Εικόνα: Ευγένιος Ντελακρουά: Η Ελλάς στα ερείπια του Μεσολογγίου και Πέτρος Πετράτος
Σε συνέχεια του κύριου άρθρου της προηγούμενης εβδομάδας με τίτλο “Γιάννης Βαρούχας / Μια βουτιά στην εξωτική και γεμάτη θηριωδία θάλασσα της Καραϊβικής“, δημοσιεύουμε σήμερα ένα κείμενο του Πέτρου Πετράτου το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο “Σεμινάριο 47-Το 1821 στα Γράμματα και στις Τέχνες” της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων το 2023 στην Αθήνα.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται κατόπιν άδειας, καθοδήγησης και έγκρισης του πνευματικού δημιουργού του, κ. Πέτρου Πετράτου.
Για λόγους οικονομίας, το δημοσιεύουμε χωρίς τις σημειώσεις του συντάκτη και χωρίς τα πολύ ενδιαφέροντα επίμετρα. Για όποιον θέλει να μελετήσει το πλήρες κείμενο, υπάρχει σύνδεσμος και οδηγίες στο κάτω μέρος του άρθρου.
Στον Ρήγα Καππάτο
Τη χρονιά που έπεφτε το Μεσολόγγι (1826), στην άλλη άκρη του κόσμου, στην ισπανοκρατούμενη Κούβα, γεννιόταν ο Χοακίν Λορένθο Λουάθες (Joaquin Lorenzo Luaces, 1826-1867), κορυφαία μορφή των Γραμμάτων της χώρας του1 . Παρακολούθησε μαθήματα Δικαίου και Φιλοσοφίας, ενώ μελέτησε την ιστορία και τη λογοτεχνία αρκετών λαών, ανάμεσα στους οποίους και του ελληνικού. Γνώστης της αρχαίας και νεότερης ελληνικής ιστορίας, θα γράψει το θεατρικό έργο Αριστόδημος, εμπνευσμένο από την ελληνική αρχαιότητα, ανακρεόντεια ποιήματα, κατά το πρότυπο δηλαδή των ποιημάτων του αρχαίου Έλληνα λυρικού ποιητή Ανακρέοντα, την εκτεταμένη ποιητική σύνθεση «Κούβα» καθώς και το ποίημα «Η πτώση του Μεσολογγίου»2.
Αν και για την Ελληνική Επανάσταση υπήρξαν ενδιαφέρουσες αναφορές στον τύπο και στον δημόσιο λόγο των πολιτικών παραγόντων της Λατινικής Αμερικής, στον χώρο της λογοτεχνίας οι αναφορές ήταν περιορισμένες. Ειδικότερα στην κουβανέζικη λογοτεχνική δημιουργία ελάχιστες ποιητικές συνθέσεις μπορούμε να σημειώσουμε: ο Hose Maria Heredia (1803-1839) δημοσίευσε το 1823 την ωδή «Προς τους Έλληνες του 1821», δέκα χρόνια αργότερα κάποιος με τα στοιχεία L. P. δημοσίευσε το ελεγείο «Για το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα (Τζορτζ Γκόρντον) που συνέβη στις 19 Απριλίου 1824», ενώ το 1835 κυκλοφόρησε στα ισπανικά ο «Θούριος» του Ρήγα από τον Francisco de Albear y Lara και ο επαναστάτης ποιητής Gabriel de la Concepcion Valdes, γνωστός με το παρωνύμιο Placido, έγραψε το ποίημα «Η Ελλάδα»3.
Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι η πολύμηνη πολιορκία και η ηρωική έξοδος των πολιορκημένων του Μεσολογγιού είχε τότε κινητοποιήσει την κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών λαών αλλά και μετά εξακολουθούσε να συγκινεί τον κόσμο4 . Τόσο ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των πολιορκημένων Ελλήνων όσο και το συλλογικό πνεύμα και η συλλογική δράση, που είχαν επικρατήσει κατά την περίοδο της άμυνας της πόλης και ιδιαίτερα κατά την έξοδο, μετέτρεψαν το Μεσολόγγι σε επίκεντρο του φιλελληνισμού και κυρίως σε σύμβολο τόλμης και ηρωισμού, σε σύμβολο αγώνα5 . Τριάντα χρόνια αργότερα εξακολουθούσε να συγκινεί και να εμπνέει ο αγώνας των «ελεύθερων πολιορκημένων», ακόμη και πέρα από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Ενδιαφέρουσα περίπτωση παραμένει η ποιητική σύνθεση του τριαντάχρονου Χοακίν Λορένθο Λουάθες με τον τίτλο «Η πτώση του Μεσολογγίου» και τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Πολεμικό τραγούδι του Έλληνα».
Θεωρούμε επιβεβλημένες κάποιες διευκρινίσεις. Το ποίημα αυτό παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά, στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό το 1971 από τον Τάκη Αγγ. Κωνσταντόπουλο σε δική του ελληνική μετάφραση. Ο μεταφραστής, μάλιστα, τιτλοφορούσε το ποίημα «Ιερό Μεσολόγγι»6 . Το 2003 στο βιβλίο των Ρήγα Καππάτου και Pedro Lastra Η παρουσία της Ελλάδας στην ποίηση της Λατινικής Αμερικής περιλαμβάνονταν εκτενή αποσπάσματα από το συγκεκριμένο ποίημα του Λουάθες με τον τίτλο, τούτη τη φορά, «Η πτώση του Μεσολογγίου»7.
