Τρίτη 23 Απριλίου 2024
19 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Μή μάνα! Γύρνα πίσω! | Αρετή Γραμμόζη Παπαδημάτου

Εικόνα άρθρου: Jerry Apostolatos
Δέ νιώθεις
τήν ὠχρή παρουσία
τοῦ αἰθέρα καί τοῦ ἰωδίου
τήν πληγωμένη κραυγή
τῆς παραφροσύνης
μιά μυρωδιά βροχῆς πού πέφτει
σέ παγωμένα τζάμια ἑσπερινά
σανατορίων καί ψυχιατρείων;
(Εαρινή Συμφωνια -Γ.Ρίτσος)

Ούτε και που ήξερε τί ώρα ήταν, που ετοιμαζόταν να πάει να κοιμηθεί η Ερασμία εκείνο το βράδυ. Να κοιμηθεί; Μια κουβέντα. Πού να προλάβει! Ίσια να ισιώσει το κορμί της, να πάρει καμιά ανάσα. Μήπως προλάβαινε και να κοιμηθεί; Με το πρώτο λάλημα του πετεινού, έπρεπε να σηκωθεί. Οι δουλειές δεν περίμεναν και ήταν πολλές. Τί να πρωτοκάμει και τί να προλάβει; Ζύμωμα, φούρνισμα, μπουγάδα, συγύρισμα στο σπίτι, φροντίδα πέντε παιδιών και το ένα μάλιστα ίσια που είχε αρχίσει να περπατάει. Φροντίδα άντρα και πεθερού; Να πάει για ξύλα με τις άλλες γυναίκες στο λόγγο ή να πάει να κόψει και κανά κλαρί για την γίδα; Και να είχε και βοήθεια; Καμιά.

Παντρεμένη μακριά από το χωριό της, μακριά από την αδελφή της και από τα αδέλφια της. Η μάνα της η φουκαριάρα, χήρα, χαροκαμένη, πάλευε εκείνη την εποχή να βρει τα ίχνη του αδελφού της που χάθηκε στον εμφύλιο. Παιδομάζωμα το έλεγαν. Έτσι ξαφνικά σαν να άνοιξε η γης και τον κατάπιε ο Θανάσης χάθηκε. Έτρεχε η δόλια από γραφείο σε γραφείο, να δώσει πληροφορίες, πότε και πού χάθηκαν τα ίχνη του. Δεν της έφτανε ο θάνατος του άνδρα της από πνευμονία, δεν της έφτανε που σκοτώθηκε ο μεγάλος της γιος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, έπρεπε να της συμβεί και αυτό. Να χάσει τον γιο της. Δεν ήταν η μόνη βέβαια. Μάνες και πατεράδες, έξω στα γραφεία με τον κόκκινο σταυρό που έψαχναν τα παιδιά τους. Μέσα σ’ όλους και αυτή.

Τί να της πει η Ερασμία; Να της δώσει και άλλη στενοχώρια; Να της πει, τα καθημερινά μαρτύρια που τραβάει με τον άνδρα που της έδωσαν;

Στην αρχή για να λέει και του στραβού το δίκιο είχε κάποια βοήθεια από την πεθερά της, τουλάχιστον στο μεγάλωμα των πρώτων παιδιών. Καλή γυναικούλα ήταν. Εμ, δεν άντεξε η δόλια. Συμφόρηση είπε ο γιατρός όταν την βρήκαν πεσμένη στο δρόμο μια Κυριακή που πήγαινε στην Εκκλησιά. Αλλά κατά πως φαίνεται, έτρωγε και αυτή τα μπερτάκια της από τον προκομμένο πεθερό της. Από κάτι μισόλογα που της είχε πει, αυτό κατάλαβε η Ερασμία. «Ω κοπέλα μου, όποια γυναίκα σου πει, ότι δεν τρώει ξύλο, θα σου πει ψέματα» της είπε μια μέρα. Ήταν τότε που η Ερασμία πάλευε με το μαντήλι να κρύψει, όσο μπορούσε, μια μελανιά στο μάγουλο από τον φούσκο που της έδωσε ένα βράδυ. «Ρώτα εμένα να σου πω τι έχει τραβήξει αυτό το κορμί. Ευτυχώς που έκανες μόνο ένα θηλυκό». Απ’ αυτόν έμαθε φαίνεται και ο δικός της και σήκωνε κάθε τρεις και λίγο το χέρι. Μαύρα της τα έκανε τα πλευρά. Πότε γιατί έπεσε λίγο περισσότερο αλάτι, πότε γιατί το φαγητό ήταν μισοκαμένο, πότε γιατί της ξέφυγε στο μπάλωμα ένα σκίσιμο. Με το παραμικρό.Που έχεις μωρή τον νου σου; Είναι φαΐ αυτό, είναι μπάλωμα αυτό;
Αν αργούσε να γυρίσει καμιά φορά που πήγαινε για ξύλα ή για κλαρί, ήξερε τί θα την περιμένει.

