Ο “κάτοικος της οδού Σουηδίας” αποτελεί μέρος μιας ανθολογίας διηγημάτων υπό τον τίτλο “Ιστορίες Κρίσης” η οποία είναι ανέκδοτη. Στα σχόλιά σας μπορείτε να αφήσετε τη γνώμη σας για το αν θα θέλατε να διαβάζατε και τις υπόλοιπες.
Εικόνα άρθρου : Jerry Apostolatos
Ο Μάκης είναι ο κάτοικος της οδού Σουηδίας του Αργοστολίου Κεφαλονιάς. Είναι ιδιωτικός υπάλληλος σ’ ένα χρωματοπωλείο, και είναι παντρεμένος με τη Σπυριδούλα` οικιακά στο επάγγελμα. Η ηλικία του είναι σαράντα πέντε ετών ενώ της γυναίκας του τριάντα έξι. Έχουν ένα κοριτσάκι που είναι μόλις τριών ετών και τις Κυριακές συνηθίζουν να τρώνε στο πατρικό της Σπυριδούλας. Με μια πρώτη ματιά η οικογενειακή κατάσταση του Μάκη δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ας παρακολουθήσουμε όμως μία ημέρα της ζωής του Μάκη, του κατοίκου της οδού Σουηδίας…
Το πρωί ο Μάκης ξυπνάει απαρέγκλιτα στις επτά παρά τέταρτο. Δεν έχει σημασία τι ώρα πέφτει για ύπνο τα βράδια ή αν ξημερώνει είτε αργία είτε εργάσιμη. Το ξύπνημα του Μάκη θυμίζει το γερμανικό σιδηρόδρομο, είναι πάντα στην ώρα του(πουνκτλιχ)! Η μέρα που εξετάζουμε είναι καθημερινή, οπότε ο Μάκης θα ξυπνήσει για να πάει στη δουλειά του. Το πρώτο πράγμα που θα κάνει όταν ξυπνήσει δεν είναι να φιλήσει τη γυναίκα του και να της πει «Δόξα τω Θεό αγάπη μου, άλλη μια μέρα μας βρίσκει γερούς και δυνατούς», αλλά να πάει στο μπάνιο για να κάνει την ανάγκη του. Μπορεί να το βρίσκετε κυνικό, αλλά το ίδιο πράγμα κάνει ο Μάκης, ο κάτοικος της οδού Σουηδίας, κάθε μέρα τα τελευταία δέκα χρόνια που είναι παντρεμένος. Όταν η ουροδόχος κύστη του Μάκη απαλλαχθεί απ’ το φόρτο της, ο Μάκης θα στραφεί προς το νιπτήρα. Όχι για να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέπτη και να δει τι πραγματικά βρίσκεται εκεί, μέσα στα μάτια του, αλλά για να ψάξει την οδοντόβουρτσα και να βουρτσίσει τα δόντια του. Ανοίγει τη βρύση και το νερό τρέχει για όση ώρα τα βουρτσίζει, αφήνοντας έτσι τον ένοικο του από κάτω διαμερίσματος πλήρως ενήμερο για το status του Μάκη.
Στη συνέχεια ο Μάκης θα φορέσει τα ρούχα του. Θα επισκεφθεί και πάλι το μπάνιο για να χτενίσει τα μαλλιά του λίγο πριν βγει απ’ το σπίτι. Έξω απ’ το σπίτι του Μάκη, στην οδό Σουηδίας, είναι σταθμευμένο ένα ΙΧ αυτοκίνητο με ιαπωνική προέλευση. Κάθε πρωί ο Μάκης οδηγάει το αυτοκίνητό του μέχρι το κατάστημα που δουλεύει το οποίο βρίσκεται στην οδό Σιτεμπόρων. Η απόσταση του σπιτιού του Μάκη απ’ τη δουλειά του είναι δέκα λεπτά με τα πόδια και επτά με το αυτοκίνητο(όταν δε βρίσκει να παρκάρει το επτά γίνεται δεκατέσσερα). Ωστόσο, ο Μάκης κάθε μέρα πάει στη δουλειά του με το αυτοκίνητο. Ακόμη και τις μέρες του καλοκαιριού.
