. Θυμάται, φόραγε μπλε κοντό παλτό και άσπρα σοσόνια, μετά τα Χριστούγεννα του 1966 ήταν. Το πρόλαβε στη μάνα της «Η κόρη σας έφυγε με τον… δεν ήθελε μαζί μας….» είπε το όνομά του. Οι γονείς τής ασπροκόκκινης αυλής όμως, κοντά στα Προσφυγικά και οι ίδιοι πρόσφυγες, στην Τρίτη Γενιά αραίωσαν οι έννοιες ήταν πια ενσωματωμένοι, οι γονείς της,  αντάρτες στα ερωτικά και οι ίδιοι, ποτέ δεν πήγαιναν κόντρα στα νεανικά φλερτ, αρκεί να τσούλαγαν σωστά και τα μαθήματα. Νόμος στο σπίτι και «γράδο» για όλα. Τι να της πουν όταν οι βαθμοί χτύπαγαν ταβάνι! Είχαν το νου τους όμως πάντα. Τυχαία άραγε βρέθηκαν εκείνη τη μέρα στη Σκρά; Ποτέ δεν της είπαν ούτε και ρώτησε.

Χαιρετισμοί από ταράτσα- Σινιάλα

Το σπίτι της Σκρά ήταν σε απόσταση γύρω στα 800 μέτρα από το Δημόσιο Γυμνάσιο-Λύκειο θηλέων στο Περιστέρι. Πολλά σπίτια δεν ήταν χτισμένα ανάμεσα, κι αν υπήρχαν, ήταν χαμηλά, πολυκατοικίες καθόλου. Ανέβαινε εκείνη στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου στο σχολείο της Αριστοτέλους, κι εκείνος στην ταράτσα του διώροφου, την χαιρετούσε στα διαλείμματα, ήξερε τις ώρες! Κάποιες φορές ο μαθηματικός, κοντά στη σύνταξη ήταν, την παρακάλαγε να δώσει εξετάσεις στο μαθηματικό, το ίδιο και ο φροντιστής στον Ταξιάρχη… την αγκάλιαζε στο διάλλειμα ο καθηγητής της, από τους ώμους… «Ποιόν χαιρετάς εσύ από εδώ;» «Τίποτα, κάτι γνωστούς που μένουνε πιο κάτω» «Καλά, όταν χτυπήσει το κουδούνι έλα να κάτσεις στο διαγώνισμα να προσέχεις τις μικρές, να πεταχτώ μέχρι το γραφείο του διευθυντή!» Η καλή μαθήτριά του, το ίδιο της ζήταγε και η «Γαλλικού» έτσι την έλεγαν, τότε μάθαιναν Γαλλικά στα γυμνάσια και τα λύκεια, όχι ότι τα μάθανε καλά, συνέχεια κολλημένοι στο Je suis, κάθε χρόνο τα ίδια, αλλά δεν έμεινε τοίχος η γλώσσα! Αμ τα Οικιακά; κεντήματα, φιλτιρέ, βελονιές, πλακέ, αζουρέ κλπ; «Δώσε το τετράδιό σου, θα βγει πρώτο» οι συμμαθήτριες. «Τι λέτε μωρέ; όχι», την έπεισαν το έδωσε και είχαν δίκιο, βγήκε πρώτο. «Αφού πιάνουν τα χέρια σου, χαζό»… «α να χαθείτε βλαμμένα!», έσκαγαν στα γέλια και λύναν τις ζώνες από τις ποδιές να μακρύνουν να βγει σωστό το μέτρημα της γυμνάστριας, του γυμναστή. Όταν έβγαιναν από την αυλή στο σχόλασμα, τις ξανάδεναν σφιχτά, φουφούλα προς τα πάνω… στο Θεό τα μίνι στην επιστροφή! Το γράδο όμως δεν ξεκόλλαγε ποτέ, «ανάθεμά το κι αυτό το Μέτρο», έλεγε, μια ζωή από δίπλα την πήγαινε! Πρόσφυγες ήταν αυτοί που της το «φύτεψαν» ή φιλόσοφοι από την Προύσα; τυχαία η πόλη, της άρεσε πάντα σαν όνομα! Οι δικοί της,  Από την Πόλη και στην κορφή μπαχάρια!