-Γιατί άργησες; Τι χαλεύεις; άλλον άνδρα; σου πέφτω λίγος εγώ;

-Μα τι κουβέντες είναι αυτές, που λες; Του έλεγε καμιά φορά η Ερασμία.

-Μωρή όταν μιλάω εγώ, εσύ δε θα κρένεις. Θα ακούς μόνο, κατάλαβες; Της φώναζε.
Και τσάφ της ερχόταν και ο ουρανός σφοντύλι από το χαστούκι που προσγειωνόταν στο μάγουλό της. Ανάλογα με τα νεύρα του, πότε σκαμπίλι, πότε καμιά κλωτσιά, πότε καμιά μπουνιά.

Ο δε πεθερός της, ούτε κουβέντα. Άντρες και οι δυό τους. Έτσι μετρούσαν τον ανδρισμό τους ,με πόσα μπερτάκια θα δώσουν και πόσες φορές θα βατέψουν τη γυναίκα τους. Γιατί βάτεμα ήταν και ας τολμούσε η γυναίκα να φέρει αντίρρηση.
Μαύρη και μίζερη η ζωή της, που να πάει και τί να τους πει; Όλοι είχαν τις δικές τους οικογένειες, τα δικά τους προβλήματα. Μόλις είχε τελειώσει ο εμφύλιος και όλοι προσπαθούσαν να κλείσουν τις πληγές τους.

Τα βράδια πολλές φορές καθυστερούσε επίτηδες να πέσει να κοιμηθεί. Περίμενε να ακούσει τη ρυθμική ανάσα του, να καταλάβει ότι τον πήρε ο ύπνος. Να μπορέσει και εκείνη η δόλια να απλώσει το κορμί της και να κλείσει τα βλέφαρά της μέχρι πρώτο λάλημα του πετεινού.
Καμιά φορά έπιανε το κόλπο γιατί ήταν και αυτός κουρασμένος. Κτίστης ήταν. Η δουλειά του εποχιακή και όσο νάναι και η δική του δουλειά ήταν κουραστική όταν την είχε. Ποτέ του δεν επεδίωξε να πάει κάπου μακριά με μπουλούκια μαστόρων. Πολλές φορές το σκεφτόταν η Ερασμία. «Τι καλά θα ήταν να πήγαινε και αυτός με τα μπουλούκια, θα ησύχαζε το κορμί μου». Ποτέ του δεν τον ρώτησε γιατί; Δεν ήθελε; Δεν τον ήθελαν;

Εκείνο το βράδυ, δε χρειάστηκε να αφουγκραστεί εάν τον πήρε ο ύπνος!

-Θα περιμένω πολύ, τι σκατά κάνεις ακόμη; άντε παλουκώσου κάτω, της φώναξε με νεύρα.
Σιγά μην τον ένοιαζε που άκουγαν τα παιδιά ή που άκουγε ο πατέρας του.
Έσυρε τα βήματά της η Ερασμία και πήγε και ξάπλωσε. Σαν το ζώο έπεσε πάνω της. Άρχισε τα βογγητά.

-Σιγά, ακούν τα παιδιά τόλμησε να του πει.
Κόντεψε να της βγάλει τα μαλλιά, όπως της τα τράβηξε.