Στο δρόμο μερικές φορές βρίσκει την οδό Σιτεμπόρων μπλοκαρισμένη από κάποιο φορτηγό που προμηθεύει τα καταστήματα ή απ’ το σκουπιδιάρικο που αδειάζει τους κάδους. Ο Μάκης θα προστεθεί στην ουρά των αυτοκινήτων που περιμένουν με αναμμένο τον κινητήρα ν’ αδειάσει ο δρόμος. Μέχρι ν’ αδειάσει, ο Μάκης κορνάρει. Όπως όλοι. Δεν ξέρει γιατί κορνάρει, όμως κορνάρει… Γιατί είπαμε, έτσι κάνουν όλοι. Του Μάκη δεν του φαίνεται περίεργο που κορνάρει. Αν έχει προηγηθεί και κάποιο καβγαδάκι με τη γυναίκα του, εκτός απ’ τ’ ότι κορνάρει, βρίζει και λίγο μουρμουρίζοντας. Όταν ανοίγει το παράθυρο για να βρίσει φωνάζοντας, σημαίνει ότι είτε πρόκειται για τη μέρα της πληρωμής του στεγαστικού, είτε ότι δεν πέτυχε μία αξιοπρεπή στύση το περασμένο βράδυ.
Όταν φθάνει στο μαγαζί με τα χρώματα όπου δουλεύει, μέσα του βρίζει το αφεντικό του για τον άθλιο μισθό που παίρνει αλλά απ’ έξω του λέει καλημέρα μ’ ένα χαμόγελο ενός δευτερολέπτου. Όσο διαρκεί δηλαδή η άρθρωση της λέξης “καλημέρα”. Η πρώτη δουλειά του Μάκη είναι η καθαριότητα του μαγαζιού και στη συνέχεια, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος πελάτης, θα πεταχτεί σ’ έναν παρακείμενο φούρνο για ν’ αγοράσει έναν καφέ και μία τυρόπιτα έναντι τριών ευρώ. Το ψωμί για το σπίτι δε θα το αγοράσει αυτός αλλά η γυναίκα του καθώς εμπίπτει στις αρμοδιότητές της. Όταν οι αρμοδιότητες μπερδεύονται, τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά.
Επιστρέφοντας στο μαγαζί θα λουφάρει όσο περισσότερο χρόνο γίνεται αλλά κάθε φορά αυτός ο χρόνος θα του φανεί πολύ λίγος. Απ’ την άλλη, όσο γρήγορα κι αν επιστρέψει, το αφεντικό του θα παραπονεθεί για την ανεπρόκοπη και τεμπέλικη υπόσταση του υπαλλήλου του. Οπότε, αν σκεφτεί κανείς με τη λογική, ο Μάκης έχει δίκιο να αργεί αφού έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει κάτι.
Στους πελάτες ο Μάκης είναι τύπος και υπογραμμός. Στους πιο πλούσιους μοιράζει καλημέρες μετά ελαφρών υποκλίσεων του κορμού, ενώ στους μικροαστούς και τους μεροκαματιάρηδες απλώς κάνει τη δουλειά του χωρίς έκφραση και χωρίς καμία περιττή κουβέντα. Όταν λείπει το αφεντικό του σε διάφορες δουλειές, ο Μάκης αισθάνεται πως το μαγαζί είναι δικό του και αποδίδει πολύ καλύτερα απ’ ότι όταν το αφεντικό του είναι μπροστά.
Όταν η γυναίκα του αφεντικού επισκέπτεται το μαγαζί για να πάρει λεφτά απ’ τον άνδρα της(λες και δεν μπορεί να του τα πάρει στο σπίτι), ο Μάκης έρχεται στα όρια της νευρικής κρίσης. Όχι φυσικά γιατί η γυναίκα του αφεντικού ζητάει και πάντοτε παίρνει λεφτά. Ίσα-ίσα, αυτό το κομμάτι το ευχαριστιέται και μέσα του λέει «που να μη σου αφήσει φράγκο κερατά!»(τώρα το ποιος είναι ο κερατάς, κανένας δεν το ξέρει). Ο λόγος του εκνευρισμού του έγκειται στη συμπεριφορά της μαντάμ.
