Με αφορμή τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης που είδαν πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας, το ΕΝΑ απευθύνθηκε στη Βοηθό Συνήγορο του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού Θεώνη Κουφονικολάκου, καθώς και στην επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Σοφία Δεδότση, προκειμένου να διερευνήσει με τη βοήθειά τους τα αίτια της αδυναμίας έγκαιρης διάγνωσης και αξιόπιστης καταγραφής της έκτασης του φαινομένου, το ρόλο των κοινωνικών υπηρεσιών, του σχολείου και των επαγγελματιών του πεδίου, καθώς και τα θεσμικά ελλείμματα και τα συστημικά κενά που εντοπίζονται τόσο στην πρόληψη όσο και στην παροχή της κατάλληλης υποστήριξης, φροντίδας και ενδυνάμωσης των θυμάτων για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του.
Κοινή διαπίστωση των δύο συνομιλητριών μας αποτελεί η ανάγκη χάραξης μιας πολύ διαφορετικής από την ασκούμενη κοινωνικής πολιτικής, μιας πολιτικής που θα επενδύει στην εξασφάλιση ενός φιλικού προς τα παιδιά, ασφαλούς και συμπεριληπτικού περιβάλλοντος, στην παροχή ολοκληρωμένων και ποιοτικών υπηρεσιών στην κοινότητα και στην τροφοδότηση σταθερών σχέσεων εμπιστοσύνης και αναφοράς μεταξύ των εμπλεκομένων.
Μια τέτοια πολιτική προϋποθέτει, όπως υπογραμμίζεται, τη μετάβαση σε μια άλλη κουλτούρα, μια κουλτούρα παιδοκεντρική, στην οποία τα παιδιά δεν θα αντιμετωπίζονται μόνο ως εν δυνάμει θύματα, αλλά ως φορείς δικαιωμάτων και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Το βίντεο της συνέντευξης της Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού Θεώνης Κουφονικολάκου στον Νίκο Ερηνάκη, Επιστημονικό Διευθυντή του ΕΝΑ:
H συνέντευξη της επίκουρης καθηγήτριας στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Σοφίας Δεδότση στην Αγγελική Μητροπούλου, επιστημονική συνεργάτιδα του ΕΝΑ.
Τι σημαίνει παιδική προστασία στην πράξη;
Η παιδική προστασία έχει να κάνει με την ευημερία του ίδιου του παιδιού, που περιλαμβάνει σωματικές, ψυχοσυναισθηματικές και κοινωνικές διαστάσεις. Η ευημερία του παιδιού και η προστασία της όμως δεν είναι ούτε μεμονωμένο γεγονός/αποτέλεσμα, ούτε διαδικασία αποκομμένη από το ευρύτερο πλαίσιο (κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό κ.λπ.). Αντίθετα, είναι μια δυναμική κατάσταση, που συνεχώς επηρεάζεται και διαμορφώνεται άμεσα και έμμεσα από το πώς ορίζουμε (επιστημονικά και κυρίως νομοθετικά) άλλες συνθήκες, όπως η φτώχεια, η ευαλωτότητα, η φροντίδα, η πρόληψη και η υποστήριξη, και συνεπώς και από τα δικαιώματα και τις πολιτικές που τα διασφαλίζουν ή όχι.
Τον τελευταίο καιρό έρχονται στη δημοσιότητα εγκληματικές υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης παιδιών. Τι ισχύει λοιπόν στην Ελλάδα ως προς την παιδική προστασία και την ευημερία του παιδιού;
Παρόλο που έχουν γίνει κάποια βήματα για την παιδική προστασία, όπως η κατάρτιση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης, δυστυχώς δεν έχουν εφαρμοστεί ούτε πλαισιωθεί με κατάλληλες υποδομές, προσωπικό και κυρίως την υποστήριξη του προσωπικού. Επομένως, στην Ελλάδα δεν μπορούμε να μιλάμε για παιδική προστασία και ευημερία του παιδιού. Και αυτό είναι όχι μόνο πολυπαραγοντικό αλλά βαθιά πολιτικό ζήτημα και πολιτικές επιλογές φυσικά. Είναι συγκεκριμένες οι πολιτικές που δεν έχουν προστατέψει, παραδείγματος χάριν, τα (ασυνόδευτα) παιδιά-πρόσφυγες εδώ και χρόνια. Τα παιδιά αυτά βιώνουν ακραίες συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα κράτησης, κινδυνεύουν να είναι θύματα κακοποίησης και trafficking και πολλές φορές η μόνη επιλογή «προστασίας» τους είναι το να παραμείνουν στα κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων για μέρες από το να είναι κυριολεκτικά στο δρόμο. Η παιδική προστασία λοιπόν περιλαμβάνει και τα (ασυνόδευτα) παιδιά πρόσφυγες.
