Ανάλυση του Πέτρου Βαμβακά, Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σπουδών του Emmanuel College της Βοστώνης – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Το Aφγανιστάν μετά τις ΗΠΑ: Οι Ταλιμπάν, οι Μεγάλες Δυνάμεις & οι γεωπολιτικές προεκτάσεις» →
Το 2009 ο Πολ Γούλφοβιτς, ένας από τους ιδεολογικούς αρχιτέκτονες του νεοσυντηρητικού δόγματος που ταυτίστηκε με την εξωτερική πολιτική του Τζορτζ Γ. Μπους, διερωτήθηκε στις σελίδες του Foreign Policy εάν ο νεοεκλεγμένος τότε Πρόεδρος Ομπάμα ήταν η συνέχεια του προέδρου Μπους στην εξωτερική πολιτική και όχι η ανατροπή. Μία ερώτηση που τον έφερε αντιμέτωπο με πολλούς υποστηρικτές του τότε νεοεκλεγμένου προέδρου. Το ίδιο ερώτημα μπορούμε να θέσουμε και σήμερα στον Πρόεδρο Μπάιντεν όχι μόνον σε ό,τι αφορά την απόφαση του να αποχωρήσει από το Αφγανιστάν, αλλά τον τρόπο με τον οποίο έγινε η αποχώρηση. Ένα είναι σίγουρο, η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών έχει συνέχεια και δεν αλλάζει σε στρατηγικό επίπεδο· αυτό που αλλάζει είναι η τακτική και ο τρόπος με τον οποίο υλοποιούνται οι διάφορες πολιτικές επιλογές. Για να είμαστε πιο σαφείς, υπάρχουν δυο διαφορετικά πεδία αναλύσεως: το πρώτο έχει να κάνει με την στρατηγική απόφαση της αποχώρησης και το δεύτερο με την τακτική εκτέλεση της αποφάσεως. Και τα δυο όμως πρέπει να εκτιμηθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη η γεωπολιτική αλλά και η πολύπλοκη εσωτερική διάσταση της διαμόρφωσης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Πολλές φορές αναλύουμε λανθασμένα τις επιλογές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, μόνον από την οπτική του εκάστοτε Προέδρου. Η αποχώρηση των τελευταίων αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν δεν σηματοδοτεί μόνον το τέλος ενός κύκλου 40ετών πολέμων, αλλά και το τέλος μιας συνθήκης που προέκυψε επί Ψυχρού Πολέμου, μίας περιόδου που αρχίζει το 1979 με την επανάσταση στο Ιράν και τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Εάν στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια καταγράψαμε τη σταδιακή πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια παρακολουθήσαμε την αποτυχία μία ηγεμονικής στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Μία επιλογή, η οποία εγκλώβισε πέντε διαφορετικές προεδρίες, από τον Κλίντον μέχρι τον Μπάιντεν, ενδεικτικό της συνέχειας της εξωτερικής πολιτικής πέρα από κομματικές ταυτότητες, αλλά η οποία «επωφελήθηκε» από τον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν για τις Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνον η επιβράβευση της πολιτικών της επιλογών ενάντια στον υπαρκτό σοσιαλισμό και στη διαμάχη με τη Σοβιετική Ένωση αλλά και μια επιβεβαίωση της πολιτικοοικονομικής ιδεολογίας και ενός «πιστεύω», που ιστορικά οδηγούν και στην αντίληψη της αμερικανικής ιδιαιτερότητας (Exceptionalism). Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η απόλυτη πιστοποίηση για τον/την Αμερικανό/ίδα πολίτη ότι οι ΗΠΑ είναι η απαραίτητη χώρα (indispensable) για την πρόοδο, την ευημερία και τη δημοκρατία στον πλανήτη. Η δεύτερη διακυβέρνηση Κλίντον, μετά τις εκλογές του 1996 υιοθέτησε πλήρως αυτήν την αντίληψη. Το «Indispensable Nation» της υπουργού εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ οριοθετήθηκε και εμπράκτως έπειτα και από τη Συμφωνία του Ντέιτον και της ανάγκης προώθησης του ΝΑΤΟ ως παράγοντα ασφαλείας, σταθερότητας και δημοκρατίας. Η Τσετσενία και το Κοσσυφοπέδιο έγιναν οι προμαχώνες αυτής της πολιτικής και ο βομβαρδισμός της Σερβίας το 1999 και η σύγκρουση Κλίντον-Γιέλτσιν στην Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο της ίδιας χρόνιας ήταν επέκταση της ίδιας ηγεμονικής πεποίθησης, που είχε πλέον υιοθετηθεί και επίσημα. Η επιστολή προς τον Πρόεδρο Κλίντον τον Ιανουάριο του 1998, από τη δεξαμενή σκέψης New American Century, υπογεγραμμένη από πολλούς που μετέπειτα θα συμμετάσχουν στις κυβερνήσεις του κ. Μπους, παρότρυνε τον Πρόεδρο να αδράξει την ιστορική ευκαιρία και να επιβάλει τα δημοκρατικά και φιλελεύθερα ιδεώδη των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ, αλλά και παγκοσμίως.[1]Ένα είδος δημοκρατικού «τσουνάμι». Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Μπους, με πολλούς από τους υποστηρικτές αυτής της αντίληψης στα διαφορά υπουργεία και σε συμβουλευτικές θέσεις, είδε στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ την ευκαιρία να υλοποιήσει αυτή τη «νεο-συντηρητική» (neoconservative) ατζέντα. Μια στρατηγική η οποία δεν είχε κομματικές αποχρώσεις, αλλά ιδεολογικές καταβολές της αμερικανικής ιδιαιτερότητας ως φορέα της ελεύθερης αγοράς και της δημοκρατίας.