«Μπούμπη μου(έτσι λέει η μαντάμ τον κύριο) πολύ μου δουλεύεις τώρα τελευταία και θα πάθεις καμμιά υπερκόπωση… Σε παρακαλώ, πρέπει να προσέχεις στην ηλικία σου… Καλέ, τι να μαγειρέψω πάλι σήμερα; Δεν μπορώ άλλο! Έχω βαρεθεί κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια… Είδατε πόσα αεροπλάνα πετάνε σήμερα; Πάλι μας ψεκάζουν! Γι’ αυτό αισθάνομαι αυτήν την κατάπτωση… Να δούμε που θα πάει αυτή η κατάσταση… Μην ξεχάσεις Μπούμπη μου να φέρεις τις εξάδες με τα νερά που είναι βαριές και δεν μπορώ να τις κουβαλάω. Βρε Μάκη, κάνε κανένα άλλο κούρεμα! Τόσο χρόνια μ’ αυτήν την καπέτα δε βαρέθηκες; Αμάν πια! Μην είσαι ντεμοντέ… Η γυναικούλα σου τι κάνει; Το παιδάκι σου, καλά; Πάντα καλά να είναι και καλή πρόοδο!»… Στο δρόμο, ωστόσο, αν η αφεντικίνα του Μάκη τύχει και συναντήσει τη Σπυριδούλα, δεν της μιλάει ποτέ… απαξιεί!
Το μεσημέρι ο Μάκης σχεδόν πάντοτε γυρίζει στο σπίτι του με νεύρα. Ίσως αν έτρωγε ένα καλύτερο πρωινό να είχε λιγότερα νεύρα. Το φαγητό πρέπει να είναι απαραιτήτως έτοιμο και το τραπέζι να τον περιμένει στρωμένο γιατί αλλιώς έχουμε γκρίνιες. Το να μην υπάρχει έτοιμο φαγητό στο σπίτι ισοδυναμεί με ενδοοικογενειακή κρίση μεγατόνων. Ύστερα πρέπει το φαγητό να είναι και νόστιμο. Όταν το φαγητό αρέσει στο Μάκη, επισημαίνει στη γυναίκα του το πόσο καλό της έκανε που έμαθε από τη μάνα του να μαγειρεύει τα φαγητά της. Όταν το φαγητό δεν του αρέσει, ο Μάκης κατηγορεί την πεθερά του που δεν ήξερε να μαγειρεύει καλά και έτσι δεν έμαθε ποτέ και η κόρη της. Σε περίπτωση δε που η μέρα του ήταν πραγματικά χάλια, τον τρώει το χεράκι του να δώσει μία σφαλιάρα στη Σπυριδούλα για να ξεθυμάνει… Αυτό είναι ένα μάθημα που πήρε απ’ τη δική του μάνα αλλά δεν το ξέρει.
Μετά το φαγητό ο Μάκης θα ξεραθεί στο κρεβάτι του και αλίμονο σε όποιον βγάλει τσιμουδιά. Αν το μωρό γκρινιάζει, η Σπυριδούλα οφείλει να το πάρει και να εξαφανιστεί απ’ το σπίτι για να μην έχουμε άλλα…
Μετά τη μεσημεριανή σιέστα του, ο Μάκης θα ξυπνήσει για να του ψήσει η Σπυριδούλα έναν καφέ ελληνικόνε… πολλά βαρύ και όχι να πούμε! Αν έχει γλυκό, ο Μάκης παραπονιέται ότι θα τον παχύνει με τα βούτυρα και τις αηδίες που του φτιάχνει. Αν δεν έχει γλυκό, γκρινιάζει επικαλούμενος τον αγώνα που δίνει για την οικογένειά του ενώ εκείνη δεν του φτιάχνει ούτε ένα κομμάτι γλυκό να γλυκάνει τα χείλη του…
Οι καλές μέρες είναι όταν ο Μάκης δουλεύει τα απογεύματα. Οπότε έχουμε μία ορθή επανάληψη με ορισμένες παραλλαγές του πρωινού που περιγράψαμε. Αλλιώς, όταν δε δουλεύει τα απογεύματα κάθεται στο σπίτι και γίνεται φόρτωμα της γυναίκας του. Πραγματοποιεί ελέγχους στα όρια της αυτοψίας για την καθαριότητα του σπιτιού, φωνάζει γιατί δε βρίσκει τις κάλτσες του σωστά ταιριασμένες, παραπονιέται για την οικονομική κατάσταση της χώρας και αποβλακώνεται στην τηλεόραση.