Ο ποιητής Λουάθες δεν είχε, βέβαια, επισκεφτεί την Ελλάδα. Είχε όμως διαβάσει γι’ αυτήν και την ιστορία της, αρχαία και νεότερη, και είχε εκτιμήσει την προσφορά της στον πανανθρώπινο πολιτισμό. Άλλωστε, οι σημαντικοί Λατινοαμερικανοί διανοούμενοι και επαναστάτες, όπως ο Χοσέ Μαρτί, ο Μιράντα, ο Μπολιβάρ, ήταν ελληνομαθείς και ελληνολάτρες. Ο Λουάθες εκφράζει έναν απέραντο θαυμασμό για τους αγωνιστές του Μεσολογγιού: αν και έπεσε το Μεσολόγγι, αν και έχουν σωριαστεί σε ερείπια τα τείχη του και σε εκατοντάδες κείτονται οι νεκροί του, αυτοί όμως οι νικημένοι νεκροί υπερασπιστές της πόλης έχασαν ηρωικά τη ζωή τους και δεν έδωσαν τη χαρά στους εχθρούς τους να τους κάνουν σκλάβους. Πέθαναν «ελεύθεροι πολιορκημένοι».
«Η πτώση του Μεσολογγίου» είναι ένα πολύστιχο πατριωτικό, επαναστατικό ποίημα. Αποτελείται από 15 οχτάστιχες στροφές, αρχίζει όμως με ένα τετράστιχο, το οποίο επανέρχεται ως επωδός αμέσως μετά από κάθε στροφή. Με το αρχικό τετράστιχο ο ποιητής καλεί τους Έλληνες να μην αφήσουν ατιμώρητους τους Οθωμανούς για την πτώση του Μεσολογγιού, αλλά να τους εκδικηθούν. Οι επόμενες 15 στροφές μπορούν περιληπτικά να αποδοθούν ως εξής:
Η υπεράσπιση του Μεσολογγιού υπήρξε ηρωική. Άντρες και γυναίκες δεν δίστασαν να δώσουν τη ζωή τους για την πατρίδα τους: οι άντρες γενναία προχωρούσαν στο θάνατο, ενώ οι γυναίκες προτιμούσαν να δώσουν οι ίδιες τέλος στη ζωή τους, για να μην πιαστούν ζωντανές από τους εχθρούς. Από το αίμα των νεκρών υπερασπιστών η θάλασσα βάφτηκε κόκκινη, ενώ στους κάμπους σωρός ήταν τα πτώματα των χριστιανών Ελλήνων, που σκοτώθηκαν κάτω από τις ιαχές των μουσουλμάνων Οθωμανών, που επιδίωκαν την ανελέητη σφαγή των απίστων. Ερειπώθηκαν τα τείχη, οι πύργοι, τα καμπαναριά, όπου κυμάτιζαν τα λάβαρα με το σταυρό. Γι’ αυτό πρέπει οι Έλληνες να εκδικηθούν σκληρά την πτώση του Μεσολογγιού: αίμα στο αίμα, σφαγή στη σφαγή. Σε διαφορετική περίπτωση θα θεωρηθούν δειλοί.
Αναμφίβολα, είναι άξιοι θρήνου οι νεκροί πια υπερασπιστές του Μεσολογγιού. Μα ο ποιητής ιδιαίτερα κατακρίνει την προδοσία, στην οποία κυρίως, και όχι στην πείνα, οφείλεται η πτώση της πόλης. Προδοσία με την έννοια της αδιαφορίας της Διοίκησης: τους πούλησαν τους υπερασπιστές του Μεσολογγιού. Κι ο νέος Εφιάλτης έγινε η ντροπή του αγωνιζόμενου έθνους. Ας έχει την εθνική κατακραυγή.
Η πτώση, όμως, της πόλης του Μεσολογγιού αντί να καθηλώσει τους Έλληνες, τους έχει ξεσηκώσει και είναι έτοιμοι για νέες πολεμικές επιχειρήσεις. Η κραυγή της εκδίκησης παντού αντηχεί. Εφορμούν ξανά με θάρρος και τόλμη εναντίον του εχθρού. Η δόξα, άλλωστε, είναι πάντοτε με εκείνον που τολμά. Όλοι οι Έλληνες είναι στα όπλα, για να δοθεί ένα μάθημα στον εχθρό. Ο αγώνας της εκδίκησης φουντώνει. Και οι πρώτες νίκες σημειώνονται, καθώς οι Οθωμανοί υποχωρούν, έχοντας συνεχείς ήττες. Στις κραυγές του πόνου των Τούρκων δεν απαντούν οι επαναστάτες. Δεν λυπούνται το εχθρικό αίμα. Άλλωστε, νωπές είναι οι αιχμαλωσίες των γυναικών τους και των θυγατέρων τους, οι οποίες έχουν καταλήξει στα σουλτανικά χαρέμια και ατιμάζονται από τους εχθρούς. Αναθυμούνται, επίσης, τη θυσία του Πατριάρχη και άλλων σεβάσμιων γερόντων, οι οποίοι φόρεσαν το ματωμένο στεφάνι του μαρτυρίου και της δόξας συνάμα. Και είναι πια πεπεισμένοι ότι η θεία πρόνοια έχει φροντίσει να νικηθούν οι Τούρκοι. Τα μουσουλμανικά τουρπάνια θα χαθούν και θα επικρατήσει ο φρυγικός σκούφος.
Οι νίκες των Ελλήνων χαροποιούν τους προγόνους τους, τους μαχητές του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας και των Πλαταιών. Και ο Φιλοποίμην δεν θα αργήσει να βγει από τον τάφο του, για να καμαρώσει τους γενναίους απογόνους του. Η κλαγγή των ελληνικών όπλων έχει φτάσει στα ουράνια. Ενωμένοι, έχοντας ξεχάσει τα παλιά τους πάθη, πολεμούν ηρωικά. Οι σκιές του Αριστομένη, του Φιλίππου και του Αράτου αγκαλιασμένες χαίρονται για τις νίκες των απογόνων τους, οι οποίες έχουν τρομοκρατήσει τους εχθρούς τους.