Η προτυποποίηση της ανασύστασης της Γερμανίας και της Ιαπωνίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς την παραμικρή επισήμανση ως προς τις ριζικές και βασικές διαφορές μεταξύ της Ιαπωνίας και της Γερμανίας από τη μία και του Ιράκ και του Αφγανιστάν από την άλλη ήταν μια τραγική παράλειψη. Διότι η Γερμανία και η Ιαπωνία, μαζί με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, πιστοποιήσαν την «ιδεολογική ανωτερότητα» και την αίσθηση ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, και έτσι η χρήση της πολεμικής ισχύος προς την επιβολή της δημοκρατίας καθίστατο θεμιτή. Σε καμία περίπτωση η ανοικοδόμηση των χωρών της δεκαετίας του 1940 ήταν συγκρίσιμη με εκείνη που επιχειρήθηκε το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα.
Μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001 το Αφγανιστάν και το Ιράκ για εύλογους λόγους μπήκαν στο προσκήνιο, και εκεί δοκιμάστηκε η στρατηγική του «Απαραίτητου Κράτους», αλλά και το κατά πόσο τα παραδείγματα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας ήταν πειστικά. Μόλις το καλοκαίρι του 2004, με το γνωστό «Mission Accomplished» («Αποστολή Εξετελέσθη»), η κυβέρνηση Μπους είχε κατανοήσει ότι το όλο εγχείρημα ξεπερνούσε τις δυνάμεις των ΗΠΑ και προσπάθησε να προετοιμάσει μια γρήγορη έξοδο από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, χωρίς αποτέλεσμα. Οι απώλειες και στα δυο μέτωπα ήταν τεράστιες, ενώ οι εσωτερικές αντοχές της οικονομίας και της κοινωνίας ήταν οριακές. Από τη δεύτερη διακυβέρνηση του Τζορτζ Γ. Μπους μέχρι και την εκλογή Μπάιντεν το 2020, η αποδέσμευση από τους πολέμους επιλογής στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν ήταν στο προσκήνιο και στο επίκεντρο κάθε εκλογικής αναμέτρησης. Η στρατηγική επιλογή η οποία ήταν εν μέρη βασισμένη στην ελλιπή αξιολόγηση και στην ευφορία του νικητή του Ψυχρού Πολέμου, έγινε ακόμα μη υλοποιήσιμη διότι δεν ήταν βασισμένη σε πραγματικά δεδομένα. Ούτε το πολυδιάστατο εγχείρημα αξιολογήθηκε βάση ενός πραγματικού χρονοδιαγράμματος ή λαμβάνοντας υπόψη πιθανές εσωτερικές αντιπαραθέσεις και οικονομικές ανάγκες αλλά ούτε και το κόστος έναντι των διαφόρων άλλων ανερχόμενων γεωπολιτικών ανταγωνιστών. Ήταν μια επιπόλαια υπεροπτική κίνηση βασισμένη σε διάφορες στενές αντιλήψεις και στην έλλειψη ιστορικών δεδομένων. Ο «εκδημοκρατισμός» του Ιράκ και του Αφγανιστάν προϋπόθετε χρόνο και χρήμα το οποίο η αμερικάνικη κοινωνία δεν ήταν διατεθειμένη να επενδύσει, αλλά ήταν κι ένα εγχείρημα και γεωστρατηγικά επικίνδυνο.
Οι τρεις προεδρικές επιλογές μετά το 2004 είχαν στο επίκεντρο των προεκλογικών τους υποσχέσεων την απομάκρυνση από το Ιράκ και του Αφγανιστάν. Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν είχαν σαν βασικό άξονα της εξωτερικής τους πολιτικής την αποδέσμευση με διαφορετικούς τρόπους. Ο πρόεδρος Ομπάμα προσπάθησε να αναθέσει τον φιλελεύθερο εκδημοκρατισμό «στο πεζοδρόμιο» ή «στην πλατεία» (Arab Street, Color Revolutions) και το γνωστό μετά «στροφή στην Ασία» (Pivot to Asia) το 2011. O πρόεδρος Τραμπ, με τα χαρακτηριστικά του επιχειρηματία προσπάθησε να ανατρέψει και τα δεδομένα, αλλά και να αλλάξει τους συνομιλητές προσπαθώντας να φτάσει στην πολυπόθητη συμφωνία (deal). Η ανατροπή των συμμαχιών και η πολύμηνη διαπραγμάτευση σε υψηλό επίπεδο με όλες τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στην Ντόχα του Κάταρ, ήταν μέρος του δόγματος Τραμπ, το οποίο όχι μόνον ομαλοποίησε τις σχέσεις του Ισραήλ με ένα μεγάλο μέρος του Αραβικού κόσμου, αλλά διαχώρισε και τους Ταλιμπάν από τους υπόλοιπους στο Αφγανιστάν, νομιμοποιώντας τους τελευταίους σαν συνομιλητές.
