Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
19 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ΠΟΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Ομιλία που έγινε στο Θέατρο Αργοστολιού “Ο Κέφαλος” στις 21Δεκεμβρίου 2011στο πλαίσιο εκδήλωσης με ομιλίες και δρώμενα, που συνδιοργανώθηκε από την Κοινωφελή Επιχείρηση Δήμου Κεφαλονιάς(ΚΕ.ΔΗ.ΚΕ) και το Σύνδεσμο Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης

            Εκείνο που περισσότερο εδώ μας ενδιαφέρει είναι πώς συμπεριφέρθηκαν και συμπεριφέρονται οι πολίτες και οι πολιτικοί αυτήν την περίοδο της κρίσης και όχι τόσο η ίδια η κρίση. Άλλωστε, δεν είμαι ο ειδικός γι’ αυτό το ζήτημα. Επιβάλλεται, όμως, να δώσω σύντομα το περίγραμμα της κρίσης, έτσι όπως εγώ την έχω καταλάβει με βάση τις γνώσεις μου και τα προσωπικά μου διαβάσματα.

 Η ΚΡΙΣΗ         

Η κρίση δεν είναι κρίση αποκλειστικά της Ελλάδας, παρ’ όλο που έτσι παρουσιάστηκε πριν από δυο χρόνια. Η κρίση δεν είναι μόνο κρίση της Ευρωζώνης, όπως τελευταία παρουσιάζεται. Είναι κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Ο καπιταλισμός και στο παρελθόν παρουσίασε κρισιακά φαινόμενα, λιγότερο ή περισσότερο βαθειά. Και τα ξεπερνούσε, με σοβαρό κόστος για τον ίδιο, μέχρι να φτάσει σε μια νέα κρίση.         

Η μεγάλη κρίση που ξέσπασε το 2007 ενσωματώνει όλες τις αντιφάσεις του καπιταλισμού της εποχής μας. Ξεκίνησε από το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ μετά από τη φούσκα ακινήτων του 2001-2006 και γρήγορα μετατράπηκε σε παγκόσμια ύφεση. Η κρατική, στη συνέχεια, παρέμβαση του 2008-2009 απέτρεψε την κατάρρευση των τραπεζών και έφερε στοιχειώδη σταθεροποίηση στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αλλά αυτή η παρέμβαση οδήγησε στην επόμενη φάση της παγκόσμιας οικονομικής αναταραχής, δηλαδή την κρίση δημόσιου χρέους του 2010.                 

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, εάν δηλαδή πρόκειται για βαθειά οικονομική κρίση του καπιταλισμού, τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι για να ξεπεραστεί στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος απαιτείται καταστροφή κεφαλαίου – αυτό τουλάχιστο δείχνει η ιστορία των καπιταλιστικών κρίσεων. Για να περιορίσει, όμως,  το κεφάλαιο τη δική του καταστροφή στο μεγαλύτερο δυνατό σημείο, αρχίζει, αφού έχει την πολιτική κάλυψη, να καταστρέφει την εργατική δύναμη  και τα φτωχά κοινωνικά στρώματα. Για να πετύχει, βέβαια, τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομική αφαίμαξη του λαού, πρέπει να καλλιεργήσει αντιλήψεις και ιδεολογήματα στην κοινή γνώμη, προκειμένου να την υποτάξει μέσω του φόβου και να την αναγκάσει να αποδεχτεί την αντιλαϊκή κλιμάκωση μέσω μιας στρεβλής αντίληψης της πραγματικότητας. Και το προσπαθεί αυτό μέσω της προπαγάνδας με τη βοήθεια των ΜΜΕ, όπως εξάλλου συμβαίνει και τώρα στη χώρα μας.         

Φυσικά η κάθε κρίση χτυπά περισσότερο τους αδύναμους κρίκους του καπιταλιστικού συστήματος. Η Ευρωζώνη κινδυνεύει, γιατί οι δημιουργοί της  προχώρησαν στο ενιαίο νόμισμα,  χωρίς να παγιώσουν ενιαία δημοσιονομική πολιτική ρυθμιζόμενη και ελεγχόμενη από ενιαίο θεσμικό φορέα, καθώς καθιέρωσαν ένα και το αυτό νόμισμα για διαφορετικές κρατικές οικονομίες, οι οποίες παρά τις όποιες πολιτικές σύγκλισης δεν μπόρεσαν να συμβαδίσουν. Η Ελλάδα βρέθηκε στο «μάτι του κυκλώνα» για δύο δομικούς, κατά τη γνώμη μου,  λόγους: Η ένταξή της στην Ευρωζώνη αποδείχτηκε πάρα πολύ επισφαλής, καθώς η Ευρωζώνη έχει μετατραπεί σε μηχανισμό δημιουργίας μόνιμων πλεονασμάτων για τη Γερμανία και αντίστοιχα μόνιμων ελλειμμάτων για τις περισσότερες περιφερειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, της οποίας ο παραγωγικός ιστός είναι ταυτόχρονα εξασθενημένος εξαιτίας και της ευρωπαϊκής πολιτικής. Και δεύτερο, η κατάρρευση των δημόσιων εσόδων, που προκλήθηκε από την ύφεση, αποκάλυψε τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού κράτους, όπως φορολογική εύνοια προς το κεφάλαιο, πελατειακές σχέσεις, έλλειψη μηχανισμών πρόνοιας κ.λπ.         

