Όταν ήμουν 15 χρονών, σκότωσαν έναν δεκαπεντάχρονο. Ειλικρινά, μέχρι εκείνο το Σαββατόβραδο ο κόσμος ήταν ροζ. Πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου δεν θα ήταν οι ίδιοι αν εκείνο το βράδυ σε μία γωνιά των Εξαρχείων δεν δολοφονούνταν ένα παιδί. Ένα παιδί σαν κι εμάς, ένα παιδί από εμάς. Κάποιων το αυτί είχε πάρει κάτι για έναν Καλτεζά, ίσως για έναν Τεμπονέρα… Αλλά όλοι αυτοί οι παλιοί νεκροί άνηκαν στην ιστορία. Όταν είσαι δεκαπέντε χρονών όλοι οι νεκροί ανήκουν στην ιστορία. Κι όμως, είχαμε μόλις αποκτήσει τον δικό μας νεκρό.
Αυτό που ακολούθησε τις επόμενες μέρες είναι δύσκολο να περιγραφεί και να κατανοηθεί. Θυμάμαι όμως ακόμα τη συναισθηματική φόρτιση. Τέτοιας έκτασης αντίδραση απλωμένη σε όλη την επικράτεια δεν περίμενε κανείς και για αυτό είμαι σίγουρη, κάποιοι από τα πρώτα εικοσιτετράωρα μιλούν για εξέγερση. Εκείνες τις μέρες είδα τους φίλους μου να μεταμορφώνονται μέσα σε μια κατάσταση επιβλητική, τότε ακόμα δεν ήταν τόσο καθαρό στα δικά μου μάτια πως οι συγκυρίες διαμορφώνουν τον άνθρωπο. Αν τύχει στη ζωή σου μία επανάσταση πολύ πιθανόν να γίνεις επαναστάτης, και αν γίνεις επαναστάτης για μια στιγμή δεν ξέρεις αν θα είσαι την επόμενη. Μου το εξήγησε χρόνια μετά μία συμφοιτήτρια λίγο μεγαλύτερη από εμένα, μαζί με τους λόγους που πρέπει να μαχόμαστε όλοι μαζί και όχι καθένας μόνος.
Στο μικρό μας νησί τότε έγιναν πράγματα και θαύματα. Τα σχολεία ακολουθώντας το πανελλαδικό κύμα έκλεισαν, οι μαθητές βγήκαν στους δρόμους μαζί με τους φοιτητές και τα υπόλοιπα προοδευτικά κομμάτια της μικρής μας κοινωνίας. Φυσικά σε τέτοιες συνθήκες πάντα υπάρχουν και οι «άλλοι». «Ντόπιοι» αστυνομικοί βγήκαν στους δρόμους με εντολή να παραστήσουν τις ειδικές δυνάμεις και τις παρέστησαν όντως ρίχνοντας χημικά στην βραδινή πορεία, η οποία είχε διοργανωθεί από φοιτητές και κατέληξε όπως όλες έξω από το Α.Τ. Αργοστολίου. Γύρω από αυτήν ακριβώς την πορεία που εργαζόμενοι, μαθητές και φοιτητές θα συναντιούνταν στήθηκε ό,τι χειρότερο και ταυτόχρονα γελοιωδέστερο είχα μέχρι τότε δει στην πολιτική ζωή. Στο νησί απλώθηκε μια φήμη, τόσο ανόητη που με εξοργίζει μέχρι σήμερα με την ίδια ένταση που με εξόργιζε τότε: «Θα έρθουν αναρχικοί από την Πάτρα»…ναι, αυτό ακούστηκε, και μάλιστα από χείλη που θεωρούσαν εαυτούς σκεπτόμενους και πολιτικοποιημένους. Έγινε δε αυτή η γελοιότητα τόσο πιστευτή, που μαγαζάτορες κεντρικού δρόμου της πόλης άδειαζαν τα μαγαζιά τους, γιατί θα έρχονταν οι εκ Πατρών ορμώμενοι αναρχικοί να τα σπάσουν. Επιπλέον, λαμβάναμε εξωφρενικά μηνύματα στα κινητά, κυρίως οι μαθητές, που έλεγαν «Αν θες την ζωή σου, μην κατέβεις στην πορεία». Ευτυχώς η πορεία πραγματοποιήθηκε, δυστυχώς όχι με τον κόσμο που θα είχε αν οι συντηρητικές δυνάμεις του νησιού επέλεγαν να είναι αξιοπρεπείς.