Είναι συγκεκριμένες, επίσης, οι πολιτικές φτωχοποίησης που επηρεάζουν τα πιο ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού (που τα παιδιά αποτελούν μέρος τους) εν μέσω αλλεπάλληλων κρίσεων εδώ και τουλάχιστον δώδεκα χρόνια – οικονομική κρίση, προσφυγική, πανδημία covid-19, ενεργειακή κρίση κ.ο.κ. Η θεσμική ανταπόκριση σε αυτές τις κρίσεις με τις συνεχείς πολιτικές λιτότητας άφησαν την εκπαίδευση, την υγεία και την κοινωνική πρόνοια πληγωμένες από δραματικές περικοπές και απο-επένδυση, κατακερματισμένες και υποστελεχωμένες. Είναι το συγκεκριμένο λοιπόν κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να δούμε την παιδική προστασία, ένα πλαίσιο που αφήνει πολύ περιορισμένο χώρο για πρόληψη, υποστήριξη των οικογενειών που βρίσκονται σε ανάγκη και οποιαδήποτε φροντίδα και ενδυνάμωσή τους, που φυσικά θα είχε και άμεσο αντίκτυπο στα παιδιά.
Όσον αφορά τις περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης, όπως αυτές που έχουν βγει στη δημοσιότητα τελευταία, είναι σημαίνον να τονιστεί ότι δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την αναγνώριση, διαχείριση και αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Επίσης, οι δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες, σοβαρά υποστελεχωμένες και πνιγμένες με γραφειοκρατία και πολλές φορές αλλότρια καθήκοντα, χωρίς εκπαίδευση, εποπτεία και συστηματική υποστήριξη των επαγγελματιών, δεν μπορούν να ανταποκριθούν ούτε στο μέγεθος ούτε στην ουσιαστική αντιμετώπιση των αιτημάτων που έρχονται.
Αυτή η κατάσταση δεν συνέβη ξαφνικά. Είναι μια διαχρονική και ιδεολογική επίθεση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στις δημόσιες υπηρεσίες και στα δημόσια αγαθά, με την ταυτόχρονη παραχώρηση υπηρεσιών σε ιδιώτες. Σε τωρινό χρόνο συγκεκριμένοι ιδιώτες στην Ελλάδα αναλαμβάνουν την αναγνώριση και διαχείριση περιστατικών παιδικής προστασίας. Αυτή η συνθήκη, ως πολιτική επιλογή, λέει πολλά για το πώς σχεδιάζεται και εφαρμόζεται η κοινωνική πολιτική, για το πώς ορίζεται και νομοθετικά η φροντίδα και η προστασία παιδιού/οικογένειας. Τέλος, η ύπαρξη των ιδρυμάτων (ιδιωτικών και εδώ στην πλειοψηφία τους) ως «έσχατης λύσης» στην προστασία του παιδιού είναι βαθιά αντιφατική και κακοποιητική. Η ευημερία του παιδιού δεν ξεκινάει και τελειώνει με μια απομάκρυνση από ένα κακοποιητικό περιβάλλον, αλλά συνεχίζεται και στο πώς και πού στηρίζεται και φροντίζεται αυτό το παιδί. Και τα ιδρύματα δεν πρέπει να αποτελούν τον ορισμό της μετα-φροντίδας και αποκατάστασης των θυμάτων κακοποίησης σε οποιοδήποτε κράτος θεωρείται δημοκρατικό με σεβασμό και δέσμευση απέναντι στα δικαιώματα του παιδιού.
Είναι τελικά περισσότερα τα περιστατικά κακοποίησης σήμερα ή πιο ορατά; Και τι (δεν) συμβάλλει στην ορατότητα της κακοποίησης;
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε με αριθμούς (και με επιστημονική ακρίβεια) για τα περιστατικά κακοποίησης, γιατί η ορατότητα της κακοποίησης αντανακλά την κοινωνική και θεσμική ανταπόκριση, που μπορεί να διαφέρει από εποχή σε εποχή. Διαχρονικά, ιστορίες κακοποίησης παιδιών –και όχι μόνο– έχουν ειπωθεί και κυρίως εκμυστηρευθεί ιδιωτικά υπό το φόβο του στιγματισμού. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται περισσότερη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση, και αυτό οδηγεί στο να καταγγέλλονται και να γίνονται ορατά τέτοια περιστατικά. Σίγουρα όμως βλέπουμε ένα μέρος μόνο του παγόβουνου, καθώς κυριαρχεί ένα ισχυρό αφήγημα βίας με βαθιές ρίζες στο σεξισμό, το ρατσισμό και άλλες μορφές καταπίεσης.
