Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
18 C
Argostoli

kefaloniastatus@gmail.com

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

spot_img

ΜΕΝΟΥ / ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

«Πάτερ ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι»*

Editorial

Εικόνα άρθρου: Jerry Apostolatos

Μετά την απροσδόκητη αποδοχή που είχε ο Μάκης, “Ο κάτοικος της Οδού Σουηδίας“, και τα θετικά μηνύματα που έλαβα, προχωρώ σήμερα στη δημοσιοποίηση μιας ακόμη μικρής ιστοριούλας απ’ την ανέκδοτη ανθολογία διηγημάτων που είχα γράψει πίσω στο μνημονιακό 2012 υπό τον τίτλο “Ιστορίες κρίσης”. Το σημερινό διήγημα εντάσσεται στην ενότητα του βιβλίου “Ιστορίες από τις Πασχαλινές διακοπές”. Καλή ανάγνωση!

Ο Παρασκευάς είχε πάντοτε το πρόσωπό του καθαρό στην κοινωνία μα τα ποδάρια του άπλυτα. Τι τα θες όμως, ακόμη και στη μεγαλύτερη καθαριότητα, πάντοτε υπάρχει και κάτι βρώμικο… Ήταν άνθρωπος σεβαστικός, όπως αρέσει πολύ στις γριές να λένε για κάποιον που δεν τους πάει κόντρα, και χαιρετούσε πρόσχαρα τους πάντες. Καλλιεργούσε το νύχι στο μικρό του δαχτυλάκι… Τηρούσε όλα τα έθιμα και τις παραδόσεις, ήταν νομοταγής πολίτης και σε όλα του τυπικός. Έτσι λοιπόν, με την ίδια τυπικότητα που τον χαρακτήριζε στα πάντα, εννοούσε να τηρεί και τη νηστεία που προηγείται πριν από το Άγιο Πάσχα. Ο Παναγιωτάκης όμως, ο πρωτότοκος υιός του, δεν εννοούσε με τίποτα να φάει τα όσπρια! Οπότε η Σαρακοστή ήταν γι’ αυτόν μία καφκική περίοδος όπου η καρδιά του έδυε στα πιο βαθιά σκοτάδια της…

Γιάννης Βαρούχας

Οι πρώτες εβδομάδες περιείχαν μια κάποια “ελαστικότητα”. Τη Μεγάλη Εβδομάδα όμως, ο Παρασκευάς αποφάσισε ότι δε θα έκανε άλλο πια τα στραβά μάτια στις αδυναμίες της γυναίκας του, η οποία όλο και “πασάριζε” κάποιο άλλο φαγητό στο δόλιο το παιδί της.

Τη Μ. Δευτέρα το μενού περιελάμβανε αγκινάρες. Χάλασε τα μούτρα του ο Παναγιώτης, έμπηξε τις φωνές ο Παρασκευάς… Πατέρας-υιός, σημειώσατε άσσο!

Τη Μ. Τρίτη η κατσαρόλα έβρασε σκέτα μακαρόνια. Σιβυλλική λύση από μεριάς μάνας, τεράστια ανακούφιση από μεριάς γιού… Πατέρας-υιός, σημειώσατε διπλό καθώς ο πατέρας, για άγνωστο λόγο, αισθάνθηκε μία δυσφορία που όλα κύλησαν ομαλά…

Τη Μ. Τετάρτη η δοκιμασία για το μικρό ήταν μεγάλη. Απ’ το πρωί το σπίτι βρώμαγε φασουλάδα! «Αυτό το πράμα εγώ δεν το τρώω με τίποτα» είπε το παιδί της μάνας πριν κάτσουν στο τραπέζι. «Μα παιδί μου θέλεις να με πεθάνεις; Τον ξέρεις τον πατέρα σου πως είναι σ’ αυτά… Φάε δυο μπουκιές να τον ικανοποιήσεις, κι έπειτα ανακάτευε το πιάτο σου»…