Κοπάνα να γίνει

Είπε εκείνη μέσα της…  πώς έγινε όμως; Όλα τα γυμνάσια εκδρομή στο Καλλιμάρμαρο, να παρακολουθήσουν αγώνες στίβου, τα κορίτσια αριστερά στις κερκίδες, δεν υπήρχαν μικτά τότε….  όλα τα αγόρια απέναντι, δεξιά από το πέταλο, μελίσσια η βουή, ακόμα στ΄ αυτιά της. Την προηγούμενη, της λέει ο Κεφαλονίτης στο φροντιστήριο, «Θα πάμε… θα πάρουν παρουσίες… μετά φύγε, να κάνουμε βόλτα στον Εθνικό Κήπο, απέναντι» «Εντάξει»  «Κοπάνα να γίνει… μια φορά πια, όλοι στην τσάρκα είναι πάντα», σκέφτηκε. Κατέβηκε την άλλη μέρα προσεκτικά τις κερκίδες, περπατούσε ήδη στον πλατύ διάδρομο να βγει σιγά-σιγά από το Στάδιο…. Είχε προετοιμάσει και τη δικαιολογία, σε περίπτωση…. Ένα στιβαρό χέρι την αγκάλιασε από τους ώμους… ο μαθηματικός, συμπαθής και πάντα ευγενής, κάτω από τ΄αυλάκι η καταγωγή του -όπουλος, τον θυμάται να λέει στην τάξη «Ταξιδεύω για το χωριό μου από την παλιά Εθνική Οδό προς τον Ισθμό…. να βλέπω τις τεράστιες πικροδάφνες!» η Νέα Εθνική Οδός, λίγο πριν είχε εγκαινιαστεί, ήταν ακόμα φαλακρή.… άκουσε τη φωνή του στο διάδρομο του Σταδίου, κοντά στ΄αυτί της «Που πας εσύ;» «Πάω στο διπλανό διάζωμα…. να δω μια φίλη από άλλο σχολείο». Την έστριψε μαλακά το αγκαλιασμένο χέρι, μεταβολή 180 μοίρες «Πάμε πίσω, όχι εσύ», της είπε…. Οι δυο διάδρομοι εξόδου, ο ένας ροή από κορίτσια και ο απέναντι, ποταμός των αγοριών, φεύγαν όλοι για κοπάνα… εκείνη είδε όλους τους αγώνες στις αραιωμένες κερκίδες…. Το μελίσσι ήταν μέσα στον Εθνικό Κήπο πια…. η δική της Κοπάνα… στις καλένδες!

Τα υφάσματα της μάνας  και το ποδήλατο του κυρ Μανώλη… όλη η Αθήνα με ποδήλατα και χτίζοντας παραθαλάσσια εξοχικά

Όταν ήρθε πρώτη στα Οικιακά, δεν τους το είπε ποτέ, δεν έτυχε, γιατί τόση  επιδεξιότητα στα χειροτεχνικά του σχολείου; Η μάνα της μετά τον πόλεμο, δούλεψε μανταρίστρα στο μεγάλο υφαντουργείο του Λαναρά στην Κολοκυνθού.  Είχε εργοστάσια τότε η Αθήνα, περιμετρικά. Φτώχεια μετά τον πόλεμο και τα εμφύλια, ανάθεμα! Άρεσαν πολύ στη μάνα τα κεντήματα, πλεξίματα, τα ραψίματα, τα υφάσματα, έκλαιγε για μια φούστα της πλισέ στα νιάτα. Την έφεραν από τη μοδίστρα στο σπίτι, όταν άρχισαν τα χρήματα να πέφτουνε βροχή στην οικογένεια, τα πλακάκια που στρώνονταν τότε στην Αθήνα της αντιπαροχής, εργολάβος της πλακόστρωσης ο πατέρας της. Ήρθε η φούστα από τη μοδίστρα, την κρέμασαν πάνω στο μαγκάλι, άνοιξε η πόρτα, φύσηξε αέρας κι έπεσε, στάχτες η πλισέ πριν φορεθεί, τη μνημόνευε μια ζωή!