Στις υποθέσεις καταγγελιών κακοποίησης παρατηρούμε ότι επικρατεί ο επανατραυματισμός των θυμάτων (και μελών της οικογένειάς τους) ή αλλιώς η «δευτερογενής θυματοποίησή» τους, καθώς και η έλλειψη της αίσθησης απονομής δικαιοσύνης. Μέσα από εξοντωτικές διαδικασίες τα θύματα καλούνται να καταθέσουν ξανά και ξανά, να επαναβιώσουν το τραύμα τους, να έρθουν αντιμέτωπα και σε αντιπαράθεση με κατηγορούμενους/ες ή/και συλληφθέντες/είσες, να διασυρθούν και να εξευτελιστούν σε τηλεοπτικά παράθυρα και δικαστικές αίθουσες, να ενοχοποιηθούν και στο τέλος η δικαιοσύνη να μην έχει καμία διάσταση και χαρακτήρα επανόρθωσης. Το βιώσαμε και το βιώνουμε αυτές τις μέρες με τους βιασμούς της δωδεκάχρονης στον Κολωνό, το βιώσαμε στις υποθέσεις #metoo και των βιασμών που διέπραξε ο Δ. Λιγνάδης και άλλα «ευυπόληπτα» πρόσωπα, σε καταγγελίες για βιασμούς και trafficking που εμπλέκουν πρόσωπα εξουσίας, όπως αστυνομικούς, σε άλλες υποθέσεις μη σχετικές με κακοποίηση αλλά με το ίδιο αφήγημα βίας, όπως η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, και σε πάρα πολλά άλλα περιστατικά.
Αυτό το αφήγημα βίας δεν μπορεί παρά να αποσιωπήσει και να καταπνίξει οποιαδήποτε φωνή θέλει να καταγγείλει τη δύναμη των θυτών, που τελικά παραμένουν υπό καθεστώς ανοχής και προστασίας. Η ορατότητα πρέπει λοιπόν πρώτα να προστατευθεί θεσμικά και έπειτα συλλογικά από όλους/ες εμάς, με διαδικασίες που στη βάση και το κέντρο τους θα έχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα του παιδιού, την αξιοπρέπεια, το σεβασμό, την επανόρθωση και την αλληλεγγύη.
Όταν έρχονται στη δημοσιότητα υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης παιδιών, συχνά συνοδεύονται από σχόλια όπως: «Καλά, δεν έβλεπαν τι γινόταν στο σχολείο; Δεν ήξερε η γειτονιά;». Πώς το σχολιάζετε αυτό; Κατά πόσο ο ατομικισμός και άλλοι παράγοντες δρουν ενισχυτικά ή αποτρεπτικά ως προς την εκδήλωση κακοποιητικών συμπεριφορών στον «διπλανό»;
Ναι, το σχολείο θα μπορούσε να εντοπίσει πράγματα που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά και πάλι δεν μπορούμε να απομονώσουμε και να εστιάσουμε μόνο στις ευθύνες του σχολείου χωρίς να αναγνωρίσουμε την έλλειψη εκπαίδευσης/γνώσης και υποστήριξης των εκπαιδευτικών για περιστατικά κακοποίησης. Χωρίς να αναφερθεί όλη αυτή η βία διασυρμού που προαναφέραμε, την οποία θα υποστεί ο/η εκπαιδευτικός όταν εμπλακεί. Ναι λοιπόν, το σχολείο είναι από τους φορείς που μπορούν και πρέπει να εμπλέκονται στην αναγνώριση και διαχείριση περιστατικών κακοποίησης/υποστήριξης οικογένειας, με την κατάλληλη εκπαίδευση/γνώση και την πλαισίωση από εξειδικευμένους επαγγελματίες, όπως κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι, που πρέπει να υπάρχουν σε κάθε σχολείο.
