Εικόνα άρθρου: Jerry Apostolatos
Μέρες ανυπομονούσαμε όλα τα κορίτσια για τα δώρα που θα μας έδιναν την πρωτοχρονιά.
Εκείνη τη χρονιά ήταν η πρώτη χρονιά που θα καλωσορίζαμε τον καινούργιο χρόνο (νομίζω το 1965) στην καινούργια αίθουσα ψυχαγωγίας. Είχαμε μεταφερθεί στις καινούργιες εγκαταστάσεις της παιδόπολης κοντά στο αεροδρόμιο στα Γιάννενα. Τα καινούργια κτίρια σε σχέδιο του Δοξιάδη, ήταν παλατάκια σε σύγκριση με τα κτίρια τύπου τόλς της παλιάς παιδόπολης. Άνετα κτίρια για τα δεδομένα με της εποχής. Η δε κεντρική αίθουσα ψυχαγωγίας μεγάλη με την ανάλογη σκηνή για τις θεατρικές παραστάσεις που δίναμε τα παιδιά, με καναπεδάκια γύρω – γύρω στον τοίχο της αίθουσας για να καθόμαστε και να παρακολουθούμε τους χορούς που κάναμε σε κάθε γιορτή που γινόταν τον χειμώνα. Για τις καλοκαιρινές γιορτές υπήρχε ο χώρος του γηπέδου.
Εκείνη την πρωτοχρονιά λοιπόν, μαζεμένα όλα τα παιδιά στην αίθουσα ψυχαγωγίας περιμέναμε πως και πως να μας μοιράσουν τα δώρα. Κάθε κορίτσι όποτε ερχόταν η σειρά της έπαιρνε το δώρο και με μεγάλη λαχτάρα το άνοιγε. Ήρθε και η σειρά μου. Με το που φώναξαν το όνομά μου και είδα το μακρόστενο τυλιγμένο με κόκκινο χρώμα χαρτί και πράσινες κορδέλες, μου σφίχτηκε το στομάχι. Όχι από χαρά αλλά από απογοήτευση. Υποψιάστηκα ότι μέσα είχε κούκλα! Κούκλα; Τι να την κάνω εγώ την κούκλα; Δεν ήμουν μωρό. Ήμουν στην έκτη δημοτικού. Λαχταρούσα ένα βιβλίο!
Και όντως ανοίγοντας το πακέτο με κυρίεψε η απογοήτευση. Μια κοκκάλινη κούκλα με μπλε μάτια! Την πέταξα σε μια γωνιά στην αίθουσα ψυχαγωγίας και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Άλλα κορίτσια της ηλικίας μου, φυλλογύριζαν τα βιβλία και διάβαζαν φωναχτά τους τίτλους! Ο Ρομπέν των δασών, Ιβανόης, Τα μυστικά του Βάλτου, Για την πατρίδα, άκουγα και εγώ προσπαθούσα να κρύψω τα δάκρυά μου. Δεν έδινα σημασία ούτε στους κουραμπιέδες και στα μελομακάρονα που μας σερβίριζαν οι τραπεζοκόμες, ούτε στα στροβιλίσματα των κοριτσιών που χόρευαν και διασκέδαζαν για την έλευση του νέου χρόνου.
Η ομαδάρχισσά μου η κυρία Αρετή (ήμασταν και συνονόματες) έρχεται κοντά μου και με ρωτά:
-Τι έχεις Αρετή γιατί κλαίς;
-Μα κυρία Αρετή, τι είμαι; Μωρό είμαι και μου έδωσαν κούκλα; Τι να την κάνω;
-Μα πως σου έδωσαν κούκλα; Εγώ δήλωσα και έγραψα δίπλα στο όνομά σου, βιβλίο. Μάλλον κάποιο λάθος έγινε! Πάω να δω. Δώσε μου την κούκλα σου.
-Ανακουφισμένη και νομίζοντας ότι μπορεί να κάνει την πολυπόθητη αλλαγή, έδωσα την κούκλα και περίμενα με λαχτάρα το βιβλίο.
-Δυστυχώς Αρετούλα μου, δεν ήταν αρκετά τα βιβλία και γι’ αυτό αναγκάστηκαν να σου δώσουν κούκλα. Δεν πειράζει την άλλη φορά, θα έχεις το βιβλίο σου.
Αυτή την φορά άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα! Απογοητεύτηκα τόσο πολύ! Κάποια στιγμή νομίζοντας ότι δε με βλέπει κανείς, βουτάω την κούκλα, με αγριότητα της βγάζω τα μάτια της και με φούρια την πετάω μέσα στο μεγάλο τζάκι της αίθουσας, να γίνει παρανάλωμα να μην τη βλέπω.
Και πάλι η κα Αρετή με πλησίασε και μου είπε μόνο αυτό:
-Ξέρεις πόσα παιδιά εκεί έξω (εκτός παιδόπολης), λαχταρούν ένα παιχνίδι, μια κούκλα, ένα μελομακάρονο; Και εσύ τι έκανες;
Πράγματι μεγάλη αλήθεια! Γιατί πόσα παιδιά της δεκαετίας του 60 είχαν αυτή τη δυνατότητα; Λίγα πολύ λίγα σε σύγκριση πάντα με τον πληθυσμό της Ελλάδας. Και ειδικά στα φτωχικά χωριά της Ηπείρου, κανένα θα έλεγα.
Πόσο σκληρά φερνόμαστε στην παιδική μας ηλικία!
Πάντα κάθε πρωτοχρονιά σκέφτομαι το περιστατικό και ακόμη, παρ’ όλο που πέρασαν τόσα χρόνια, νοιώθω κάποια ενοχή.
Καλή χρονιά! Με υγεία και ευτυχία! Για το 2022 εύχομαι καλή λεφτεριά, μεγάλες αγκαλιές στους αγαπημένους μας.
Αρετή Γραμμόζη Παπαδημάτου