Η αποτυχία, βέβαια, του ελληνικού κράτους σχετίζεται εξολοκλήρου με την αποτυχία της αστικής τάξης και των συμμάχων της κοινωνικών στρωμάτων, που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες προπάντων δεκαετίες και εισέπραξαν το σύνολο σχεδόν του παραχθέντα κοινωνικού πλούτου. Η εγχώρια αστική τάξη θεμελίωσε  την ανάπτυξή της στην προνομιακή πρόσβαση στα κρατικά κονδύλια, στην απαίτηση για χαμηλότερους φόρους και μικρότερους μισθούς και όχι στις επενδύσεις και νέες δραστηριότητες. Στηρίχθηκε στο κράτος, αφού εξάλλου οι πελατειακές σχέσεις, που έχουν διαβρώσει το ελληνικό δημόσιο, οφείλονται κυρίως στις στενές σχέσεις των επιχειρηματιών με τον Τύπο και τους πολιτικούς. Η ελληνική αστική τάξη ευθύνεται, επίσης, για την αποτυχημένη επιλογή της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωζώνη, καθώς η νομισματική ένωση αποδείχτηκε ένας σκληρός μηχανισμός πίεσης, από τη μια πλευρά, πάνω στους εργαζόμενους, και δημιουργίας, από την άλλη, δομικών ελλειμμάτων για τη χώρα μας.         

Έτσι, η τελευταία έγινε ευάλωτη στις πιέσεις της κρίσης του 2007-2009, που το 2010 την έφερε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Και για να αποτραπεί – που τελικά δε θα αποτραπεί – η χρεοκοπία,  η ίδια η αστική τάξη μέσω της πρόσφατης  κυβέρνησης Παπανδρέου, τυφλού οργάνου της Τρόϊκας, αποφάσισε την επιβολή σκληρών αντιλαϊκών οικονομικών μέτρων, προκειμένου να μεταφερθεί η κρίση στις πλάτες αυτών, που τελικά δεν έχουν την ευθύνη για ό,τι έχει συμβεί.  Έτσι, για να χρησιμοποιήσω όρο του θεάτρου, ανοίγει η αυλαία μιας επώδυνης περιόδου για το λαό μας, καθώς η  χώρα έχει πλέον απειληθεί καθοριστικά από την ιστορική αποτυχία της αστικής τάξης και των πολιτικών εκπροσώπων της.ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ         

Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε αυτούς τους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης – στους πολιτικούς των δύο κομμάτων εξουσίας που κυβέρνησαν τη χώρα μετά τη μεταπολίτευση.         

Με τις πολιτικές που υποστηρίζουν τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η χώρα έχει πιθανότητες να βγει από την κρίση. Με το ανθρώπινο υλικό που διαθέτουν τα δύο κόμματα εξουσίας δεν είμαστε σίγουροι για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Αντίθετα, οι πολιτικοί αυτοί με τις πολιτικές τους είναι διατεταγμένοι να προσαρμόσουν την πολιτική διαχείριση στα κελεύσματα της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας. Η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία που πάνε να εφαρμόσουν, δηλαδή δραστική μείωση των κρατικών δαπανών και αύξηση της φορολογίας των κατώτερων στρωμάτων, υλοποιήθηκε στην Αργεντινή με τα γνωστά αποτελέσματα. Κάτι παρόμοιο γίνεται και τώρα στην Ελλάδα: φοροληστεία των λαϊκών στρωμάτων με φόρους που επιβάλλονται άμεσα, όπως χαράτσια στα ακίνητα, η λεγόμενη έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, η υπερβολική μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος, φορολογική μείωση των κεφαλαιοκρατών κ. ά. Βρίσκεται δηλαδή σε εξέλιξη ένας πόλεμος εναντίον των αποδοχών των  εργαζομένων και των δημοκρατικών κοινωνικών κατακτήσεων. Η πολιτική της τελευταίας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ευθύνεται –ποιος το αμφισβητεί αυτό – για τα πρωτόγνωρης βαρβαρότητας μέτρα, που ο καθένας μας βιώνει στην καθημερινότητά του.                  