Ο ατομικισμός και η ατομική ευθύνη, που προωθείται πολύ τα τελευταία χρόνια για συλλογικά ζητήματα και συστημικά προβλήματα, σίγουρα δεν συμβάλλουν ούτε στην ορατότητα ούτε στην αντιμετώπιση της βίας και της κακοποίησης. Όμως θα ήθελα να εστιάσω και σε ένα πλούσιο κύμα αλληλεγγύης, συνεισφοράς και συλλογικότητας, που στα χρόνια των αλλεπάλληλων κρίσεων ήταν και είναι η απάντηση στο ότι δεν είμαστε μόνοι/ες και στο πώς μπορούμε τον συλλογικό μας θυμό να τον μετατρέψουμε σε πίεση για κοινωνική αλλαγή και κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό το κύμα, που αποτελείται από συλλογικότητες, εθελοντικές ομάδες, απλούς ανθρώπους, επέδειξε αξίες και στάσεις ζωής διαφορετικά από τον ατομικισμό, δείχνοντας αλληλεγγύη και υποστηρίζοντας τα θύματα κακοποίησης και τις οικογένειές τους, τρέχοντας στις παραλίες των νησιών για να βοηθήσουν όπως μπορούσαν τους/τις πρόσφυγες/ισσες στις βάρκες, βγαίνοντας στις πλατείες για να οργανώσουν συσσίτια για ανθρώπους σε απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση, ενώνοντας τη φωνή τους μαζί τους ώστε να διεκδικήσουν ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ανθρώπινα δικαιώματα, φροντίδα και προστασία. Αυτή η παρακαταθήκη είναι τόσο ελπιδοφόρα, που μπορεί να μας παρακινήσει καθημερινά να βλέπουμε λίγο πιο κριτικά, να ακούμε με ενσυναίσθηση, να στεκόμαστε δίπλα στους ανθρώπους σε ανάγκη αλληλέγγυα, διεκδικώντας μαζί τους δικαιώματα και αξιοπρέπεια.
Τι θα μπορούσε/έπρεπε να αλλάξει θεσμικά στην προστασία του παιδιού;
Χρειάζονται ριζικές θεσμικές αλλαγές για να μπορούμε να μιλήσουμε όχι μόνο για την προστασία του παιδιού αλλά και για την υποστήριξη οικογενειών σε ανάγκη. Το σύστημα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα του παιδιού, χωρίς διακριτικούς διαχωρισμούς, γιατί όλοι/ες μας είμαστε ωφελούμενοι/ες αυτών των υπηρεσιών και μπορεί να βρεθούμε οποιαδήποτε στιγμή σε ανάγκη.
Οι στρατηγικές κοινωνικής πολιτικής δεν πρέπει να βασίζονται σε βραχυχρόνια προγράμματα περιορισμένων προϋπολογισμών αλλά στην ενίσχυσή της, και αυτό είναι συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική απόφαση. Εάν λοιπόν υπάρχουν υπηρεσίες και νομοθετικά πλαίσια που προλαμβάνουν και υποστηρίζουν ανθρώπους, οικογένειες και παιδιά με σεβασμό στα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά τους, τότε θα μπορούμε να μιλήσουμε για την πρόληψη της κακοποίησης, την αποφυγή της εξαθλίωσης και της ευαλωτότητας.
Πρέπει επιτέλους να εφαρμοστεί ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, με τη θεσμοθέτηση ενός ενιαίου πρωτοκόλλου αναγνώρισης και διαχείρισης της κακοποίησης/παραμέλησης για όλους/ες τους/τις επαγγελματίες, το οποίο να προβλέπει διαδικασίες φιλικές προς τα παιδιά. Επίσης, δεν φτάνει μόνο το νομοθετικό πλαίσιο. Απαιτείται η στελέχωση των υπηρεσιών/δομών με πολλές ειδικότητες επαγγελματιών, που θα υποστηρίζονται με συστηματική εκπαίδευση και επιστημονική εποπτεία σε ασφαλές καθεστώς εργασίας, όχι με σύντομες συμβάσεις, προκειμένου να υπάρχει διαρκής σχέση αναφοράς και εμπιστοσύνης με τους ωφελούμενους/ες και την κοινότητα.
Αυτές οι υπηρεσίες στην κοινότητα θα μπορούσαν να πλαισιώσουν και το σχολείο. Η ίδια η εκπαίδευση χρειάζεται να ενισχυθεί με πολιτικές, υποδομές και επαγγελματίες που θα μπορούν να εξασφαλίσουν ένα σχολείο συμπεριληπτικό και ασφαλές με σχέσεις αποδοχής, εμπιστοσύνης και υποστήριξης σε μαθητές/τριες και οικογένειες.