-Θα τα πούμε αύριο, που θα μου σηκώσεις κεφάλι, της είπε μέσα από τα δόντια του και γύρισε πλευρό.
Πού να την πάρει ο ύπνος!
Τί να κάνει, να φύγει; Ούτε λόγος! με πέντε παιδιά. Έκλαψε με την ψυχή της. Και πού έκλαψε;

Στο παραθύρι καθόταν όταν άκουσε τον πετεινό. Ντύθηκε σιγά – σιγά μη ξυπνήσει και τον «αφέντη» της και της δώσει κανένα μπερτάκι πάλι και πήγε κατά το μαγεριό. Απίθωσε όλα τα κύπελλα και τα χρειαζούμενα αγγειά για το πρωϊνό των παιδιών της και πήγε να αρμέξει την κατσικούλα. Μάνι – μάνι ετοίμασε το πρωϊνό τους. Ετοίμασε και ένα μεσάλι με το κολατσιό του άνδρα της και το άφησε πάνω στο τραπέζι.

Έβαλε σε μια σειρά στο μυαλό της, τις δουλειές που έπρεπε να κάνει.
Έπρεπε πριν ανέβει ο ήλιος καλά, να έχει γυρίσει από το λόγγο. Δεν ήταν πολλά τα ξύλα στην αυλή, έπρεπε να πάει. Δεν είχε πάει με τις άλλες γυναίκες πριν από κανά δυο ημέρες γιατί είχε άλλες υποχρεώσεις.
«Θα πάρω τον Κώτσιο μαζί μου, μεγάλος είναι, να με βοηθήσει να τελειώσουμε και πιο γρήγορα».
Μπήκε στο σπίτι. Λυπόταν που θα τον σήκωνε αλλά έπρεπε.
Τον σκούντησε στην πλάτη.

-Έλα Κώτσιο μου, να με βοηθήσεις να πάμε για ξύλα. Πάμε τώρα που είναι νωρίς μη μας πιάκει ο ήλιος.

Πρόθυμα σηκώθηκε ο Κώτσιος. Δέκα τριών χρονών παλληκαράκι. Έβλεπε και άκουγε πολλά. Την λυπόταν την μάνα του. Μια φορά που κάτι τόλμησε και είπε στον πατέρα του, που τον είδε που τη χτύπησε, έφαγε και αυτός τη λουριά του. Το είχε βάλει κατά νου. «Κάτσε να μεγαλώσω να σταθώ στα πόδια μου, θα φύγω, θα πιάσω λεφτά στα χέρια μου και θα έρθω να σας πάρω, μανούλα μου. Δε θα σ’ αφήσω στα χέρια του σατράπη».

Είχαν κόψει κάμποσα ξύλα. Είχαν κάνει δυο ζαλίκια.

-Άντε πάμε παιδί μου, ρίξε μερικά κλαδιά επάνω στο ένα ζαλίκι να μη φαίνονται και έρχομαι αύριο να το πάρω.

-Όχι μάνα θα το πάρω εγώ.

-Μα πως παιδί μου, θα φορτωθείς ζαλίκι λες και είσαι μουλάρι;

-Και εσύ γιατί δηλαδή φορτώνεσαι. Εσύ τί είσαι; μουλάρι; Της είπε.

-Μα αν σε δουν, τί θα πουν οι χωριανοί;

-Λίγο με νοιάζει.
Δεν είχαν βέβαια δεύτερη τριχιά για να ζαλικωθεί και ο Κώτσιος αλλά πήρε κάμποσα παραμάσχαλα και από τις δύο πλευρές.
Ξεκίνησαν για το χωριό.

-Μάνα μη πας από εκεί! Είναι επικίνδυνα. Αφού μας είπαν ότι δεν το έχουν καθαρίσει από τις νάρκες.

-Πάω να κόψω δρόμο, θα ξύπνησαν τα αδέλφια σου!

-Μή μάνα! Γύρνα πίσω! έχει νάρκες! τί θέλεις να σκοτωθείς;
Η Ερασμία τον άκουσε.

Μάνα αυτό το σήμα με την νεκροκεφαλή, σημαίνει ότι είναι επικίνδυνο. Μη περνάς από τέτοια μονοπάτια και χωράφια.
Η Ερασμία δε μίλησε.

Μπήκαν στην αυλή του σπιτιού. Ο πεθερός της χτυπώντας το κομπολογάκι του, ρούφαγε τον καφέ του.