Άλλες μέρες πάλι τον πιάνει το αλλιώτικο οπότε αρχίζει τα πρόστυχα και βάζει χέρι στη Σπυριδούλα! Σε περίπτωση που η Σπυριδούλα έχει κάποιο πονοκέφαλο (του τύπου δε-θέλω-ούτε-να-σε-βλέπω-πόσο-μάλλον-να-με-αγγίζεις) και δεν ενδώσει στα πρόστυχα, κηρύσσεται πενθήμερο εχθροπραξιών με αβέβαιη κατάληξη… Όταν η Σπυριδούλα ενδίδει αλλά ο Μάκης δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, κηρύσσεται(νοητά πάντα) πενθήμερο μουσκλώματος και μουντρουχιάς που προκαλεί μία πηγαία επιθυμία στη Σπυριδούλα να του δώσει μία με τη σφουγγαρίστρα μες τα μούτρα και να του την τρίβει επί μισή ώρα!
Ο Μάκης, εκτός των άλλων, είναι και καπνιστής. Καπνίζει περίπου ενάμιση πακέτο τσιγάρα την ημέρα με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο και το σπίτι του να μυρίζουν σαν τεκές. Το μουστάκι του έχει κιτρινίσει στην άκρη, ενώ τα χνώτα του θυμίζουν δηλητήριο. Η Σπυριδούλα δεν καπνίζει αλλά παρόλ’ αυτά οφείλει να επιδεικνύει πάθος όταν ο Μάκης τη φιλάει. Αλλιώς είναι “κρυόκωλη” και “ξενέρωτη” και κινδυνεύει να χάσει τον άνδρα της…
Το βράδυ η Σπυριδούλα θέλει να δει τα τουρκικά σήριαλ της τηλεόρασης και ο Μάκης ειδήσεις για τέταρτη φορά μέσα σε μία ημέρα. Αυτό το χάσμα σπάνια γεφυρώνεται με ευτυχή κατάληξη. Σ’ αυτό το σημείο ελέγχονται και ρατσιστικά συνθήματα τα οποία σκοπίμως αποφεύγουμε να αναφέρουμε καθώς δε φταίνε σε απολύτως τίποτα οι καψεροί οι τούρκοι, επειδή οι αηδίες που πωλούν στην Ελλάδα έχουν τέτοια απήχηση. Αν έχει ποδόσφαιρο δεν τίθεται καν θέμα για το ποιος θα έχει το διαυλοεπιλογέα στα χέρια του. Κάθε άλλη αξίωση θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως casus beli…
Όταν καμμιά φορά τύχει κατ’ εξαίρεση και έρθουν επισκέπτες στο σπίτι, η Σπυριδούλα τρέχει να φέρει ό,τι μπορεί για να τους κεράσει. Ο Μάκης θρονιάζεται στην πολυθρόνα και παρατηρεί με κριτική ματιά τα αγαθά που προσφέρονται προκειμένου να γκρινιάξει αργότερα για τη σπατάλη της γυναίκας του. Μέσα του ασκεί οξεία κριτική που σπανίως εξωτερικεύεται με αποτέλεσμα αυτές οι ελάχιστες εξαιρέσεις των επισκέψεων να τείνουν σταδιακά και εξίσου προοδευτικά προς το απόλυτο μηδέν. Αυτή η προοπτική στεναχωρεί τη Σπυριδούλα που δε θα έχει καμία φίλη να σχολιάσει τις ερωτικές επιδόσεις του Μουσταφά κατά το προηγούμενο επεισόδιο, αλλά ικανοποιεί το Μάκη που δε θα δουλεύει όλη μέρα για να κερνάει τους χαραμοφάηδες όπως αποκαλεί τους επισκέπτες τους.
Ο Μάκης και η Σπυριδούλα είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι που ωστόσο συγκατοικούν σ’ έναν κόσμο κοινό και μάλιστα υπό την ίδια στέγη. Όσο κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται απλό ή συνηθισμένο, πολλές φορές καθίσταται αδιανόητο και απάνθρωπο… Τα στερεότυπα, η συνήθεια, η ανάγκη, ο “προγραμματισμός” του καθενός, οι φόβοι, η οικονομική βία και οι ανασφάλειες είναι μερικές απ’ τις “κόλλες” γι’ αυτές τις ετερόκλητες συγκολλήσεις. Το παιδί της Σπυριδούλας και του Μάκη βρίσκεται υπό “προγραμματισμό” προδιαγράφοντας τις επόμενες δεκαετίες. Ο Μάκης και η Σπυριδούλα απλώς προσπαθούν κάθε μέρα το τραπέζι τους να έχει πάνω το “καρβέλι”…
Γιάννης Βαρούχας
Ευαισθησία και κυνισμός συνυπάρχουν στο κείμενο … είναι καταπληκτικό …