Με πείσμα και ηρωισμό θα συνεχίσουν τον εκδικητικό τους αγώνα – αγώνα μέχρις εσχάτων. Κι αν χρειαστεί, θα δώσουν και τη ζωή τους. Γιατί αυτό είναι καλύτερο από το να συνεχίσουν να ζουν μέσα στη σκλαβιά, την ντροπή και την ατίμωση. Δε θέλουν πια να είναι η ζωή τους ένας θάνατος αργός. Έχουν οριστικά αποφασίσει να ζουν μια ζωή λειψή και ταπεινωτική. Εξάλλου, οι σκιές του Αρμόδιου, του Θρασύβουλου και του Τυρταίου δείχνουν το δρόμο της τιμής και της ανδρείας.
Ολόκληρη η Ελλάδα αρματωμένη πολεμά. Από το Μεσολόγγι έως τον Πειραιά, από το Ιόνιο έως το Αιγαίο οι Έλληνες είναι στα όπλα. Στην Ευρώπη και την Ασία αντιλαλεί ο ελληνικός αγώνας, ο οποίος φαίνεται πως θα είναι νικηφόρος, καθώς ο Θεός στηρίζει εκείνους, που έχουν το δίκαιο με το μέρος τους. Τώρα, βέβαια, δεν είναι μόνοι τους οι Έλληνες. Και η Αγγλία τους στηρίζει και η Γαλλία και η Ρωσία. Έτσι, είναι βέβαιη η ήττα του Οθωμανού σουλτάνου και η πτώση της πρωτεύουσάς του, της Κωνσταντινούπολης, είναι σίγουρη η νίκη του Σταυρού. Κι έτσι, «σὰν νέος ἥλιος θὰ ὑψωθεῖ ἡ Ἑλλάδα».
Έναν ύμνο για τον ελληνικό Αγώνα – και για κάθε αγώνα – συνθέτει ο Λουάθες με το ποίημά του. Υμνούνται οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, που με τον ηρωισμό τους, την αυταπάρνηση και τη θυσία τους σηματοδότησαν την παρουσία τους στη νεότερη εποχή και αποτέλεσαν παράδειγμα για τους άλλους λαούς. Με την καρτερία και την αντοχή τους, έγιναν υπόδειγμα για μίμηση και ξεσήκωσαν ένα φιλελληνικό κίνημα, μοναδικό στον κόσμο. Αλλά και οι Μ. Δυνάμεις αναδιπλώθηκαν, άλλαξαν στρατηγικές και τακτικές, προσαρμόστηκαν – πάντα βέβαια με βάση τη δική τους οπτική, τα δικά τους συμφέροντα.
Το ποίημα φιλοδοξεί να δοξολογήσει τον ελληνικό αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία. Με πρώτο υλικό προφανώς τις λέξεις/φράσεις και τις εικόνες πολέμου, με τις οποίες μας εισάγει στην καθημερινή ζωή της Τουρκοκρατίας και στην πολεμική ατμόσφαιρα της Επανάστασης: στρατιώτες, τείχη, όπλα, γιαταγάνια, σπαθιά, λόγχη, μαχαίρια, άλογα, κανόνια, φωτιά, σφαγή, αίμα, ερείπια, λάβαρα, σκλαβιά, δεσμά, βία, σάλπιγγες, κραυγή, ιαχή, σκλάβες, θάνατος, νεκροί, κουφάρια, ματωμένα χέρια – Ιμπραήμ, «μουσουλμάνος Τούρκος», «χαλίφες τῆς Βαγδάτης», «βάρβαρος Μογγόλος τῆς Εὐρώπης», «ἄθλιος πατησάχης», «δεσποτικός πασάς»‧ ακούμε τις πολεμικές ιαχές και τις θριαμβευτικές φωνές – «χτυπᾶτε», «πληγώστε», «σπάστε», «σφάχτε», «κόψτε» – αλλά και τις κραυγές απόγνωσης και πόνου‧ βλέπουμε την αγωνία των πολεμιστών στα μέτωπά τους και τον ιδρώτα στο κορμί τους αλλά και τον τρόμο για το σκληρό μέλλον που επιφυλάσσει η σύλληψη των γυναικών‧ αισθανόμαστε τη δόνηση της βαθειάς απόφασής τους για ελευθερία και ανεξαρτησία, για ζωή ή για θάνατο‧ νιώθουμε γενικότερα τη ζωντανή παρουσία της Ιστορίας.
Ο ποιητής, επιπλέον, διαθέτει στέρεη γνώση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, την οποία (ιστορία) θαυμάσια εμπλέκει στο σύγχρονο γίγνεσθαι που περιγράφει. Η αναφορά του για παράδειγμα στις σκιές του Αρμόδιου και του Θρασύβουλου παραπέμπει στον αγώνα κατά των τυραννικών καθεστώτων. Ή η αναφορά του στις πολεμικές συγκρούσεις των Ελλήνων εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές έρχεται να υπογραμμίσει τη μόνιμη και διαχρονική αντίθεση του Έλληνα προς το δεσποτισμό. Ή η αναφορά στον Φιλοποίμενα θέλει να τονίσει την ανάγκη να φανούν οι σύγχρονοι επαναστάτες Έλληνες ισάξιοι εκείνου του ανδρείου και ικανότατου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, του «έσχατου των Ελλήνων», που απέβλεψε στην αναβίωση της δόξας της κλασικής Ελλάδας, αλλά και, διαβλέποντας έγκαιρα τον κίνδυνο υποταγής της Ελλάδας στους Ρωμαίους, προσπάθησε να πάρει μέτρα απαραίτητα για την αποτροπή της.