Οι συμβουλές της μαμάς όμως δεν έπιασαν τόπο. Με το που του έφεραν του μικρού το πιάτο με τη φασολάδα, τον έπιασε αναγούλα. «Φάε ρε» να λέει ο Παρασκευάς, «Δεν μπορώ» να απαντάει ο μικρός… «Ρε φάε γαμώ τη φάρα σου» να επιμένει ο φιλόστοργος πατέρας, «Θα το ξεράσω αμέσως» να απολογείται ο δυστυχής υιός… «Μωρέ άμα δε φας, θα ξεράσεις το γάλα της μάνας σου» ήταν τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν, από ένα πατέρα με απέραντη παιδεία και ειδικές γνώσεις παιδοψυχολογίας, καθώς ακολούθησαν τρία χαστούκια και μία φάπα που ανάγκασαν τον Παναγιώτη να κάνει την απέλπιδα προσπάθεια, η οποία το μόνο που κατάφερε ήταν να φέρει τα υγρά του στομάχου του εντός του πιάτου του και να τα κάνει επιτραπέζια! Ο Παρασκευάς έβρισε με αηδία(χρονιάρες μέρες) τόσο τη γυναίκα του όσο και το ανάξιο παιδί του για ν’ αποσυρθεί μετά ισχυρής βροντής της εξώπορτας στα ιδιαίτερα γραφεία του, ήγουν στο καφενείο της γειτονιάς…

Μάζευε ύστερα η καψερή η μάνα τα ξερνατά και μονολογούσε : «Μα καλά βρε παιδί μου, τόσο πια δεν μπορείς να φας καθόλου; Τι να σας κάνω εγώ τώρα, μου λες; Τι να σας κάνω;»… Ο Παναγιώτης είχε να αντιμετωπίσει παράλληλα την οργανική του αηδία με την ψυχολογική του κατάπτωση. Κυριολεκτικά δεν είχε από πού να κρατηθεί. Όταν πήγε στο δωμάτιό του έκλαψε γοερά με παράπονο, αλλά χωρίς να καταφέρει να εντοπίσει τι ήταν ακριβώς αυτό που τον έκανε να κλαίει…

Η Μ. Πέμπτη ήταν μεγάλη σε όλα της! Αμέσως μετά το πρωινό ο Παρασκευάς προειδοποίησε τη γυναίκα του : «Κοίτα μη μου φτιάξετε πάλι σήμερα κανένα φιάσκο, γιατί θα σας πάρει όλους ο διάολος! Μάνα και γιο!»! Πριν φύγει της πάτησε και μια σφαλιάρα καθώς τον ανάγκασε να βρίσει Μ. Πέμπτη!

Η μάνα, που στην ελληνική οικογένεια είναι ένα είδος γενικού γραμματέα του Ο.Η.Ε., προσπάθησε να βρει μία συμβιβαστική λύση για όλους. Έτσι σκέφτηκε τη σωτήρια λύση της πατάτας! Α ρε Καποδίστρια, να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου!! Οι πατάτες αρέσουν σε όλους! Έπιασε και καθάρισε τόσες, που θα μπορούσαν να κάνουν το τραπέζι σ’ όλη τη γειτονιά! Έτσι, πάνω στον ενθουσιασμό έχασε το μέτρο και το μεσημέρι μπορεί να έφαγαν χωρίς ιδιαίτερα έκτροπα, αλλά τα άκουσε για τα καλά απ’ τον άνδρα της που καθάρισε τόσες πατάτες! Που προσπάθησε έτσι να βουλιάξει το νοικοκυριό της! Απηύδησε ο Παρασκευάς με τη σπατάλη της γυναίκας του. Μπορεί να της έκατσε της κυρίας η μπουκιά στο λαιμό απ’ τη γκρίνια που άκουσε, μα ο Παναγιωτάκης ένιωσε μια κάποια ανακούφιση που κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί του!

Τη Μ. Παρασκευή οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα απ’ το πρωί. Στην κατσαρόλα παρέλαζαν οι φακές, ένα μετριοπαθές όσπριο που δίνει λύση σ’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι τρώνε τα όσπρια, αλλά που στην πραγματικότητα τρώνε δυο-τρεις κουταλιές για να δικαιολογηθούν στους εαυτούς τους… Έλα όμως που εκείνος ο άμοιρος ο Παναγιώτης δεν μπορούσε να φάει ούτε κι από δαύτες!