Ο στόχος, όμως, και η προοπτική των κυρίαρχων πολιτικών αποκαλύπτονται ολοφάνερα με το ποια τύχη επιφυλάσσουν στο Σύνταγμα, στο δικό τους δηλαδή αστικό δημιούργημα, απαραίτητο εργαλείο για τη διακυβέρνηση του κράτους. Από τη στιγμή, λοιπόν,  που το ντόπιο πολιτικό προσωπικό με τους νόμους του στη Βουλή αποφάσισε να καταργήσει τον κατώτατο μισθό και το κατώτατο μεροκάματο, που εννοείται τα προστάτευε το ελληνικό Σύνταγμα, χάθηκε μια τελευταία ελπίδα του εργαζόμενου. Γιατί ο άνθρωπος της δουλειάς τα έβλεπε αυτά σαν τελευταίο ανάχωμα· του δημιουργούσε μια αίσθηση ασφάλειας, ένιωθε μέρος ενός ισχυρού και προστατευόμενου όλου, που μπορούσε να επιβιώσει μέσα στην αγριότητα της αγοράς.  

Κατάφεραν να καταργήσουν την εθνική συλλογική σύμβαση. Και ας μη γελιόμαστε, έχουν ήδη καταπατήσει, για να μην πω καταργήσει, και το Σύνταγμα, αφού στην πράξη το έχουν κάνει «λάστιχο» και το προσαρμόζουν μόνο στις ανάγκες της αγοράς.  Για ποια συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της εργασίας μπορούμε να μιλάμε, όταν, για παράδειγμα, ένας στους πέντε είναι επίσημα άνεργος, όταν καταργούνται οι συλλογικές συμβάσεις; Αυτή η «οικονομοποίηση» του καταστατικού χάρτη της χώρας βαρύνει αποκλειστικά τους σημερινούς διαχειριστές της εξουσίας, αλλά βαρύνει ακόμη περισσότερο και τον πρόεδρο της δημοκρατίας.         

Αλλά και αυτοί οι ίδιοι οι πολιτικοί, εκτός από το Σύνταγμα, έχουν καταπατήσει κάθε έννοια «εθνικής» – με την αστική σημασία του όρου – αξιοπρέπειας, έχουν απαξιώσει και το θεσμό της αστικής Βουλής. Όλοι θυμούμαστε την παρουσία και ομιλία του πρώην προέδρου του ΔΝΤ Στρος-Καν στην ελληνική Βουλή. Τον προσκάλεσε ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, για να μας μιλήσει. 170 χρόνια κοινοβουλευτικού βίου σε αυτό το κράτος και δεν ανέβηκε ποτέ στο βήμα της Βουλής άνθρωπος που να μην έχει εκλεγεί από το λαό του. Ο Στρος-Καν τι ήταν; Ένας διορισμένος υπάλληλος. Αυτό ήταν μεγάλη προσβολή. Αυτό σήμαινε υποτέλεια. Και είναι προς τιμή της Αριστεράς που αρνήθηκε να παραβρεθεί σ’ εκείνη τη συνεδρίαση. Έτσι, η Αριστερά έσωσε τους θεσμούς – ναι , τους θεσμούς τους αστικούς.         

Επισημαίνω, επίσης, τους απαράδεκτους όρους της Δανειακής Σύμβασης του Μάη του 2010, η οποία έχει δέσει την Ελλάδα χειροπόδαρα. Αυτό το κείμενο η τότε κυβέρνηση δεν το έφερε για συζήτηση στη Βουλή, εφαρμόζοντας πρακτικές αντιδημοκρατικές, ολοκληρωτικές. Κυρίως, όμως, θυμίζω το άρθρο 14, παρ. 5, σύμφωνα με την οποία η δανειολήπτρια χώρα μας «αμετάκλητα και άνευ όρων» παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει η ίδια ή τα περιουσιακά της στοιχεία. Πρόκειται για όρο που, σύμφωνα με έγκυρους νομικούς, για πρώτη φορά ενσωματώνεται σε δανειακή σύμβαση, πρόκειται για όρο που η ελληνική κυβέρνηση τον αποδέχτηκε χωρίς καμιά αντίρρηση, παρ’ όλο που στην πράξη σήμαινε απώλεια εθνικής κυριαρχίας.         