Το ποίημα είναι ένα προσκλητήριο αγώνα εκδίκησης για την πτώση του Μεσολογγιού. Ο ποιητής σημειώνει τις αποτυχίες – «τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε», «πεσμένα σὲ ἐρείπια πιὰ τὰ τείχη» – κατακρίνει τους προδότες και τους αρνητές του αγώνα – «ἄς συντροφεύει πάντα / τὸ νέο Ἐφιάλτη ἡ ἐθνικὴ ντροπή!» – μνημονεύει τους νεκρούς – «πεθάναν οἱ στρατιῶτες» – υπογραμμίζει τη θυσία – «εἶδα ἐγὼ νὰ πολεμᾶνε ὥς τὸ θάνατο» – αλλά δεν κάνει ελεγείο. Διαπίστωση κάνει: ατέλειωτοι οι τύμβοι των νεκρών αγωνιστών, αμέτρητα τα ερείπια των τειχών και των επάλξεων. Όμως, δε θρηνεί. Ο θάνατος των μαχητών είναι νίκη, αφού δεν παραδόθηκαν στον εχθρό: «Ὁ μουσουλμάνος Τοῦρκος θὰ ἔβρει μὲς στὰ τείχη του [του Μεσολογγιού] / τὸν Ἕλληνα νεκρό, ἀλλὰ ὄχι σκλάβο!» Οι υπερασπιστές της πόλης είναι νεκροί. Κι αυτός ο ηρωικός θάνατος θα μετατραπεί σε νέα εξέγερση, σε νέα εφόρμηση. Η σάλπιγγα της μάχης ηχεί ξανά και ακόμη πιο βροντερή.
Γνωρίζει ο ποιητής, όπως ο κάθε γνώστης της ιστορίας των εθνικολαϊκών αγώνων, ότι από τους αιμάτινους σπόρους, που οι θάνατοι έριξαν στη γη, ξαναφυτρώνει νέα συγκομιδή, που ζητάει την εκδίκηση. Παίρνουν οι εναπομείναντες και όλοι οι άλλοι στους ώμους τους την ευθύνη της εκδίκησης αλλά και της συνέχισης του Αγώνα. Συνεχίζοντας να πιστεύουν στο δίκαιο του αγώνα τους, δε σταματούν να αναμετριούνται με τον αρματωμένο εχθρό τους. Έτσι, έβαλαν τις βάσεις για την οριστική τους απελευθέρωση. Έδρασαν δηλαδή υπέρ της κίνησης της Ιστορίας, καθώς οι ίδιοι, συνειδητά, έσπρωξαν τον τροχό της Ιστορίας.
Εξάλλου, μέσα στο επίκεντρο του λόγου του Κουβανού ποιητή βρίσκεται ο απλός μαχητής, ο συνεπής αγωνιστής με τις αδυναμίες του και με τα όνειρά του. Είναι ο λαός, ο κάθε λαός που παίρνει στα χέρια του τη σάλπιγγα του αγώνα, πιάνει βουνά και πεδιάδες, περάσματα και κλεισούρες, λιμάνια και θάλασσες και πολεμά για την πατρίδα του, για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του. Η ελπίδα υπάρχει, η προσδοκία δεν έχει σβήσει, το όραμα είναι ζωντανό. Και ο ελληνικός Αγώνας υπήρξε μια αδιάκοπη πράξη ηρωισμού και λεβεντιάς.
Εδώ, λοιπόν, εντοπίζεται η αξία του ποιητικού αυτού έργου: στη δύναμη που το κινεί να μεταγγίσει στον αναγνώστη του το αισιόδοξο μήνυμα της συνέχισης και ολοκλήρωσης του Αγώνα παρά την πτώση του Μεσολογγιού. Η ήττα μετατρέπεται σε πείσμα και σε απόφαση για συνέχιση της πάλης μέχρι την τελική νίκη. Και η απόφαση αυτή αγκαλιάζεται απ’ όλη την Ελλάδα κι ακόμη παραπέρα: «Νά, τοῦ Μεσολογγιοῦ τὴν τρομερὴ κραυγὴ […] σὲ Εὐρώπη καὶ σὲ Ἀσία». Η απόφαση αυτή κινητοποιεί ακόμη και τις Μ. Δυνάμεις, που αναγκάζονται να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους. Και όλη αυτή η δυναμική τρομοκρατεί τους «χαλίφες τῆς Βαγδάτης», με αποτέλεσμα «κεῖνος ὁ βάρβαρος Μογγόλος τῆς Εὐρώπης / πρηνὴς στὸ χῶμα, θὰ λατρέψει τὸν Ἰησοῦ». Εξάλλου, με ευχέρεια ο ποιητής κινείται με βάση τα αντιθετικά δίπολα «ισλάμ-χριστιανισμός» και «πολιτισμός-βαρβαρότητα».
Όταν, όμως, ο Λουάθες, ως υπέρμαχος της ελευθερίας και ανεξαρτησίας της χώρας του, της Κούβας, από τους αποικιοκράτες, γράφει τούτο το ποίημα έχει προφανώς υπόψη του την κατάσταση της δικής του πατρίδας, καθώς γνωρίζει σε ποια φάση βρίσκεται ο αγώνας των δικών του συμπατριωτών. Έτσι, ποίημα αυτό ενδιαφέρει εξίσου, αν όχι κυρίως, του Κουβανούς επαναστάτες. Και ο Κουβανός ποιητής, έμμεσα βέβαια, καλεί τους συμπατριώτες του να αγωνιστούν για τη δική τους ελευθερία και ανεξαρτησία, τους καλεί, παρά τις όποιες ατυχίες και ήττες – παρά τα όποια δικά τους «Μεσολόγγια» – να μη σταματήσουν τον αγώνα, γιατί, όπως και στην Ελληνική Επανάσταση, η σταθερή προσήλωση στο σκοπό θα φέρει την τελική νίκη.