Μάθε τέχνη κι άστηνε, αν σου χρειαστεί και ξαναπιάστηνε. Όταν αποφάσισαν μετά το 60 για το εξοχικό,  βοήθεια το μαντάρισμα, να χτιστεί το εξοχικό στην Αίγινα, ποιοί πρόσφυγες είχαν χωριά και σπίτια να ξεφεύγουν από την πόλη, ιδιαίτερα όταν παντρεύονταν μεταξύ τους; Κανείς! Μήπως είχαν οι Αθηναίοι αυτοκίνητα; Ελάχιστοι! Ο πατέρας της κυκλοφορούσε με το καφέ ποδήλατο Bismarck, όργωνε όλη την Αθήνα, από Γλυφάδα επίσκεψη στους γονείς του, μέχρι Βριλήσσια το καλοκαίρι, που παραθέριζε η οικογένεια, τα Βόρεια Προάστια ήταν ακόμα παραθεριστικά! Ούτε χωριά, ούτε εξοχικά οι πρόσφυγες, τίποτα! Και… ποδήλατα παντού, με όλα τα στραβά, βιώσιμη η Αθήνα, όχι φουλ του τσιμέντου, ακόμα!

Τότε, ο κυρ-Μανώλης με τη μπλε φόρμα του εργοστασίου, άρχισε να φέρνει με το ποδήλατο κι αυτός, τόπια υφάσματα στο σπίτι… άνοιγαν τα τόπια, άπλωναν, έπιαναν ένα δωμάτιο. Οι κλωστούλες στην ούγια, κόκκινοι ή άσπροι δεμένοι κόμποι, δε θυμάται, μπορεί και τα δύο χρώματα,  έδειχναν πού υπήρχε λάθος στην ύφανση, να το μαντάρει η μάνα. Έφευγαν ένας-ένας οι  κόμποι έπαιρνε πίσω ο κυρ-Μανώλης τα τόπια, σαν κρεμασμένα σώματα, πίσω στη σχάρα του ποδήλατου, δυό- δυό τα κουβαλούσε να ξαναπάνε στο εργοστάσιο! Έτσι σκαρώσανε το εξοχικό, μονάχοι! Έπιαναν τα χέρια τής μάνας της σε όλα, κεντήματα, πλεκτά, ραψίματα, μάθαινε κοντά της κι εκείνη, μαντάρισμα  και στα σκοροφαγωμένα της γειτονιάς. Ελάχιστα τα συνθετικά υφάσματα τότε, βαμβάκι, λινό και μάλλινα… νααα οι τρύπες στο μαλλί, στα πέτα, τι να σου κάνει μόνο ναφθαλίνη, βρώμαγε ο τόπος. Τα έφερναν στη χρυσοχέρα μανταρίστρα φίλη να  τα διορθώσει, δε θυμάται να παίρνει χρήματα, ήταν δώρο! Πώς εξαφάνιζε την τρύπα, με λίγο ύφασμα από τον ποδόγυρο, τίποτα δε φαινόταν να τα ενώνει, μοναδική τεχνήτρα!

Ο πατέρας της σε δουλειές, από τα λιπάσματα Πειραιά, στα μολύβια Βρανά, στις ζυγαριές Μουσχουντή και τελικά στα Ναυπηγεία Σκαραμανγκά, χιλιόμετρα τα ναυπηγικά σχέδια στο σπίτι τους…. και… διδασκαλία στα νυχτερινά τεχνικά. Αγώνας και κόπος, για όλα!

Ο πατέρας κράταγε το γράδο και η μάνα τη χαρά, μέχρι το θάνατό της τραγούδαγε Amando mio στο νοσοκομείο…. μόνη της πήγαινε στις κηδείες, εκείνος όχι, δεν ήθελε τη θλίψη… «Ευρωπαία μου», της έλεγε η μεγάλη κόρη, «100 χρόνια μπροστά έζησες, ποιος άντρας μαγειρεύει τα Σαββατοκύριακα σαν τον πατέρα; Ποιος πλένει τα μωρουδιακά των νεογέννητων;»  έδιωξε όλες τις γυναίκες που προστρέξανε.. «Φύγετε από εδώ, εγώ θα τα πλένω» «Ευρωπαία μου»! Κρυφογέλαγε η μάνα της, ζωντανή γυναίκα, την έπλασε κι εκείνος!