Η εκλογή Μπάιντεν στην προεδρία διευκόλυνε το επόμενο βήμα στο δόγμα Τραμπ, διότι ο Μπάιντεν έχει και συναισθηματικά αλλά και κομματικά τη δυνατότητα να αποχωρήσει από την χώρα με το λιγότερο πολιτικό κόστος εσωτερικά. Έχοντας χάσει τον γιο του, βετεράνο των πολέμων σε Ιράκ και Αφγανιστάν, είναι ο Δημοκρατικός που βάζει τέλος σε μια εμπόλεμη περίοδο είκοσι ετών που έχει ταυτιστεί με την διακυβέρνηση του Ρεπουμπλικανού Τζορτζ Γ. Μπους και δεν είναι ο Τραμπ αυτός, ο οποίος είναι και ο αρχιτέκτονας της εξόδου.
Η έξοδος των Αμερικανών από το Αφγανιστάν φέρνει στο προσκήνιο δυο διαφορετικές διαστάσεις. Πρώτον, οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να επαναλάβουν τα γεωπολιτικά παίγνια του 19ου αιώνα και δεύτερον το εσωτερικό της μέτωπο είναι πολύ πιο επικίνδυνο και εύθραυστο. Το μεγαλύτερο θέμα, όμως, για την Αμερική δεν είναι η γεωπολιτική διάσταση της απόφασης να αποχωρήσει από το Αφγανιστάν αλλά η εσωτερική αναζήτηση ταυτότητας στην καινούργια εποχή που ανατέλλει, αυτή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Η Αμερική είναι μια βαθιά διχασμένη και άνιση κοινωνία και όχι απαραίτητα σε φυλετικά στρατόπεδα, όσο σε επίπεδο οικονομικό αλλά και αντίληψης για την εποχή που έρχεται. Οι εικόνες της «φυγής» από το Αφγανιστάν με τα εγκαταλελειμμένα οχήματα, ελικόπτερα, αεροπλάνα και το υπόλοιπο πολεμικό υλικό είναι ενδεικτικό μιας κοινωνίας και μιας νοοτροπίας της αγοράς και της δημιουργικής καταστροφής.
Η έξοδος από το Αφγανιστάν είναι το πιο πρόσφατο κεφάλαιο στην ευρύτερη περίοδο που διανύουμε από το 1979 προς την αναζήτηση μιας καινούργιας ισορροπίας στη μετά-ψυχροπολεμική εποχή. Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η υπεροχή των ΗΠΑ ήταν τέτοια που την οδήγησε σε μαξιμαλιστικές πολιτικές επιλογές με καταστροφικά αποτελέσματα, που συνήθως ακολουθούν παρόμοιες πολιτικές ύβρεις. Έπειτα από 20 χρόνια πολέμου και την αισθητή υποχώρηση των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου βρισκόμαστε στην αρχή μίας νέας εποχής. Η άνοδος άλλων δυνάμεων θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός νέου ανταγωνισμού και πιθανόν μιας πιο ισορροπημένης προσέγγισης, ενώ είμαστε πλέον στη μετά-αγγλοαμερικανική εποχή, έπειτα από 200 χρόνια ηγεμονικής παρουσίας. Η παγκοσμιοποίηση και εδραίωση του φιλελεύθερου μοντέλου της αγοράς και του εμπορίου είναι η κληρονομιά αυτής της περιόδου. Η άνοδος της Κίνας και της Ινδίας, αλλά και η παρουσία άλλων δυνάμεων, όπως της Τουρκίας και του Ιράν στην Ευρασία, διαμορφώνουν νέες και πιο πολύπλοκες πιθανότητες προς συνεργασίες κοινών συμφερόντων. Οι φοβικές αντιδράσεις προς τις ανερχόμενες νέες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ινδία προέρχονται περισσότερο από εκείνους που συνειδητοποιούν πως το χθες έχει ριζικά αλλάξει. Το Αφγανιστάν σήμερα σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου κεφαλαίου προς μία νέα ισορροπία μετά το διπολικό σύστημα των 3/4 του τελευταίου ήμισυ του 20ου αιώνα.
[1]https://clinton.presidentiallibraries.us/items/show/48797