Το 1857, που δημοσιεύει, ανάμεσα σε άλλα, το παραπάνω ποίημά του, ο Λουάθες βιώνει μέχρι το 1867, που πεθαίνει, την ισπανική αποικιοκρατία στην πατρίδα του. Η Κούβα είχε μακρά αντι-ισπανική επαναστατική παράδοση. Παρά τις όποιες βελτιώσεις είχαν πετύχει οι Κουβανοί από τους Ισπανούς, οι επαναστατικές διεργασίες συνεχίζονταν και ο εξεγερσιακός αναβρασμός θα κορυφωθεί μετά το θάνατο του Λουάθες με το δεκαετή πόλεμο του 1868-1878, για να ξαναρχίσουν οι συγκρούσεις το 1895. Στο μεταξύ, οι ΗΠΑ θα έχουν κυριαρχήσει σε μεγάλο ποσοστό στο εμπόριο της Κούβας, οπότε η βορειοαμερικανική δημοκρατία για τα δικά της εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα θα υποστηρίξει τους Κουβανούς επαναστάτες με το πρόσχημα της προάσπισης της ελευθερίας και ανεξαρτησίας ενός καταπιεσμένου λαού και την εγκαθίδρυση δημοκρατικών θεσμών σε αυτό το νησί της Καραϊβικής – μια υποστήριξη βέβαια που οδήγησε στον αμερικανοϊσπανικό πόλεμο του 1898. Ο πόλεμος εκείνος τερματίστηκε με ήττα της ευρωπαϊκής Δύναμης, η οποία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στη νικήτρια αμερικανική Δύναμη το Πουέρτο Ρίκο καθώς και τις Φιλιππίνες και το νησί Γκουάμ στον Ειρηνικό, ενώ έχανε για πάντα την Κούβα, όπου αποβιβάστηκαν αμερικανικά στρατεύματα ως δυνάμεις κατοχής. Το 1902, καταργήθηκε η αμερικανική κατοχή με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κούβας – μιας ανεξαρτησίας βέβαια τυπικής, καθώς οι ΗΠΑ όχι μόνο κράτησαν τη ναυτική βάση του Γκουαντάναμο, αλλά είχαν ήδη φροντίσει να εξασφαλίσουν τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και να κατευθύνουν την κουβανεζική πολιτική ζωή με κυβερνήσεις-ανδρείκελά τους10.
Επομένως, κατά τον Λουάθες το κάθε «Μεσολόγγι» δεν πρέπει να θλίβει τους επαναστάτες, να τους αποθαρρύνει και να τους οδηγεί στην απελπισία, τη μοιρολατρία και την παραίτηση. Η θέαση και η αποδοχή της πτώσης πρέπει να γίνεται η αιτία και ταυτόχρονα η αφορμή για τη νέα επανεκκίνηση: με πείσμα, με ενδυνάμωση και καλύτερη οργάνωση οφείλουν να βαδίσουν για την τελική νίκη του αγώνα τους – ενός αγώνα δίκαιου για την κατάκτηση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας τους ως λαού και ως έθνους. Από τα πολιτικά μαθήματα που έδωσε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος και ο σύγχρονος αγώνας των Ελλήνων, μπορούν να αντλήσουν έμπνευση και συμπεράσματα. Άλλωστε, κανένας λαός δεν μπορεί να κρατηθεί για πάντα αλυσοδεμένος.
Πολύ πριν από τον αντιαποικιακό, ανεξαρτησιακό αγώνα της Κούβας (μέσα 19ου έως μέσα 20ού αιώνα), μια άλλη περιοχή της Καραϊβικής είχε υψώσει τη σημαία της ανεξαρτησίας. Ήταν η Αϊτή, η οποία μπορεί να υπερηφανεύεται ότι υπήρξε το πρώτο ανεξάρτητο κράτος της Καραϊβικής και το πρώτο και μοναδικό κράτος μαύρων σε παγκόσμιο επίπεδο. Και όλα αυτά το 1804 – τη χρονιά που στα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια ξεκινούσε η Σερβική Επανάσταση (1804-1815), ενώ στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο τίποτε δεν προμήνυε την έκρηξη μέσα στην επόμενη δεκαπενταετία της μεγαλειώδους Ελληνικής Επανάστασης, καθώς την προηγούμενη χρονιά, 1803, ο Αλή πασάς είχε ήδη συντρίψει τους ενοχλητικούς Σουλιώτες και την επόμενη του 1804 (1805) ο σουλτάνος θα ολοκλήρωνε την εξολόθρευση των κλεφτών στο Μοριά.
Το νησί της Καραϊβικής Ισπανιόλα ήταν μοιρασμένο ανάμεσα στις δύο ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις: το ένα τρίτο του νησιού ήταν αποικία της Γαλλίας και τα δύο τρίτα της Ισπανίας. Την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα οι νέγροι σκλάβοι της Γαλλικής Ισπανιόλας επαναστάτησαν το 1791 με ηγέτη τους το νέγρο Τουσέν Λ’ Ουβερτίρ και μέσα από μια νικηφόρα επανάσταση κατάργησαν τη γαλλική κυριαρχία. Παρά τη βίαιη προσπάθεια του Ναπολέοντα για ανακατάληψη της αποικίας, η Γαλλική Ισπανιόλα το 1804 ανακηρύχτηκε επίσημα ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Αϊτή, ενώ στο μεταξύ ο Λ’ Ουβερτίρ είχε πεθάνει πριν από δύο χρόνια αιχμάλωτος στη Γαλλία11.