Επομένως, με όσα είπαμε έως τώρα φαίνεται ολοφάνερα πόσο επικίνδυνοι είναι αυτοί οι πολιτικοί και οι πολιτικές τους: εκχωρούν κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, παραβιάζουν το Σύνταγμα – το αστικό Σύνταγμα – υπονομεύουν την ποιότητα της δημοκρατίας – της αστικής δημοκρατίας. Δεν έχω τίποτε με τους πολιτικούς και την πολιτική. Αντίθετα, πιστεύω στην πολιτική, καθώς τη θεωρώ απαραίτητη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος. Θυμώνω, όμως, και οργίζομαι με όλους εκείνους τους πολιτικούς που, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε, εξακολουθούν να κυβερνούν τη χώρα ατιμώρητοι και ανεξέλεγκτοι, που φαίνεται να ξεχνούν ότι το μοντέλο διακυβέρνησης και εξουσίας που εφάρμοσαν συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία της σημερινής κατάστασης: διαχείριση των εθνικών και κοινοτικών πόρων (με σπατάλες, διανομές και λεηλασίες) και πλούσια δάνεια από το εξωτερικό για τη χρηματοδότηση του πελατειακού κράτους τους και τη συντήρηση του πολιτικού τους συστήματος Θυμώνω και οργίζομαι με τη συντεχνιακή αλληλεγγύη τους, προκειμένου να καλύψουν και να παραγράψουν τις ευθύνες τους για τη διαφθορά και την αναξιοκρατία, για τις διαπλοκές και τα σκάνδαλα – σα να τα έχουμε ξεχάσει όλα αυτά τώρα τελευταία. Θυμώνω και οργίζομαι με αυτούς τους  πολιτικούς που μας προκαλούν με την ανανδρία τους, καθώς εξισώνουν τις δικές τους διαχρονικές ευθύνες με αυτές των πολιτών, μαζί και των χιλιάδων νέων, που ακόμη δεν πρόλαβαν να κάνουν το παραμικρό. Γιατί σήμερα οι νέοι ξέρουν ότι δε θα ζήσουν σαν τους γονείς τους· ξέρουν ότι πρέπει να αποδεχτούν ότι σε όλη τους τη ζωή θα παραδέρνουν σε μια άγρια θάλασσα αβεβαιότητας και ανασφάλειας.         

Αλλά και ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι άμοιρος ευθυνών για το σημερινό τρόπο διακυβέρνησης. Εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε σε αυτή τη χώρα και σε αυτόν το λαό. Και όχι μόνα αυτό, αλλά κάλυψε τα όποια κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα συνέβησαν στη Βουλή και υπέγραψε νόμους αντισυνταγματικούς και απάνθρωπους. Δε θέλησε ή δεν μπόρεσε να συγκρουστεί με την τρέχουσα βάρβαρη μνημονιακή πολιτική και πρακτική και έτσι αποδείχτηκε, κατά τη γνώμη μας,  κατώτερος των περιστάσεων.         

Είναι, λοιπόν, δυνατόν αυτοί οι πολιτικοί, όντας αυτουργοί εθνικών, πολιτικών και κοινωνικών εγκλημάτων, να ζητούν να τους αναθέσουμε την έξοδό μας από την κρίση; Είναι λογικό και σωστό να πιστεύουμε ότι θα μας σώσουν με ή χωρίς μνημόνιο οι υπαίτιοι της εφιαλτικής κατάστασης της χώρας μας; Άλλωστε, και μόνο το γεγονός ότι ο πολιτικός κόσμος παρέδωσε τη διακυβέρνηση της χώρας τούτη την κρίσιμη περίοδο σε τεχνοκράτη, στον κ. Παπαδήμο, δε μαρτυρά την αποτυχία αλλά και την παραπέρα ανικανότητα της σημερινής πολιτικής ηγεσίας;         

Αυτό που συνέβη το Νοέμβρη του 2011 με τη δημιουργία της κυβέρνησης Παπαδήμου θυμίζει, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, τον Ιούλιο του 1974. Τότε, οι στρατιωτικοί, εξαιτίας των συνεχών πολιτικών αποτυχιών τους και κάτω από το βάρος της προδοσίας της Κύπρου αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν τη διακυβέρνηση της χώρας στους πολιτικούς. Τώρα, οι πολιτικοί, κάτω από το βάρος της λαϊκής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας και του δικού τους κυβερνητικού αδιεξόδου, αναγκάζονται να παραχωρήσουν τη θέση τους στους εξωκοινοβουλευτικούς τεχνοκράτες. Τότε, όλοι αποφάνθηκαν για την ολοκληρωτική αδυναμία και ανικανότητα των στρατιωτικών να υπερβούν την τότε πολιτική και γενικότερα εθνική κρίση. Τώρα, μήπως έφτασε πια η ώρα να αποφανθούμε για την οριστική χρεοκοπία του κυρίαρχου πολιτικού κόσμου και του συστήματός του; Τότε, όλοι μίλησαν για την αμετάκλητη επιστροφή του στρατού στους στρατώνες. Τώρα, μήπως πρέπει να συζητάμε για την τοποθέτηση αυτών των πολιτικών σε εργασιακή εφεδρεία; «Είναι ανάξιος για αρχηγός εκείνος που ρίχνει το λαό του σε πελάγη συμφορών», έχει γράψει εδώ και χιλιάδες χρόνια ο Όμηρος. Χωρίς, βέβαια να ξεχνάμε ότι το κύριο ζήτημα δεν είναι ή τουλάχιστο δεν είναι μόνο τα πρόσωπα αλλά είναι κυρίως οι πολιτικές. Δηλαδή στην εφεδρεία και από εκεί στη συνταξιοδότηση πρέπει να πάει το σημερινό πολιτικό σύστημα με τις δομές, τις νοοτροπίες του και τους πολιτικούς του εκφραστές.  

ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ           

Αλλά για να δούμε τι συμβαίνει με το λαό, πώς βιώνουν οι πολίτες το σημερινό εφιαλτικό γίγνεσθαι, πώς συμπεριφέρονται απέναντι στους υπεύθυνους για την απαράδεκτη κατάστασή του πολιτικούς.         

Ακόμη ο λαός δεν έχει αντιδράσει οργανωμένα και συντεταγμένα σε μόνιμη και σταθερή βάση, με πρόγραμμα και προοπτική. Ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου περιορίζεται σε αποδοκιμασίες των πρωτοκλασάτων κυρίως πολιτικών με το γιουχάισμα, το σφύριγμα, το γιαούρτωμα. Βέβαια, είναι ενέργειες αυτές που δε συνιστούν πράξεις βίας, καθώς δεν αποβλέπουν σε τραυματισμό ούτε προκαλούν σωματική κάκωση, αλλά δε δίνουν λύση στο πρόβλημα. Υπογραμμίζουν, όμως, την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος. Και επιπλέον συνειδητοποιεί ο κάθε «μαζί τα φάγαμε» πολιτικός ότι δεν είναι πια εύκολο να περπατά ανέμελος στους δρόμους ούτε να απολαμβάνει τον καφέ του στην πλατεία της πόλης. Ο κάθε «μαζί τα φάγαμε» κομματάνθρωπος γνωρίζει πια ότι παντού τον παραμονεύει η αποδοκιμασία.   Εδώ θυμίζω την ακτιβιστική πράξη του Μ. Αντύπα: χαστούκισε το 1906 μες στην πλατεία Συντάγματος το μεγαλοτσιφλικά και βουλευτή  Αγιάς  Θεσσαλίας Αγαμέμνονα Σλήμαν, επειδή άδικα τον κατηγορούσε. Δικάστηκε βέβαια, αλλά η δίκη του μετατράπηκε σε πολιτικό γεγονός.  Και έγραψε τότε μια αθηναϊκή εφημερίδα: μακάρι να αντηχούσε όλη η Ελλάδα από τέτοια ραπίσματα…             

Βέβαια, από την άλλη πλευρά προγραμματίζονται στις μεγάλες πόλεις και υλοποιούνται ποικίλες μορφές διαμαρτυρίας και αντίδρασης. Και διαδηλώσεις πραγματώνονται, και καταλήψεις δημόσιων χώρων και κτιρίων γίνονται και απεργίες πραγματοποιούνται. Και μάλιστα κάποιες φορές αυτές οι κινητοποιήσεις είναι μαζικές και δυναμικές. Και μάλιστα αρκετές φορές το λαϊκό αυτό κίνημα ενίσχυσε τα πολιτικά του χαρακτηριστικά  και προσπάθησε να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αγκαλιάσει τις αναγκαίες δυνάμεις, για να παίξει ουσιαστικό ρόλο παρέμβασης στα πολιτικά δρώμενα. Είναι αλήθεια ότι στα δυο χρόνια της μνημονιακής πολιτικής καταγράφηκαν πρωτοβουλίες και προσπάθειες αντίδρασης, ανυπακοής και αντίστασης Τόλμησαν κοινωνικές ομάδες και συσπειρώσεις να βγουν στο προσκήνιο, να καταθέσουν προτάσεις, να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες δράσεις. Ακόμη, όμως, δεν έχει γίνει καθοριστική και αποτελεσματική η παρουσία του λαϊκού παράγοντα στα πολιτικά δρώμενα. Στην πλειοψηφία τους οι πολίτες ακόμη δεν έχουν αποφασίσει να μπουν στον αγώνα· προτιμούν, για την ώρα, να κάθονται παράμερα, να παρακολουθούν και να περιμένουν.         

Και τίθεται το ερώτημα: γιατί, παρ’ όλη αυτή την κατάσταση, παρ’ όλη τη λεηλασία των αποδοχών των κατώτερων στρωμάτων, παρά τον ευνουχισμό ή και την κατάρρευση του ΕΣΥ, του προνοιακού συστήματος και του ασφαλιστικού οικοδομήματος, γιατί παρ’ όλα αυτά ο λαός ακόμη δεν έχει αποφασίσει να κινηθεί δυναμικά για την ανατροπή της κατάστασης; Θα προσπαθήσουμε να καταθέσουμε κάποιες σκέψεις.         