Η Χούντα της 21ης Απρίλη

Τον Απρίλιο του 1967, 21 του μηνός, χούντα  βρήκε την Ελλάδα, μετά τον πλουτισμό στρατιωτική πειθαρχία, χάθηκε το παιχνίδι! Απαγόρευση κυκλοφορίας, κανείς δεν ξεμύταγε. Η νεαρή,  κλεισμένη στην ασπροκόκκινη αυλή, καρό πλακάκια στολισμένη, των πλακάδων έργα τέχνης… ποιος είχε τότε λουτρό γυαλιστερά λευκά πλακάκια, μαύρες δαντελωτές μπορντούρες στολισμένο, σαν των παππούδων της; κανείς... ντριν ντριν… ακούει το ποδήλατο, πετάγεται στην αυλή από το σπίτι, τι να δει.. Το αγόρι τής Σκρά, ο Κεφαλονίτης, με τον κολλητό του από την Ανθούπολη, πίσω στη σχάρα του ποδήλατου, πέρναγαν να τη δουν στη Σάμου. «Πού πάτε βρε παλαβά; Δεν ακούσατε την απαγόρευση; Γυρίστε σπίτια σας», τους είπε. «Καλά μωρέ, σιγά, να σε δω λιγάκι… γέλια οι δυο φίλοι!» έφυγαν σε λίγα λεπτά, δε θυμάται αν γύρισαν όλο το Περιστέρι ή όντως πήγαν πίσω, χαμπάρι τ΄αγόρια!

Μήπως δεν την περίμενε κάποιες φορές, πεζός ή με ποδήλατο(;)  γύριζαν μαζί, όταν σχόλαγε μεσημέρι Κυριακής από το Κατηχητικό-υποχρεωτικό(;) δε θυμάται-στην Ορθοδόξου Χριστιανικής Ενώσεως, το κτίριο έδωσε όνομα και στο δρόμο! Πώς τα ταίριαζε όλα μαζί; Ένας Θεός ξέρει!  Οι γονείς της έβλεπαν, άκουγαν, όπως και οι δικοί του, το ίδιο ένας μπάρμπας ναυτικός, Κεφαλονίτης από την Καρυά εκεί ψηλά, όταν ερχόταν ταξίδι στην Αθήνα, κανείς δε μίλαγε…. «Άφ΄τους μωρέ…. θα δείξει», έλεγε ο μπάρμπας και όλοι δηλαδή!

Κοπάνα από το φροντιστήριο – Το γράδο

Ούτε όταν εκείνη άρχισε φροντιστήριο στην Αθήνα για το Πανεπιστήμιο… διακοπές Χριστουγέννων πάλι, έκλεισαν τα φροντιστήρια… δεν το είπε,  συνέχισε να κατεβαίνει κάθε μέρα με το λεωφορείο, στο κέντρο της Αθήνας. Πήγαιναν σινεμά με τον Κεφαλονίτη… πόσα έργα! μπορεί και δύο σ΄ένα βράδυ, τους άρεσε πολύ ο κινηματογράφος.. και βόλτες, φιστίκια στα παγκάκια στο Σύνταγμα, στην Πλάκα, στο Πανεπιστήμιο απ΄έξω, όλοι οι κινηματογράφοι ένα γύρω, τι άλλο τότε; Πέντε (5) χρόνια μετά, της έκανε δώρο τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι…..

Ένα βράδυ, βλέπει μέσα από το λεωφορείο γυρίζοντας, τον πατέρα να την περιμένει στη στάση στην πλατεία. Αφήνει τον Κεφαλονίτη στο πίσω κάθισμα και τρέχει μπροστά να κατέβει πρώτη. «Πήρα τηλέφωνο στο φροντιστήριο… έχει κλείσει για τις διακοπές… εσύ που πηγαίνεις κάθε μέρα;» της είπε όταν κατέβηκε, εκείνον δεν τον είδε ή έκανε… δε ρώτησε, δεν έμαθε ποτέ… «Εντάξει δεν το είπα, πηγαίναμε κανένα σινεμά, καμιά βόλτα,  με τα παιδιά από το φροντιστήριο»  «Καλά, μαζέψου από σήμερα μέχρι να ξανανοίξει» της είπε, κρατώντας στην τσέπη «το αόρατο γράδο» των επιδόσεών της στα μαθήματα, που δεν κουνιότανε γραμμή από τους στόχους.