Κοντεύει να μεσημεριάσει. Τώρα γύρισες; Νύφη που πέτυχα. Να φτιάχνω μόνος μου τον καφέ μου. Να φεύγουν τα παιδιά για το σχολείο και η μάνα να σοκακιάζει.
Ο Κώτσιος δεν άντεξε!

Μα πότε να τα προλάβει όλα; Δυο χέρια έχει και δυο πόδια. Για ποια σοκάκια μιλάς, για ξύλα ήμασταν.

-Εσύ μη μιλάς. Άντε πήγαινε να φορέσεις και τα φουστάνια της. Από πότε μωρέ, ο δικός μου εγγονός ανακατεύεται με δουλειές των γυναικών;

-Μάνα μου είναι και όσο μπορώ θα τη βοηθάω.
Ο γέρος άρπαξε το φλυτζάνι και το πέταξε με φόρα επάνω του.

-Εσύ τί τηράς; είπε στην αποσβολωμένη νύφη του. Άντε να μου φτιάξεις τον καφέ μου και σβέλτα.
Η Ερασμία δεν είπε κουβέντα. Τί να πει;
Όσο ανακάτευε τον καφέ, ανακάτευε και τα δάκρυά της που στάλαζαν μέσα στο μπρίκι.

-Μάνα δε θα σ’ αφήσω εδώ. Θα φύγω θα δουλέψω και θα έρθω να σας πάρω. Δεν είναι ζωή αυτή που κάνεις.
Τον αγκάλιασε.

-Μη ψυχή μου! μη τους αντιγυρίζεις κουβέντα. Όσο τους νευριάζουμε είναι χειρότερα.

Έσιαξε τα στρωσίδια, έριξε μια ματιά στο μωρό της που ακόμη κοιμόταν. Έβαλε τη μπουγάδα της. Εκεί κοντά στο καζάνι της μπουγάδας, απίθωσε και μια άλλη πυροστιά και άρχισε να μαγειρεύει το μεσημεριανό φαγητό. Συγχρόνως τα έκανε και τα δύο, γιατί έπρεπε να προλάβει. Σε λίγο θα χτύπαγε η καμπάνα του σχολάσματος του σχολείου. Θα ερχόταν πεινασμένα τα παιδιά της. Θα ερχόταν πεινασμένος και ο Κώτσιος της, που πήγαινε και αυτός για κανένα μεροκάματο όπου εύρισκε στο χωριό.

Το απομεσήμερο, αφού τελείωσε και τη λάτρα της κουζίνας από τα αγγειά του μεσημεριανού, πήρε την απόφαση να πάει να πάρει το υπόλοιπο ζαλίκι.
Πήρε την τριχιά της και κίνησε.

-Για που τόβαλες; της είπε ο άνδρα της εξαγριωμένος μόλις την είδε.
Συνήθως γύριζε το κοντόβραδο. Ξαφνιάστηκε που τον είδε μπροστά της. Δεν τον ρώτησε γιατί γύρισε νωρίς.

-Να πάρω το ζαλίκι που έχω φυλαγμένο, να μη μου το πάρουν.

-Να πας αργότερα.

Κρέμασε και πάλι την τριχιά στο καρφί της αποθήκης και πήγε να του στρώσει το τραπέζι.
Μάζεψε τα πιάτα, τα έπλυνε, τα σκούπισε και τα απίθωσε στη θέση τους.
Πήγε στην αποθήκη να πάρει την τριχιά.
Αισθάνθηκε κάποιος να την τραβάει βίαια από τις κοτσίδες της.

-Νόμιζες ωρή πως θα το ξεχάσω το χθεσινοβραδινό. Παλουκώσω τώρα εδώ και μη βγάλεις άχνα.
Άλλος ένας βιασμός, σωματικός και ψυχικός.
Πόσο να αντέξει;

Ξεκίνησε για το ζαλίκι. Στριφογύριζε στο μυαλό της. «Μη μάνα, γύρνα πίσω! έχει νάρκες! τι θέλεις να σκοτωθείς»;
Ένας κρότος, ένας χαμός από πέτρες, χώματα και σάρκες.
Ατύχημα αποφάνθηκαν οι αρχές.
Μόνο ο Κώτσιος υποψιαζόταν την τραγική αλήθεια.
«Γιατί το έκανες αυτό μάνα; γιατί»;

Αρετή Γραμμόζη – Ιούνιος 2020

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