Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024
27 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Με το βλέμμα στη δημοσιά | Αρετή Γραμμόζη Παπαδημάτου

Εικόνα άρθρου: Κατερίνα Μπαλτσαβιά

Καθόταν ώρες στο παράθυρο και κοίταζε κατά τη δημοσιά. Είχε την κρυφή ελπίδα ότι όλα αυτά που άκουγε όλες αυτές τις ημέρες ήταν ψέματα. Είχε την ελπίδα πως σε λίγο θα έβλεπε τα εγγόνια του, να κατηφορίζουν και να έρχονται προς το σπίτι τους.

-Ακόμη καρτεράς στο παραθύρι; Δεν σου είπα ότι και να θέλουν να έρθουν, δε μπορούν; απαγορεύεται η κυκλοφορία, τί δεν καταλαβαίνεις και ξεροσταλιάζεις περιμένοντας;

-Τι θα πει απαγορεύεται η κυκλοφορία; είχαμε πόλεμο; ξανάρθαν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί ή ξανάρθε η χούντα και δεν το κατάλαβα;

-Ναι Νικόλα μου, πόλεμο έχουμε… Έτσι δεν μας λένε; Έναν πόλεμο αλλά με κάποιον εχθρό που δεν τον βλέπουμε. Να δεις πως τον λένε τον εχθρό; κορωνογιό, τέλος πάντων κάπως έτσι. Γιόμισε ο τόπος ούλος, όχι μόνον το χωριό μας. Ούλη η πλάση και άντε να τον παλέψεις!

-Αντε μωρ Φρόσω με τα χαζά σου! Πόλεμος, άκουσες εσύ καμιά τουφεκιά; γιατί εγώ δεν άκουσα τίποτε! Τι σόϊ πόλεμος είναι αυτός;

-Μα σου’ πα! Πόλεμος με αόρατο εχθρό και τον πολεμάμε με το να κάτσουμε στα σπίτια μας, για να μη μας σαϊτέψει, γιατί έτσι και μας σαϊτέψει αλίμονό μας. Θα δούμε τα ραδίκια ανάποδα!
Τον κοίταξε καλά – καλά και συνέχισε:

-Για μωρέ προκομένε που ξέρεις πέντε γράμματα, φτιάξε μου ένα χαρτί να πάω στο μαγαζί, να ψωνίσω. Μας λείπουν κάτι πράγματα. Γράψε τα στοιχεία μου και ότι θα βγω για μία ώρα. Πάω να βρω και τη ρημάδα τη ταυτότητα. Ούτε ξέρω για, που την έχω χωμένη.

-Γιατί μωρέ να την πάρεις, δε ξέρουν πια είσαι;

-Εσύ και το χωριό με ξέρεις, με ξέρουν οι Αστυνόμοι έτσι και έχουν παλουκωθεί στο μεσοχώρι, ξέρουν ποια είμαι. Άντε γράφε να τελέψουμε καμιά ώρα. Θα μας πάρει η νύχτα.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, διέκοψε την συζήτηση των δύο γερόντων. Ο πάππου Νικόλας σήκωσε με λαχτάρα το τηλέφωνο.

-Εμπρός, ποιος είναι;

-Πατέρα, τί κάνετε; Λέω να πεταχτώ λίγο για να σας δώ, χρειάζεστε κάτι να σας φέρω;

-Ναι χρειάζομαι! Χρειάζομαι τα εγγόνια μου. Αυτά να μου φέρεις!

-Δε γίνεται πατέρα, στο είπα και την προηγούμενη φορά! Δε γίνεται για τη δική σας υγεία και ασφάλεια. Δεν επιτρέπεται. Και αυτά μέσα στο σπίτι είναι.

-Καλά στο σκολειό δεν πάνε; τί είναι και τούτο; να μη πηγαίνουν σκολειό.

-Όχι πατέρα, δεν πάνε. Κάτι μαθήματα τα κάνουν από το ίντερνετ.

-Τί είναι αυτό το ίντερνετ;

-Λοιπόν, λέγε μου, τι θέλετε και όταν θα έρθω θα σου δείξω το ίντερνετ γιατί έτσι θα μιλάμε και εμείς τώρα.

-Πάρε τη μάνα σου, να σου πει.
Άκουγε τη γυναίκα του, που αράδιαζε τα χρειαζούμενα.

-Δε χρειάζεται να μου κάνεις το χαρτί, θα τα φέρει ο γιος μας.

-Τι είναι αυτό το ίντερνετ μωρ’ Φρόσω. Είναι αυτό που μας έβαλε ο γιος μας την άλλη φορά και βλέπαμε και μιλούσαμε με την κόρη μας στην Γερμανία;

-Ναι Νικόλα μου, αυτό είναι.