Το 1821, με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, στην Αϊτή πρόεδρος, από το 1818, ήταν ο Μπουαγιέ (Jean-Pierre Boyer)12. Και εκείνος ο μιγάδας ηγέτης, ο τόσο μακριά από τα Βαλκάνια της Ευρώπης ευρισκόμενος, στάθηκε πιο «Ευρωπαίος» από τους γνωστούς Ευρωπαίους λευκούς χριστιανούς ηγέτες που μάθαιναν, έβλεπαν και βίωναν τις ανακατατάξεις στα γειτονικά τους οθωμανικά Βαλκάνια, – «Ευρωπαίος» εννοείται σε σχέση με τις ανθρώπινες αξίες και τις φιλοσοφικές αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ήταν ο πρώτος ηγέτης ανεξάρτητου κράτους, που υποστήριξε την Επανάσταση των Ελλήνων.
Mε την έναρξη του Αγώνα, η ελληνική επιτροπή στο Παρίσι, αποτελούμενη από τους Αδαμάντιο Κοραή, Αθανάσιο Βογορίδη, Χριστόδουλο Κλονάρη, Νικόλαο Πίκολο και αργότερα από τον Κωνσταντίνο Πολυχρονιάδη13, είχε απευθύνει, τον Αύγουστο του 1821, επιστολή προς τον πρόεδρο της Αϊτινής Δημοκρατίας Μπουαγιέ και τους πολίτες της Αϊτής14, όπως είχε στείλει και σε άλλους αρχηγούς κρατών καθώς και σε διάφορους πολιτικούς, πνευματικούς και κοινωνικούς παράγοντες, με την οποία ζητούσε ηθική, στρατιωτική και οικονομική βοήθεια για τον Ελληνικό Αγώνα15. Την αποστολή αυτής της επιστολής προς την Αϊτινή Δημοκρατία την πληροφορούμαστε και από γράμμα του Κοραή προς τον Νεόφυτο Βάμβα, από την οποία επιπλέον μαθαίνουμε ότι για την προσέγγιση με την Αϊτή και την προώθηση της σχετικής επιστολής σε αυτό το κράτος της Καραϊβικής μεσολάβησαν ο αββάς Γρηγόριος, πρώην επίσκοπος Βλαισών (Blois), υπέρμαχος του αγώνα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των μαύρων, και ο γηραιός Λαφαγιέτ, σύμβολο του επαναστατικού φιλελευθερισμού16.
Με εκείνη την επιστολή, οι συντάκτες της, αφού παρουσίαζαν ως εκπρόσωποι του αγωνιζόμενου έθνους (ως «τέκνα τῆς Ἑλλάδος» γράφουν) τη σύγχρονη κατάσταση των υπόδουλων Ελλήνων και υπογράμμιζαν την απόφασή τους να ελευθερωθούν και αφού παραλλήλιζαν τις προσπάθειες των δύο λαών, καλούσαν τον πρόεδρο Μπουαγιέ να σταθεί αλληλέγγυος στον ελληνικό Αγώνα. Τρεις αιώνες οι Έλληνες, που θεμελίωσαν την επιστήμη, τη φιλοσοφία και τις τέχνες, που έδειξαν παραδείγματα ηρωισμού, που μέσω της γλώσσας τους συνέβαλαν στη διάδοση του χριστιανισμού, βρίσκονταν υπόδουλοι στο μουσουλμανικό ζυγό. Όμως, «ἐπὶ τέλους […] ἡ Ἑλλὰς ἀφυπνίζεται καὶ ἐφορμᾷ». Και σε αυτόν τον αγώνα της καλεί την Αϊτή να βοηθήσει. Και τούτο, επειδή και αυτή πήρε τα όπλα και «ὡρκίσθηκε νὰ νικήσῃ ἤ νὰ πεθάνῃ», όπως τώρα κάνουν οι Έλληνες, επειδή και αυτή με τη γενναιότητα των παιδιών της απέκτησε την ελευθερία της, επειδή είναι από τα κράτη που, αφού σύντριψε την τυραννία, είναι «νεωστὶ» γεννημένο στην ελευθερία και επομένως είναι σε θέση να αντιληφθεί τις αγωνίες και τις ελπίδες των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Είναι εμφανής η προσπάθεια να υπογραμμιστούν κάποια κοινά στοιχεία στην πρόσφατη ιστορία των δύο λαών: μετά από τρεις αιώνες δουλείας αποφασίζουν να ελευθερωθούν, ενώ οι επαναστάσεις τους, ενταγμένες σε ένα σχέδιο της «θείας πρόνοιας», κατανοούνται ως αγώνας εναντίον της «τυραννίας» και της «αὐθαιρεσίας».
Επισημαίνουν οι συντάκτες της επιστολής την αδιαφορία των χριστιανικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, οι οποίες έχουν δυσφορήσει με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης και «δὲν ἔχουν ἐκδηλώσει εὐχὰς διὰ τὴν χειραφέτησιν» των Ελλήνων. Υπογραμμίζεται, όμως, μια σημαντική διάκριση ανάμεσα στις ηγεσίες αυτών κρατών και στους λαούς τους: οι ηγέτες κινούνται «ὑπὸ μιᾶς διεστραμμένης πολιτικῆς», ενώ των λαών «ἡ καρδία […] ἔχει σκιρτήσει πρὸς εὔνοιαν» του ελληνικοῦ Αγώνα. Και επισημαίνουν ότι, εάν υπήρχε η συμπαράσταση των Ευρωπαίων, εύκολα θα θριάμβευαν οι Έλληνες, οι οποίοι παρόλα αυτά έχουν απελευθερώσει αρκετά στεριανά εδάφη και «ἔχουν κατακτήσει εἰς τὴν θάλασσαν μίαν ἀνωτερότητα» απέναντι στον οθωμανικό στόλο.