Τίποτα άλλο δεν της είπε ο πατέρας, ούτε η μητέρα, κι ας ήξεραν… είχαν και μια αρχή:

«Στη Φύση δεν πάμε Κόντρα»… το έλεγαν σιγά-κρυφά  μεταξύ τους, μην πάρουνε και θάρρος τα παιδιά!

Επίλογος ή μήπως Πρόλογος;

Μετά δέκα (10) χρόνια… Δόξη και Τιμή… εποίκησαν ξανά, θεωρητικά, κάποιοι Πρόσφυγες το Ιόνιο, το δικό του το Νησί! Η Τρίτη Γενιά του 1922, δεν ήθελε πλέον, απλή  Κοινωνική Κινητικότητα, αυτό πάνω – κάτω κατακτήθηκε ατομικά, με σπουδές, δουλειές, σχετικές περιουσίες κλπ. Η Τρίτη Γενιά, αλλά και η Τέταρτη, εμπλουτισμένες με γηγενή γονίδια, αφού  πια γεννήθηκε και η Πέμπτη Γενιά, είναι βέβαιο ότι ήθελαν, Κοινωνική Αλλαγή για τη Χώρα και τον Κόσμο! Γιατί όλοι οι Έλληνες μαζί, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος, είχαν δώσει «κλωτσιά στην καρδάρα», άδειασαν τα έργα μιας ζωής! Τα πτυχία κουρελόχαρτα, τα περισσότερα σπίτια χρεωμένα!

Ας βίωσαν οι παλιότεροι τη φτώχεια, όπως στην ταινία «Κλέφτης ποδηλάτων»!            

 Όλα πια σήμερα, θύμιζαν το προφητικό και αλληγορικό  «Sweet Movie»….        

——————————————————

«Τα παιδιά κάτω στον κάμπο». Soundtrack Μάνος Χατζιδάκις στην ταινία «Sweet Movie» 1974, σκηνοθεσία του Γιουγκοσλάβου  Dušan Makavejev … σουρεάλ και ανατρεπτικό, για κομμουνισμούς, καπιταλισμούς, ναζισμούς, αναφορά σε διαστροφές ενηλίκων και παρενοχλήσεις παιδιών, σε εργαλειοποίηση της γυναίκας και του γυναικείου σώματος, για να πνιγούν εντέλει τα παιδιά στη ζάχαρη, τις καραμέλες και τα πλαστικά, χωρίς λογική σειρά και κλασσική αφήγηση.

«Κλέφτης ποδηλάτων» Ιταλική Οσκαρική ταινία 1948, σκηνοθεσία Βιτόριο ντε Σίκα. Μεταπολεμική φτώχεια και επιβίωση.

Τέλος… στο όνομα της αγάπης… «Κέλομαι σε Γογγύλα» 1972, «Μεγάλος Ερωτικός»… ποίηση Σαπφώ και μελοποίηση Μάνος Χατζιδάκις.

** «Γνωριζόμαστε;»

Ερμηνείες στην εικόνα τίτλου: «Ποδήλατα στην Αθήνα του 1960-70». Πλαισίωση με έξι (6) ποδήλατα σε παιδική ζωγραφική.

1.       Έργο στο κέντρο, δεκάχρονου σήμερα, Πάρι Φιλιππάτου «Μετεωρίτης πέφτει στη Γη»

2.       Ο πατέρας με το καφέ ποδήλατο Bismarck, φορτωμένος βάρη.

3.       Παιδικά ποδήλατα, αγόρια και κορίτσια ισότιμα μαζί (σήμερα).

4.       Ο Κεφαλονίτης με φίλο του στο ποδήλατο, την ημέρα της Χούντας του 67.

5.       Ο κυρ- Μανώλης του Υφαντουργείου, φέρνει υφάσματα στη μητέρα, για μαντάρισμα.

6.       Ποδήλατο της Αθήνας του 1960-70, τα αυτοκίνητα ελάχιστα, ο τόπος ακόμα πράσινος.

*** «Για τα Παιδιά μας!»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