Η μάνα του είχε την εσωτερική πεποίθηση ότι τα προχθεσινά συμβάντα θα έκαναν το παιδί της κομμάτι πιο ώριμο, οπότε ρίσκαρε στον τροχό του ήσυχου οικογενειακού τους βίου… Η αηδία όμως είναι αηδία, κι άντε βγάλ’ τηνα! Το μεσημέρι τα πράγματα έγιναν δραματικά. Μετά από μία μίνι επανάληψη του επεισοδίου με τη φασολάδα, ο διδακτικός πατέρας πήρε τα μέτρα του. Κλείδωσε τον Παναγιώτη στην αποθήκη χωρίς φως μέχρι να “αλλαξοπιστήσει” και μέχρι να “βάλει μυαλό”…

Το Μ. Σάββατο ο Παναγιώτης εξακολουθούσε να είναι έγκλειστος. Η μάνα παρακαλούσε τον Παρασκευά να την αφήσει ν’ ανοίξει την πόρτα αλλά εκείνος τίποτα… βράχος! «Άσ’ το κωλόπαιδο να βάλει μυαλό» έλεγε… «Έτσι μου έκανε κι εμένα ο πατέρας μου και δεν έπαθα τίποτα»(ας μην το σχολιάσουμε αυτό)… Το βράδυ βγήκε το παπαδαριό στην πλατεία, ο κοσμάκης έτρεξε να ρίξει τα βαρελότα του και οι πιστοί έσπευσαν να λάβουν το Άγιο Φως για να αισθανθούν ότι έκαναν το καθήκον τους, αλλά και για να γανώσουν το άνω μέρος της εξώπορτάς τους αμέσως μετά. Ύστερα όλοι μαζί, και ο καθένας χώρια, τράβηξαν προς τα σπίτια τους. Να φάνε το κάτι τις τους…

Σαν έφαγε τη μαγειρίτσα του ο Παρασκευάς και τη μοσχορεύτηκε, θυμήθηκε ότι είχε κι ένα παιδί κλεισμένο στην αποθήκη. «Τράβα μωρή γυναίκα να δώσεις κάτι να φάει και κειό το βλογημένο… άντε γιατί εγώ έχω μεγάλη καρδιά»! Πάει η μάνα περιχαρής στην αποθήκη ν’ ανοίξει, μα δεν ακούει καμία αντίδραση. Το χέρι αποκτά ένα τρέμουλο τα γόνατα παραλύουν και το σαγόνι μουδιάζει. Σε χρόνο ρεκόρ ξεκλειδώνει την πόρτα για να βρει τον Παναγιωτάκη ξαπλωμένο στο πάτωμα, σαν ένα αγγελούδι που ξάπλωσε για να πάρει έναν υπνάκο…

Την Κυριακή του Πάσχα οι πολλοί τράβηξαν κατά την εξοχή, για να τιμήσουν το κανιβαλιστικό έθιμο του σουβλίσματος του αρνιού. Η μάνα του Παναγιωτάκη βρίσκεται στο νεκροτομείο, τρία κατζέλα πιο πέρα απ’ το παιδί της. Αυτοκτόνησε μ’ ένα μαχαίρι στις τουαλέτες του νοσοκομείου, αμέσως μόλις της είπαν ότι το παιδί της πέθανε απ’ την ασφυξία που του προκάλεσαν οι αναθυμιάσεις των απορρυπαντικών. Ο Παρασκευάς τελεί υπό κράτηση και βρίζει με φρικτές κατάρες τις φακές που του χάλασαν τη ζωή… Οι γείτονες μαζεύτηκαν γύρω απ’ τα μικρόφωνα να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους στους δημοσιογράφους που ήρθαν απ’ την Αθήνα για να καλύψουν ένα ακόμη ανθρώπινο δράμα : «Ήταν καλός άνθρωπος… Δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα… Ήσυχη οικογένεια… Η κακιά η ώρα… Αχ, τι είναι η ζωή!… Μια κακία μας μένει…»…

Γιάννης Βαρούχας

*(Κατά Λουκάν ΚΓ’, 34)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