Πάντως, είναι η μόνη αναμμένη επαναστατική φλόγα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η μόνη ζωντανή ελπίδα αίσιου τέλους. Επομένως, επιβάλλεται η αλληλεγγύη, προκειμένου να νικήσει η Ελληνική Επανάσταση. Σε διαφορετική περίπτωση, επισημαίνουν οι συντάκτες της επιστολής, εάν δηλαδή υποκύψουν οι Έλληνες, δε θα συντριβεί το όραμα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας μόνο στην Ευρώπη, αλλά θα κινδυνεύσει και η αμερικανική ελευθερία, «τῆς ὁποίας τὸ θέαμα κάμνει [τὸν μακιαβελισμὸ] νὰ ἐρυθριᾷ». Έτσι, δίνεται η υπέρβαση του ελληνικού Αγώνα: δεν αφορά αποκλειστικά στους Έλληνες‧ αφορά σε κάθε φιλελεύθερο πολίτη, σε κάθε φιλελεύθερο κράτος. Πρόκειται δηλαδή για μια Επανάσταση με διεθνική διάσταση.
Κάτω, λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες οι συντάκτες της επιστολής, στη βάση της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών – μιας δηλαδή «ἀρχῆς καθηγιασμένης ὑπὸ τοῦ Εὐαγγελίου» και ταυτόχρονα ενός «πολιτικοῦ ἀξιώματος εἰς τὴν παροῦσαν περίστασιν» – στρέφουν τα βλέμματά τους προς «τὸν νέον κόσμον, πρὸς τοὺς λαοὺς οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ συνέτριψαν τὴν τυραννίαν εἶναι νεωστὶ γεννημένοι εἰς τὴν ἐλευθερίαν»17, και ειδικότερα προς τους Αϊτινούς, τους «γενναίους ἀπογόνους τῶν Ἀφρικανῶν», και υποβάλλουν το αίτημά τους για υλική βοήθεια. Ζητούν, καταρχάς, ως «δῶρον» ή ως «δάνειον» «τριάντα χιλιάδες τυφέκια καὶ χρηματικὰ ποσὰ» και, εάν τους είναι δυνατόν, και ένα τάγμα Αϊτινών. Για το τελευταίο, μάλιστα, αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «ἡ θέα αὐτῶν τῶν γενναίων πολεμιστῶν [εννοείται των μαύρων Αϊτινών πολεμιστών] ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀμερικῆς θὰ ἔφερε τὸν τρόμον εἰς τὴν ψυχὴν τῶν ἄνανδρων δημίων μας». Η υλοποίηση των παραπάνω θα σήμαινε τη de facto αναγνώριση της Επανάστασης και του υπό ίδρυση ελληνικού εθνικού κράτους.
Και καταλήγουν οι συντάκτες της επιστολής εκ μέρους, εννοείται, των επαναστατημένων Ελλήνων, ότι, εάν ικανοποιηθεί η έκκλησή τους, το ελεύθερο ελληνικό κράτος θα ευγνωμονεί τους «γενναίους Ἀϊτινούς», ενώ θα παγιωθεί μια «τρυφερὰ φιλία» ανάμεσα στους δυο λαούς. «Θὰ εἶναι μία ἔνδοξος ἐποχὴ διὰ τὰ δύο ἔθνη καὶ εἷς τῶν ὡραιοτέρων θριάμβων τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀνθρωπότητος».
Ωστόσο, δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες οι συνεχείς, άμεσες ή έμμεσες, αναφορές, της ελληνικής επιτροπής στην Αφρική και στη δουλεία, στην αφρικανικότητα (négritude) γενικότερα της αϊτινής κουλτούρας: «Γενναῖοι ἀπόγονοι τῶν Ἀφρικανῶν», «τέκνα αὐτῆς τῆς Ἀφρικῆς» αποκαλούνται οι Αϊτινοί. Ήταν οι πρόγονοί τους «μεταφερμένοι εἰς τὰς Ἀμερικανικὰς χώρας» από την Αφρική μέσω, εννοείται, του δουλεμπορίου και επομένως έχουν δοκιμάσει «τὰς ἀγωνίας τῆς δουλείας», την οποία τελικά κατόρθωσαν να αποτινάξουν. Άλλωστε, εκείνη την περίοδο στη Γαλλία, όπου ζουν και δραστηριοποιούνται τα μέλη της ελληνικής επιτροπής, συζητιέται το ζήτημα της δουλείας18, αλλά και λίγο αργότερα με την αναθέρμανση του δουλεμπορίου λόγω της κυριαρχίας του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1825-1826) και κυρίως μετά το 1827. Οι συνεχείς, πάντως, αναφορές γίνονται για να συσχετιστεί στο μυαλό των αποδεκτών η σχέση των σημερινών υπόδουλων Ελλήνων με τους χτεσινούς Αϊτινούς σκλάβους. Tο κοινό τους στοιχείο είναι η καθημερινή κακομεταχείριση, είναι η μόνιμη «ζωὴ πόνων», χωρίς σημεία διαφυγής ή βελτίωσης, καθώς λύτρωση ήταν μόνο ο θάνατος: «[…] διήγαγον ἐκεῖ μίαν ζωὴν πόνων, χωρὶς ἄλλην παρηγορίαν, εἰ μὴ ὅτι εἶχον κάμει ἑκάστην ἡμέραν ἕνα βῆμα ἐπὶ πλέον πρὸς τὸν τάφον».
Ο Αϊτινός πρόεδρος Μπουαγιέ δεν αδιαφόρησε στην έκκληση της ελληνικής επιτροπής του Παρισιού. Τον Ιανουάριο του 1822 έστειλε την απάντησή του21. Και η απάντηση εκείνη συνιστούσε την πρώτη επίσημη από ηγέτη ανεξάρτητου κράτους αναγνώριση του «δίκαιου» και «νόμιμου» αγώνα των Ελλήνων.