Μετά τη μεταπολίτευση πολλά έγιναν και πολλά δεν έγιναν. Αρκετά θέματα προωθήθηκαν, ενώ άλλα έμειναν ουσιαστικά στάσιμα, παρά την όποια επιφανειακή της πρόοδο. Πολλά πράγματα θεμελιώθηκαν πάνω σε απατηλές υποσχέσεις και κερδοφόρα ρουσφέτια. Διογκώθηκε ο δημόσιος τομέας από χουβαρντάδες υπουργούς και ανεκτικούς πρωθυπουργούς. Δημιουργήθηκαν θεσμικά παραμάγαζα, που διαχειρίζονταν ανεξέλεγκτα κρατικό χρήμα. Κοινωνικές κατηγορίες έφτιαξαν τα δικά τους φέουδα. Με τέτοιες πολιτικές και πρακτικές, κοινές στα δύο μεγάλα κόμματα που κυβέρνησαν, οι πολιτικοί μετατράπηκαν σε εμπόρους και ο λαός σε καταναλωτή. Έτσι, άλλαξαν και του λαού οι νοοτροπίες, οι συμπεριφορές και οι απαιτήσεις·  εκμαυλίστηκαν συνειδήσεις. Ο πολύς κόσμος εθίστηκε στη λογική του «ψηφίζω για να εξασφαλίσω ρουσφέτι»· έμαθε ότι δεν τρέχει και τίποτε με το να φοροδιαφεύγει, αφού «όλοι κλέβουν και φοροδιαφεύγουν» με πρώτους και καλύτερους τους πολιτικούς· έμαθε να προωθείται αναξιοκρατικά και να επιδοτείται ρουσφετολογικά· έμαθε να μην αντιδρά σωστά και απαιτητικά για αδικία που του έγινε, αλλά, αποδεχόμενός την,  να προσπαθεί  με υπόγειους τρόπους να εξισορροπήσει το κακό.                  

Ουσιαστικά, λοιπόν, και πρακτικά  ο λαός είχε μπει  στο περιθώριο. Απλώς πίστευε ότι μέσα από τις εκλογικές διαδικασίες άλλαζε ο ίδιος τους εκλεκτούς του. Αλλά κάτι τέτοιο απείχε από την πραγματικότητα, γιατί στο μεταξύ η κυβέρνηση προσάρμοζε τον εκλογικό νόμο στα μέτρα της, γιατί ο αρχηγός του κόμματος κατάρτιζε τις λίστες υποψηφίων που αυτός ήθελε και όπως ήθελε, γιατί μεγαλοεπιχειρηματίες και εταιρείες χρηματοδοτούσαν υποψήφιους και ΜΜΕ, γιατί είχαν κάνει τη δουλειά τους οι πληρωμένες εταιρείες δημοσκοπήσεων. Αλλά και για σοβαρότατα ζητήματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής ποτέ δεν ζητήθηκε η γνώμη του λαού. Τα δημοψηφίσματα, κατοχυρωμένη διαδικασία συνταγματικά, αγνοήθηκε επιδεικτικά από όλες τις κυβερνήσεις.         

Έτσι, δημιουργήθηκε, σιγά-σιγά αλλά σταθερά, ο πολίτης του καναπέ. Η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία περιορίστηκε στις θεωρητικές συζητήσεις και άφησε τις δυναμικές διεκδικήσεις, επαναπαύτηκε στις «φιλολαϊκές» εξαγγελίες των εκλεκτών της κομματανθρώπων. Βέβαια, υπήρχε πάντοτε ένα μικρό αλλά και δυναμικό  τμήμα της κοινωνίας που συνέχιζε να μάχεται και να απαιτεί, που συνέχιζε να υπερασπίζεται τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Σίγουρα υπήρχε σε συνεχή ετοιμότητα και δράση αυτό το προοδευτικό, αριστερό κομμάτι, ο πολύς όμως λαός δεν ακολουθούσε.         

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν ήταν εύκολο να αντιδράσει συντονισμένα και προγραμματισμένα ο ελληνικός λαός αμέσως μετά την εκδήλωση της κρίσης. Όντας εθισμένος στη λογική των διευκολύνσεων, συνέχιζε να τρέφει ελπίδες και να καλλιεργεί αυταπάτες. Δεν είναι αμελητέο το ποσοστό του λαού, που ακόμη και τώρα ελπίζει στο κόμμα της Ν. Δ., καθώς δεν έχει ή δε θέλει να καταλάβει ότι πρόκειται για ένα κόμμα που στηρίζει την πολιτική του μνημονίου, παρ’ όλο που ταυτόχρονα δηλώνει ότι την αντιπαλεύει, υποστηρίζει και συμμετέχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου, ενώ συγχρόνως ισχυρίζεται ότι είναι αντιπολίτευση. Αλλά και με το άλλο κόμμα εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ, τα πράγματα είναι εξίσου θολά για ένα τμήμα των ψηφοφόρων του: ενώ έχει πια αποκτήσει χαρακτηριστικά αντιλαϊκού κόμματος, καθώς επιμένει στην υπεράσπιση την μνημονιακής πολιτκής, παρ’ όλο που κατά καιρούς κάποια στελέχη του παραδέχονται το αδιέξοδο της εφαρμοζόμενης πολιτικής, δεν αποκλείεται ενόψει εκλογών να αναβαπτιστεί μέσω μιας τεχνητής πόλωσης με τη Ν. Δ. – μια τακτική που βοηθούσε τα δυο κόμματα εξουσίας να συσπειρώνουν τους ψηφοφόρους τους. Όσο για το τρίτο κόμμα της σημερινής συγκυβέρνησης, ο ΛΑΟΣ, είναι πασιφανές ότι οι συνεχείς μετακινήσεις του έχουν δείξει την εξουσιομανία του αρχηγού του και την χωρίς αρχές τακτική, με αποτέλεσμα να το καθιστούν προβληματικό, για να μην πω επικίνδυνο για τη δημοκρατική πορεία της χώρας.            