-Δε λέω ωραίο είναι. Είδαμε την κόρη μας, αλλά άμα τον άλλο δεν τον χαϊδέψεις, δεν τον αγγίξεις, δεν τον αγκαλιάσεις, πως θα τον νοιώσεις. Άντε μίλα με ένα κουτί, που βγαίνουν τα πρόσωπα. Τι να πεις; πως να τα αγγίξεις, πως να τα χαϊδέψεις;
Όσο και εάν προσπαθούσε ο γιος του, να του μάθει να ανοίγει και να απαντάει στις βιντεοκλήσεις για να τους βλέπει και να τους βλέπουνε, τόσο ο πατέρας του πείσμωνε και δεν το ήθελε αυτό το καταραμένο εργαλείο, όπως το έλεγε.

-Μα τα εγγόνια σου, δε θέλεις να βλέπεις; Μάθε το, πατέρα δεν είναι δύσκολο. Δεν είσαι δα και κανένας χαζός!

-Άστον, δείξε σε εμένα. Μουλάρωσε τώρα! Άμ δεν τον ξέρεις καλά τον πατέρα σου. Ρώτα εμένα που τον έχω φορτωθεί πενήντα πέντε χρόνια τώρα.

-Στα έχω όλα ρυθμισμένα. Το μόνο που θα κάνεις είναι όταν ακούς αυτό τον ήχο, να πατάς εδώ. Θα μιλάμε και θα βλεπόμαστε. Να κοίτα, τώρα που θα πάρω τον μεγάλο σου εγγονό. Κοίτα πως θα φανεί.
Ο πάππου Νικόλας έτρεξε γρήγορα να δει και αυτός τον εγγονό.

-Τι χαλεύεις Νικόλα; Άσε με να δω πρώτα εγώ. Τόση ώρα, νούμερα του έκανες του γιου μας και τώρα έτρεξες! Του είπε φουρκισμένη η Φρόσω.

-Ήρεμα, μη τσακώνεστε! Το κατάλαβες μάνα; Να φροντίζεις μόνο να μη πέσει η μπαταρία. Να το βάζεις στο ρεύμα, να φορτίζει. Πρέπει να φύγω, δεν έχω άλλο περιθώριο να κάτσω. Θα σας παίρνω το πρωί κατά τις 10 και το βράδυ κατά τις 9 να έχετε τον νου σας.
Αργά το βράδυ, ο μπάρμπα Νικόλας τήραξε τη γυναίκα του.

-Το έμαθες καλά το εργαλείο; Θα τα δούμε τα εγγόνια μας;

-Έτσι λέω. Ότι το έμαθα. Αχ, δεν έμαθα γράμματα, ειδεμή θα πήγαινα στην Πόλη με τα πόδια. Ας όψεται η φτώχεια και οι πόλεμοι.

-Μα και τώρα πόλεμο, δεν έχουμε; έτσι δε μου είπες το πρωί.

-Μωρέ πόλεμος και είναι και χειρότερος! Αχ! τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Και όχι για εμάς, για τα παιδιά μας και για τα εγγόνια μας. Εμείς τα φάγαμε τα ψωμιά μας. Άσε που είμαστε και μαθημένοι!
Ο γνωστός ήχος! Ο παππούς και η γιαγιά πάνω από το εργαλείο. Με το πάτημα ενός κουμπιού και οι φατσούλες των εγγονών μπροστά τους.

-Γεια σας παππού και γιαγιά, είμαστε καλά και σας αγαπάμε! Έτσι θα τα λέμε τώρα μέχρι να μπορέσουμε να έλθουμε να σας δούμε.
Και να τα γέλια, να οι χαρούμενες φωνές των εγγονών, να τα φιλιά τα σταλμένα με τα δάκτυλα των χεριών.

-Τι έχεις να πεις τώρα, Νικόλα τον ρώτησε η Φρόσω.

-Τι να πω, που να μου πει ο παππάς στο αυτί και ο διάκος στο κεφάλι. Θα βλέπω τα εγγόνια μου από ένα μικρό κουτί και δε θα μπορώ να τα χαϊδεύω; Έ μ δε μπορώ μωρ’ Φρόσω μου, δε το μπορώ.

-Βολέψου τώρα, μ’ αυτό και όταν τον νικήσουμε αυτόν το κορωνογιό, θα τα αγκαλιάσεις. Άντε καληνύχτα!

-Καληνύχτα και καλή λεφτεριά!!

-Πάλι στο παραθύρι κάθεσαι; πάλι τη δημοσιά αγναντεύεις!

-Και τι να κάνω; Μήπως μπορώ να πάω στο καφενείο; Τουλάχιστον να ανοίξει και λίγο ο καιρός να ανακατεύομαι με το κηπάρι μας. Προς το παρόν, εγώ εδώ θα τη βγάζω την ημέρα μου, μέχρι να τα δω να κατηφορίζουν!

Αρετή Γραμμόζη – Παπαδημάτου

Σημ. Το κείμενο γράφτηκε την περίοδο της καραντίνας. Ευχή μου, να μη χρειαστεί να την ξαναζήσουμε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