Για λίγα χρόνια δούλεψα στο Ηνωμένο Βασίλειο ως κοινωνική λειτουργός στην παιδική προστασία ενός δήμου. Παρότι επρόκειτο για ένα άλλο πλαίσιο, με τις δικές του πολιτικές και παθογένειες, μία πολύ σημαντική διάσταση της δουλειάς μας ήταν η διεπιστημονικότητα και οι ενοποιημένοι μηχανισμοί τόσο για την υποστήριξη μιας οικογένειας όσο και για την προστασία του παιδιού: Κοινωνικές υπηρεσίες, σχολείο, υπηρεσίες υγείας και άλλοι φορείς, από κοινού και σε συνεργασία με την οικογένεια, σχεδιάζουν το πλάνο υποστήριξής της με βάση τις ανάγκες του παιδιού και της οικογένειας. Αυτό το πλάνο υποστήριξης παρακολουθείται, επαναξιολογείται και επαναπροσδιορίζεται τακτικά, μέχρι να επιτευχθεί η ενδυνάμωση της οικογένειας. Παρόμοιες πρακτικές υιοθετούνται και στις περιπτώσεις κακοποίησης και σχετικών καταγγελιών: Το παιδί-θύμα δεν επανατραυματίζεται ξανά και ξανά από τις διαδικασίες, ενώ, ακόμη και αν απομακρυνθεί από το οικογενειακό περιβάλλον, θα εξεταστεί πρώτα το ευρύτερο περιβάλλον του, με πλάνο οικογενειακής επανασύνδεσης, εάν αυτό είναι εφικτό. Όπου αυτό δεν μπορεί να γίνει, η «έσχατη λύση» θα είναι η αναδοχή/υιοθεσία και όχι τα ιδρύματα.
Τέλος, όσον αφορά τη δικαιοσύνη, θα πρέπει να ενισχυθεί ο επανορθωτικός της χαρακτήρας, η προστασία και ο σεβασμός στα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των θυμάτων, οικογενειών και μαρτύρων της κακοποίησης. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές τις μέρες (20/10/2022) δημοσιεύθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ανεξάρτητη έρευνα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στην Αγγλία και την Ουαλία, η οποία διήρκησε επτά χρόνια και διατάχθηκε από το τότε Υπουργείο Εσωτερικών (2014), έπειτα από μια σειρά σκανδάλων στα οποία εμπλέκονταν πρόσωπα σε θέσεις εξουσίας, ιερείς, εκπαιδευτικοί, ανάδοχοι γονείς αλλά και διασημότητες. Η έρευνα, με τη συμμετοχή 6.200 θυμάτων και επιζώντων, έγινε με σκοπό να αξιολογηθεί κατά πόσο οι δημόσιοι φορείς –και άλλοι μη κρατικοί θεσμοί– έχουν λάβει σοβαρά υπόψη τους το καθήκον τους να προστατεύουν τα παιδιά από τη σεξουαλική κακοποίηση. Η έκθεση, που αριθμεί 458 σελίδες, αναφέρει ότι τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η παιδική κακοποίηση είναι «ενδημική», διαπερνά όλα τα τμήματα της κοινωνίας και έχει συμβεί σε πολλές από τις πιο σημαντικές δομές της χώρας, οι οποίες συχνά βάζουν τη φήμη τους πάνω από την προστασία των παιδιών. Οι συστάσεις της έκθεσης περιλαμβάνουν μια σειρά από δομικές αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο, καθώς και τη δημιουργία ενός εθνικού συστήματος αποζημίωσης για τα θύματα που απογοητεύονται μη βρίσκοντας ανταπόκριση από ιδρύματα, φορείς, κρατικούς ή άλλους θεσμούς και παράγοντες. Παρότι, για να υιοθετηθούν, θα πρέπει να υπάρξει ισχυρή πολιτική βούληση, οι συστάσεις αυτές έχουν στη βάση τους την παραδοχή ότι οι θεσμοί, οι φορείς και οι υπηρεσίες μπορούν να είναι μέρος είτε της κακοποίησης είτε της ενδυνάμωσης και της επανόρθωσης.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι η αλλαγή στην παιδική προστασία –και όχι μόνο– θα έρθει αν γίνεται συνεχώς και αδιαλείπτως διάλογος, αναστοχασμός και επαναπροσδιορισμός του πώς ορίζουμε και προστατεύουμε τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ζωής.