Πάντως, αν ο λαός μας στη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία του δε συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, ώστε σοβαρότατα, συνειδητοποιημένα και αποφασισμένα να μπει στον αγώνα για την ανατροπή αυτής της μαύρης συγκυβέρνησης, τότε η οικονομική και κοινωνική του κατάσταση θα επιδεινωθεί κατά τρόπο απερίγραπτο. Από εδώ και στο εξής οι επιπτώσεις της μνημονιακής πολιτικής θα γίνονται – και ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται – πια ορατές, χειροπιαστές: φτώχεια, πείνα, λιποθυμίες, εξαθλίωση, κατάθλιψη, αυτοκτονίες, μετανάστευση.         

Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε να υπενθυμίσω κάποια στοιχεία από την κρίση του 1929 στις ΗΠΑ, για να αντιληφθούμε πού ενδεχομένως θα φτάσει και στη χώρα μας η κατάσταση. Διαβάζω αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής [Είναι από το βιβλίο του Μόριτς Χόλγκρεν «Σπόροι της εξέγερσης», 1933]:
—   Πόλη Ίνγκλαντ, Αρκάνσας, 3 Ιανουαρίου 1931: […] 500 αγρότες, οι περισσότεροι λευκοί και αρκετοί από αυτούς οπλισμένοι, πήγαν στην εμπορική συνοικία της πόλης. Οι εισβολείς φώναζαν ότι πρέπει να εξασφαλίσουν τροφή για τους ίδιους και τις οικογένειές τους και δήλωσαν ότι ήταν αποφασισμένοι να αρπάξουν τρόφιμα από τις αποθήκες, εκτός κι αν μπορούσαν να τους παραχωρηθούν δωρεάν από άλλες πηγές.
—   Λιμάνι της Ιντιάνα, 5 Αυγούστου 1931: Περίπου 1500 άνεργοι κατέλαβαν το εργοστάσιο εταιρείας  Fruit Growers Express Company, απαιτώντας να προσληφθούν για να μη λιμοκτονήσουν. Αντί άλλης απάντησης, η εταιρεία κάλεσε την αστυνομία που εκδίωξε τους άνεργους, χτυπώντας τους με ρόπαλα.
—   Σικάγο, 1 Απριλίου 1932: 500 μαθητές, οι περισσότεροι ταλαιπωρημένοι και με κουρελιασμένα ρούχα, έκαναν πορεία στο κέντρο του Σικάγου και κατευθύνθηκαν στα γραφεία του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, ζητώντας να τους παρέχεται τροφή στο σχολείο.
—    Νέα Υόρκη, 21 Ιανουαρίου 1933: Εκατοντάδες άνεργοι πολιόρκησαν σήμερα ένα εστιατόριο που βρίσκεται στην πλατεία Γιούνιον, απαιτώντας να γευματίσουν δωρεάν.         

Ήδη και στη χώρα μας τα συσσίτια παίρνουν καθολικό χαρακτήρα, καθώς οι άνεργοι πολλαπλασιάζονται, η φτώχεια διευρύνεται, τα χαράτσια μονιμοποιούνται και γενικότερα η αδιέξοδη τροϊκανική διατεταγμένη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης δημιουργεί όλο και νέες εστίες εξαθλίωσης. Οδηγούμαστε στην πλήρη υποταγή της εργασίας στις αξιώσεις του κεφαλαίου.           

Τι κάνουμε λοιπόν; Τι πρέπει να γίνει; Δεν είμαι εδώ για να δώσω λύσεις, καθώς άλλωστε δεν είμαι κατάλληλος για κάτι τέτοιο. Μπορώ, όμως, ως σκεπτόμενος πολίτης να καταθέσω κάποιες απόψεις: Η υπέρβαση της κρίσης δε θα είναι εύκολη, δε  θα είναι γρήγορη, ούτε θα είναι ανώδυνη. Θα απαιτηθεί μακροχρόνια διαδικασία, μέσα στην οποία πρέπει ακριβώς να κατακτηθεί η συμπόρευση των λαϊκών δυνάμεων για την οριστική έξοδο από την κρίση και την εξάρτηση. Χρειάζεται δηλαδή  αποφασιστικότητα και ενότητα, γιατί η ρήξη θα γίνει με το πολιτικό κατεστημένο, ένα κατεστημένο πολύ γερά ριζωμένο στο κορμί της χώρας. Χρειάζεται οργάνωση και ενότητα, γιατί η σύγκρουση θα γίνει με την οικονομική ολιγαρχία και τα διεθνή της στηρίγματα.         

Και όλα αυτά πρέπει να γίνουν με όρους κινήματος: να παραμερίσουμε τον ατομισμό και να αποδεχτούμε την ομαδικότητα, να κάνουμε πράξη τη συλλογική δράση και αλληλεγγύη, να επιζητάμε την ενότητα στη βάση των στόχων του κινήματος. Άλλωστε, η διαλεκτική των ιδεών και των πράξεων, η ίδια η ζωή πάντα ανοίγει δρόμους, αρκεί κι εμείς να είμαστε έτοιμοι να τους περπατήσουμε. Ένα παλλαϊκό Μέτωπο έχουμε ανάγκη, που θα οργανώσει και θα συντονίσει τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας σε μαζική αντίσταση – τους εργαζόμενους, τους άνεργους, τα μεσαία στρώματα.  Ένα προγραμματικό παλλαϊκό Μέτωπο που θα βάλει στόχους και γύρω από αυτούς θα συνενώσει τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία.         

Ποιους στόχους; Θα μου επιτρέψετε να διατυπώσω 3-4 βασικούς: Πρώτα-πρώτα μπαίνει το ζήτημα χρέους, το οποίο δηλώνουμε ότι δεν αναγνωρίζουμε, γι’ αυτό και παραγράφουμε. Έπειτα, πρέπει να τεθεί ζήτημα κοινωνικοποιήσεων τραπεζών και κλάδων παραγωγής κοινωνικών σε πρώτη φάση αγαθών (νερό, ηλεκτρικό) με ριζική αναδιανομή παράλληλα εισοδήματος και πλούτου. Αλλά τότε εύκολα γίνεται κατανοητό ότι μια τέτοια πολιτική, σίγουρα σωτήρια για το λαό, δε θα γίνει αποδεκτή από την άρχουσα τάξη και από την Ε. Ε., της οποίας τώρα είμαστε μέλος. Άρα, υποχρεωτικά, και για να είμαστε πειστικοί και συνεπείς με τα προηγούμενα, οφείλουμε να θέσουμε ζήτημα εξόδου από την Ε. Ε. Όσο κι αν σε κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να συμφωνήσουν όλοι, η ίδια ωστόσο η πορεία του αγώνα θα πείσει γι’ αυτήν την αναγκαιότητα. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι οι ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες οδήγησαν στην αποβιομηχάνιση της χώρας και στην αποψίλωση της αγροτικής παραγωγής.         

Το παλλαϊκό Μέτωπο με το συντονισμό και την οργάνωση του λαού θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τα εγχώρια και ξένα αντιδραστικά κέντρα, θα ξεκινήσει συντονισμένες προσπάθειες για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών των πολιτών και θα αρχίσει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την οικονομική αυτοδυναμία της χώρας, καθώς η τελευταία διαθέτει σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, αρκεί να ιεραρχηθούν σωστά οι προτεραιότητες και πάντα προς όφελος του λαού και της χώρας. Στο βαθμό που αυτά θα προωθούνται – όχι πάντα εύκολα και χωρίς πισωγυρίσματα – θα ανοίγει ο δρόμος, σε συνεργασία με άλλες χώρες, για την αποδέσμευση από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.         

Όχι, λοιπόν, άλλη αναμονή. Όχι αυταπάτες και προσμονές από εξωλαϊκές δυνάμεις. Όχι στον «από μηχανής θεό», για να μιλήσω με θεατρικούς όρους. Η πρωτοβουλία για τις εξελίξεις  πρέπει να περάσει στο Χορό της παράστασης, στο λαό της χώρας. Πρέπει, επιτέλους, ο χώρος της ορχήστρας να αναλάβει τις ευθύνες του· φτάνει πια ο ρόλος των πρωταγωνιστών της σκηνής.  Ο Χορός να καταλάβει τη σκηνή, να ανεβεί στη σκηνή και να κατεβάσει τους πρωταγωνιστές, να τους βγάλει έξω από την παράσταση, για να γίνει αυτός ο πρωταγωνιστής στη σκηνή, για να παίξει αυτός τον πρωταγωνιστικό ρόλο.  

ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