Πρόκειται για ένα κείμενο με πολλαπλή σημασία. Ο Μπουαγιέ εκφράζει τον ενθουσιασμό του για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και για τις πρώτες επιτυχίες των επαναστατών. Οι Αϊτινοί δε στέκονται αδιάφοροι στον ελληνικό Αγώνα, καθώς οι ίδιοι «ἐπὶ πολὺν καιρὸν ἔκλινον τὸν αὐχένα εἰς ζυγὸν ἐπονείδιστον». Κατόρθωσαν, όμως, με τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους να συντρίψουν «τὴν κεφαλὴν τῆς τυραννίας» και να ανεξαρτητοποιηθούν. Επομένως, συναισθάνονται απολύτως την κατάσταση των Ελλήνων και είναι σίγουροι ότι οι απόγονοι του Λεωνίδα με τον αγώνα τους θα αποκτήσουν την ελευθερία τους και θα ανακτήσουν τη θέση που είχαν ανάμεσα στα έθνη του κόσμου. Κινείται ο Μπουαγιέ στο πλαίσιο μιας «φιλελεύθερης αδελφοσύνης» και στη βάση ενός επαναστατικού φιλελευθερισμού, σταθερού αντίπαλου κάθε μορφής δεσποτισμού. Εξάλλου, για τους Αϊτινούς και οι Ισπανοί και οι Γάλλοι είναι κατακτητές όπως οι Οθωμανοί.
Ο Αϊτινός πρόεδρος, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των Ελλήνων για αυτοδιάθεση και εκφράζοντας την ηθική του υποστήριξη στον Αγώνα τους, δηλώνει την αδυναμία του να βοηθήσει υλικά. Όντας ο ίδιος υποστηρικτής του ένοπλου ελληνικού αγώνα, νιώθει την ανάγκη να εξηγήσει την αδυναμία του να προστρέξει σε έμπρακτη υλική βοήθεια. Ούτε χρήματα, ούτε πολεμοφόδια, ούτε στρατιωτικό σώμα μπορεί να στείλει η Αϊτή στην επαναστατημένη Ελλάδα, παρόλο που όλες αυτές οι μορφές βοήθειας απασχόλησαν την κυβέρνηση, αλλά απορρίφθηκαν ως αδύνατες να πραγματοποιηθούν. Η Αϊτή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο έχει αναλάβει την υποχρέωση να βοηθήσει τους επαναστάτες της γειτονικής Ισπανικής Ισπανιόλας στον αγώνα τους κατά των Ισπανών, με αποτέλεσμα το χρηματικό ποσό, το οποίο ενδεχομένως μπορούσε να σταλεί στους Έλληνες, επιβάλλεται να δαπανηθεί για τις ανάγκες εκείνου του αγώνα. Παράλληλα, εκκρεμούσε ακόμη η αναγνώριση της ίδιας της κρατικής της οντότητας από τη Γαλλία. Δεσμευόταν, πάντως, ο Μπουαγιέ ότι, μόλις βελτιωθούν οι συνθήκες στη χώρα του, θα προσφέρει υλική βοήθεια στα αγωνιζόμενα «τέκνα τῆς Ἑλλάδος». Σε κάθε, βέβαια, περίπτωση o λαός της Αϊτής εύχεται εγκάρδια να πετύχουν οι απόγονοι του Λεωνίδα «ἐν τοῖς πεδίοις τοῦ νέου Μαραθῶνος τὸν θρίαμβον τῆς ἱερᾶς ὑποθέσεώς» τους, την οποία επιχείρησαν «ὑπὲρ τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν, τῆς θρησκείας καὶ τῆς πατρίδος», και να στήσουν «ἄξια τῆς Σαλαμῖνος τρόπαια».
Επιβάλλεται, ωστόσο, να σημειώσουμε τρεις παρατηρήσεις: Πρόκειται για ένα από τα πρώτα διπλωματικά έγγραφα, που ονοματίζει την επαναστατημένη περιοχή της νότιας Βαλκανικής Ελλάδα. Αποδεικνύει, επίσης, σαφέστατα ότι ο συντάκτης του όχι μόνο είχε άριστη γνώση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, καθώς κάνει λόγο για τον Μιλτιάδη και τον Λεωνίδα, για το Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, αλλά και είχε συνειδητοποιήσει ότι οι σύγχρονοι Έλληνες αντιπροσώπευαν το συνδετικό κρίκο με το κλασικό παρελθόν, που όλοι οι προοδευτικοί πολίτες εκτιμούσαν. Ο Μπουαγιέ, τέλος, με το απαντητικό του κείμενο δεν απευθυνόταν απλά και μόνο στους αποστολείς της επιστολής, στην ελληνική δηλαδή επιτροπή του Παρισιού, αλλά σε όλους τους αγωνιζόμενους Έλληνες, απευθυνόταν στο ελληνικό έθνος, που αγωνιζόταν «κατὰ τοῦ δεσποτισμοῦ» και «ὑπὲρ τῆς ἀπελευθερώσεώς» του.
Δεν άργησε, λοιπόν, να φτάσει η δυναμική της Ελληνικής Επανάστασης στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Το 1821, ενταγμένο στην «Εποχή των Επαναστάσεων», γέννησε και τροφοδότησε ένα σπουδαίο φιλελληνικό κίνημα στην αμερικανική ήπειρο, κατοχυρώνοντας έτσι και τη διεθνική του διάσταση. Ειδικότερα στην Αϊτή, ο φιλελληνισμός υπερέβαινε τη ρομαντική του διάσταση και επιζητούσε την έμπρακτη και ουσιαστική αλληλεγγύη στον ελληνικό ένοπλο αγώνα στη βάση των ιδεών του φιλελευθερισμού και της συγκρότησης ανεξάρτητου εθνικού κράτους χωρίς κηδεμόνες και προστάτες.
Πέτρος Πετράτος
Για να διαβάσετε το πλήρες κείμενο μαζί με τις σημειώσεις και τα επίμετρα, πατήστε πάνω στον παρακάτω σύνδεσμο ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 47 και μεταβείτε στη σελίδα 606 του αρχείου που θα σας εμφανιστεί.