Όσοι ήμασταν εκεί θα το θυμόμαστε, γιατί οι νεότεροι παριστάμενοι έπρεπε για πρώτη φορά να ξεπεράσουμε το φόβο και να νικήσουμε την προπαγάνδα και τα fakenews που ακόμα δεν τα πολυλέγαμε έτσι. Φυσικά δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, αλλά όταν η χώρα φλέγεται, ένα παιδί είναι δολοφονημένο και εσύ έφηβος, είναι εύκολο να παρασυρθείς.
Για να σιγουρευτώ για όσα θυμάμαι, για να επιβεβαιώσω πως τίποτα δεν χάνεται, μπορεί και για να σπάσω τον φόβο της μοναξιάς, ζήτησα από μια φίλη «να μας πει» τι θυμάται, τι κρατάει, τι πιστεύει ή τέλος πάντων ό,τι θέλει ας μας πει.
Μεγαλώσαμε
Δεν ήταν ήρωας. Δεν ήταν σύμβολο. Κι ούτε ήθελε να γίνει. Ήταν ένα παιδί, σαν κι εμάς.
Κι εμείς, που εκείνη την ώρα κάναμε τα μαθήματά μας για την επόμενη μέρα, εμείς που ήμασταν σε αναμενόμενο μέρος, μια αδιάφορη στιγμή, εκείνη τη νύχτα μεταφερθήκαμε αλλού : στο «λάθος»· στο μόνο σωστό. Εκείνο το βράδυ μεγαλώσαμε. Δεν ήταν η εφηβεία, ή τουλάχιστον δεν ήταν μόνο αυτή. Ήταν η δολοφονία ενός εφήβου στο κέντρο της Αθήνας. Κι έπειτα, ήταν τα λόγια : τα λόγια που άρχισαν να εξοστρακίζονται, κι αυτά, τις επόμενες μέρες –απ’ την επόμενη στιγμή. «Τι έκανε εκεί;». «Θα έσπαγε κάνα μαγαζί ή κάνα αυτοκίνητο!». «Μα τους έβρισε! Τους πέταξε, λέει, μπουκάλια». Οπότε, δεν ήταν μόνο ο δολοφόνος κι ο «συνάδελφός» του. Δεν ήταν δύο, ήταν εκατοντάδες. Ήταν οι φιλήσυχοι. Ένα πλήθος φιλήσυχων, που εγώ τουλάχιστον μέχρι τότε δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι υπήρχαν, ότι ήταν τόσοι πολλοί, τόσο κοντά. «Ακόμα κι αν ίσχυαν όλα αυτά, πόσο κοστολογείτε την ανθρώπινη ζωή; Πόσο κοστολογείτε τη ζωή των παιδιών σας; Μία βιτρίνα, πέντε, δέκα; Πόσες;». Αυτό αισθάνθηκα. Είδα ότι πολλοί δικαιολογούσαν με σιχαμερή ευκολία το φόνο, ότι πολλοί θεωρούσαν περίπου αναμενόμενο ότι ένας άντρας των ΜΑΤ μπορούσε να «αυτοπροστατευτεί» από κάνα δυο εφήβους που «τον έβρισαν», πυροβολώντας τους.
Αυτό μας μεγάλωσε. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Σύνταγμα να καίγεται, και να ρίχνει φως στους φιλήσυχους. Η εφιαλτική εικόνα των ΜΑΤ να φυλάνε το καινούργιο δέντρο, που στήθηκε ξανά στη θέση του για να εκβιάσει τα Χριστούγεννα, να σώσει το γιορτινό κλίμα και την αγορά. Ν’ ακούμε σφαίρες, και να τις νομίζουμε πυροτεχνήματα. Όλη η υποκρισία σε μια εικόνα: «Σκάσε και γιόρτασε, δεν έγινε τίποτα». Και πράγματι δεν έγινε. Ακλόνητοι μείναν οι φιλήσυχοι, αυτοί που δικαιολογούν με σιχαμερή ευκολία τον φόνο. Γίναν χρυσαυγίτες σε τάγματα εφόδου, σκοτώνουν τις γυναίκες τους και χτυπάνε τα παιδιά τους. Σκοτώσανε έναν άνθρωπο στη Γλάδστωνος με κλωτσιές. Ακλόνητη και η αστυνομία, πέρασε χειροπέδες στον νεκρό. «Μα, μπήκε να κλέψει!». «Πρεζάκι ήταν». Τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια…
Ο Γρηγορόπουλος δεν ήταν σύμβολο. Μη χαίρεστε, δεν σκοτώσατε ένα σύμβολο. Ένα παιδί σκοτώσατε.
Και δείξατε ολοκάθαρα σε μια ολόκληρη γενιά, τη δικιά μας, τι να αποστρέφεται, από τι να φυλάγεται, και κυρίως τι να μην γίνει : «Κυρ-Παντελής».
*Μαρία Καμπίτση, Υπ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου