Πρόσφατα είχα μία πολύ καλή συζήτηση, με έναν φίλο απ’ το Ληξούρι*, που έγινε η αφορμή για να κατεβάσω, μέσα απ’ το «πατάρι των αναμνήσεων», μία μοναδική εμπειρία που είχα το προνόμιο να ζήσω πριν από 19 χρόνια στη Μαδρίτη. Την επόμενη μέρα της συζητήσεώς μας, κατέβασα, απ’ το πραγματικό πατάρι του γραφείου μου, το προσωπικό μου ημερολόγιο και συγκεκριμένα τον τόμο της χρονιάς 2005. Τα τέλη του Φλεβάρη, του εν λόγω έτους, φιλοξενούν ένα υπέροχο ταξίδι με δυνατές συγκινήσεις και αποκαλυπτικές πληροφορίες. Σκέφτηκα ότι ορισμένες από αυτές είναι άξιες για να επικοινωνηθούν.
Το ταξίδι είχε αθλητική αφορμή η οποία δε θα απασχολήσει καθόλου τη γραφή μας. Εξαιτίας της, όμως, είχαμε την ευκαιρία να επισκεφτούμε τρεις σημαντικές πόλεις της Ισπανίας-την πρωτεύουσα Μαδρίτη, το μαγευτικό και σαν από άλλη εποχή Τολέδο, καθώς και την εξωτική Σεβίλλη. Απόφαση επιλογής η οδοιπορική μετακίνηση εντός της χώρας. Έτσι κατακτήσαμε με την οπτική μας τις απέραντες επίπεδες εκτάσεις αλλά και τις υψικράτειες περιοχές της Σιέρα Μορένα, της μελαχρινής οροσειράς δηλαδή, που το οικοσύστημά της χαρακτηρίστηκε ως μοναδικό καταφύγιο βιόσφαιρας από την Unesco. Ήμασταν τυχεροί που είχαμε για ξεναγό μας τον υποψήφιο για διδακτορικό, τότε, Γιάννη Λιμτσιούλη, που είχε το μεράκι και το κέφι να μας διαφωτίσει για όλα όσα βλέπαμε αλλά και για την ιστορία τους.
Αφήνουμε κατά μέρος τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, που άλλωστε δεν ενδιαφέρουν, για να μεταφερθούμε στη Μαδρίτη τις παραμονές της αναχώρησής μας απ’ την πολυήμερη εκδρομή μας στη χώρα της Ιβηρικής. Ο φίλος, πια, Γιάννης Λ., μας είχε καλέσει σ’ ένα στέκι του, προκειμένου να πιούμε μαζί το ποτό του αποχαιρετισμού. Ήταν ένα μπαράκι στην οδό Ετσεγκαράι, «calle de Echegaray» σύμφωνα με τις σημειώσεις μου. Επειδή μου αρέσει να περπατώ πολύ όταν επισκέπτομαι ξένες πόλεις (νιώθω ότι μόνο έτσι τις «γνωρίζω»), αλλά κι επειδή ήμουν έτοιμος πρώτος απ’ όλους, ειδοποίησα τη συντροφιά ότι θα πήγαινα με τα πόδια στο μπαράκι οπότε δώσαμε ραντεβού απευθείας εκεί. Πού να ήξερα…
Δεν υπήρχαν έξυπνα κινητά τότε. Με ένα χάρτη από τη ρεσεψιόν πλοηγήθηκα μέσα στην υπέροχη νυχτερινή Μαδρίτη μετρώντας τα στενάκια πριν την επόμενη στροφή, οπότε περπατούσα χωρίς τον χάρτη στο χέρι. Με σχετική ευκολία έφτασα γρήγορα στο δρομάκι που έψαχνα. Είναι ένα μικρό σχετικά στενάκι, αν δει κανείς το χάρτη, ένα σοκάκι. Το περπάτησα μία φορά, αλλά δε βρήκα το μπαρ που μας είχε πει ο Γιάννης να συναντηθούμε. «Δε θα το πρόσεξα» σκέφτηκα… Το περπάτησα πάλι μα τα ίδια! Για κάποιον ανεξήγητο τρόπο, δεν μπορούσα με τίποτα μέσα σε ένα μικρό δρόμο να βρω το μπαράκι των ταυρομάχων που θα πηγαίναμε! Κινητό δεν είχα μαζί οπότε φιάσκο η βραδιά… θα έχανα το αποχαιρετιστήριο ποτό λόγω της εμμονής μου να περπατώ και να μην έχω μαζί μου κινητό όταν βγαίνω για διασκέδαση! Η θεά τύχη όμως εξύφαινε άλλα σχέδια για τη βραδιά.
Μέσα στην απογοήτευσή μου, μπήκα σε ένα τουρκικό εστιατόριο για να βάλω κάτι στο στόμα μου καθώς είχα αρχίσει να λιμοκτονώ απ’ το περπάτημα και το ψάξιμο! Το μαγαζί μέσα είχε μία μασίφ ατμόσφαιρα… ήταν σα να μπορούσες να κόψεις τον αέρα με το μαχαίρι! Κάθισα στην μπάρα, λόγω που ήμουν μόνος, και παρήγγειλα ένα πιτόγυρο με μπύρα. Ήταν το πιο ωραίο πιτόγυρο που είχα φάει! Μου έκανε εντύπωση που σέρβιραν την μπύρα σε ποτήρι σωλήνα ενώ όλοι οι τοίχοι είχαν κάδρα με τοπία από την Τουρκία που κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να τα περάσει για ελληνικά… Ο σερβιτόρος δε μιλούσε γρι αγγλικά οπότε επικοινωνία δεν υπήρξε. Ήπια μία ακόμη μπύρα και βγήκα ξανά στο δρόμο για να περάσω κάτω απ’ τα «καυδιανά δίκρανα» της ήττας μου περνώντας για τελευταία φορά από την οδό Ετσεγκαράι στον δρόμο της επιστροφής προς το ξενοδοχείο… Στα επόμενα λίγα μέτρα, όμως, βρέθηκα ακριβώς μπροστά στην πόρτα του μπαρ που έψαχνα!
Κάποια πράγματα δεν εξηγούνται με τη λογική, έτσι ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω τι έγινε εκείνη τη βραδιά και δεν μπορούσα να βρω ένα μαγαζί που στη συνέχεια έπεσα κυριολεκτικά πάνω στην πόρτα του! Μπήκα μέσα και αντίκρισα ένα άδειο μαγαζί. Κανείς από την παρέα δεν είχε έρθει ακόμη! Όχι μόνο το βρήκα δηλαδή, αλλά έφτασα και πρώτος! Τελικά όλα έγιναν για να κάνω σεφτέ στους φίλους Τούρκους…
Κάθισα στην μπάρα ανακουφισμένος και ελαφρύς σαν πούπουλο, η βραδιά είχε μπει ξανά στις ράγες της. Παρήγγειλα ένα μαρτίνι και γνωρίστηκα με τον μπάρμαν, που ευτυχώς μιλούσε αγγλικά, όχι καλά, αλλά με τρόπο που μπορούσες να συνεννοηθείς για τα πάντα. Τον μπάρμαν τον έλεγαν Φακούντο. Κι εδώ αρχίζει το ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας μας…
Ο Φακούντο ήταν ένας νεαρός Αργεντίνος, γύρω στα 20, με μαύρο σγουρό μαλλί και γωνιώδη χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Δεν ξεχνώ τη φυσιογνωμία του μετά από τόσα χρόνια καθώς η συζήτηση που είχαμε ήταν μοναδική! Όπως είπα, το μαγαζί ήταν άδειο, οπότε ο Φακούντο με είχε μόνο πελάτη στην μπάρα και πιάσαμε την κουβέντα. Ήταν οικονομικός μετανάστης από την Αργεντινή. Λόγω της κοινής γλώσσας, μπορούσε να ζει και να εργάζεται στην Ισπανία. Όταν του εξέφρασσα τον θαυμασμό μου για την πατρίδα του και την ελπίδα μια μέρα να την επισκεφτώ, ήταν σα να τράβηξα το καπάκι από τον πάτο ενός βαρελιού και το νερό άρχισε να τρέχει ασταμάτητα.
Ο Φακούντο είχε μεγαλώσει σε μία φαβέλα του Μπουένος Άιρες μέσα σε μία εξαιρετικά φτωχή κοινότητα. Η πρωτεύουσα της Αργεντινής μπορεί να είναι μία πλούσια πόλη, μου εξηγούσε, αλλά έχει γωνιές και συνοικίες με ακραία φτώχια και εξαθλίωση. Αυτή η πραγματικότητα τον έκανε να εγκαταλείψει την πατρίδα και την οικογένειά του και να μεταναστεύσει στην Ισπανία. Πίστευε ότι θα συγκέντρωνε αρκετά χρήματα και ότι θα γυρνούσε για να ανακουφίσει τους σκληρά εργαζόμενους για ψίχουλα γονείς του και τις αδελφές του. Μέχρι τη μέρα που μιλούσαμε, ζούσε σε ένα κοινόβιο, μαζί με τέσσερα ακόμη άτομα από διάφορες χώρες, πληρώνοντας παράλογα χρήματα ενοικίασης ενώ στην άκρη δεν έβαζε αρκετά…
Όταν τον ρώτησα αν είχε σπουδάσει κάτι, μου είπε ότι τα σχολεία της πόλης για τα παιδιά της τάξης του ήταν άθλια. Όποιο παιδί προκαλούσε κάποιο πρόβλημα, μεταξύ των οποίων ο Φακούντο, πολύ απλά το έδιωχναν απ’ το σχολείο. Ήταν συνηθισμένο για τις γειτονιές και τους γνωστούς του να μην καταφέρνουν ποτέ να τελειώνουν το σχολείο…
Μα καλά, του είπα, το κράτος δεν κάνει τίποτα; Δεν υπάρχει κυβέρνηση; Μου απάντησε ότι το κράτος βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση! Συνεχείς περικοπές σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και δομές. Αυτό δε γινόταν χωρίς λόγο, όταν εξαφανίζεις τα σχολεία και τα νοσοκομεία, οι ανάγκες τους καλύπτονται από ιδιώτες. Μπορεί να υπάρχει ακραία φτώχια στο Μπουένος Άιρες, αλλά υπάρχει και ακραίος πλουτισμός από ντόπιες εταιρείες αλλά και ξένες.
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι μιλούσα με έναν εικοσάχρονο μετανάστη χωρίς κάποιον ακαδημαϊκό τίτλο, που όμως γνώριζε σημαντικά ζητήματα της πολιτικής και της οικονομικής κατάστασης της χώρας του. Είχε γνώμη και άποψη για ζητήματα που, ιδίως σήμερα, αποφεύγονται απ’ τη δημόσια σφαίρα συζήτησης ως «βαριά» και «βαρετά» θέματα… Με πολίτες σύγχρονων κρατών της ΕΕ δεν μπορείς να κάνεις εύκολα τέτοιες συζητήσεις καθώς, τις περισσότερες φορές, μπορεί να μην ξέρουν καν τι εννοείς.
«Η χώρα μου», συνέχισε ο Φακούντο, «έχει παγιδευτεί στην παγίδα του χρέους. Μας λένε συνέχεια ότι πρέπει να περικόψουμε το κράτος στο όνομα του χρέους. Μας λένε ότι δεν πρέπει να έχουμε σχολεία για όλους στο όνομα του χρέους. Μας λένε ότι δεν μπορούμε να έχουμε ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη στο όνομα του χρέους. Μας λένε ότι η πατρίδα μου, που είναι δυνητικά μία πλούσια χώρα με πολλούς πόρους, είναι μία φτωχή χώρα λόγω του χρέους. Δεν είμαστε φτωχοί, μας έκαναν φτωχούς αυτοί που θησαυρίζουν εις βάρος μας»…
Ποιός φταίει γι’ αυτήν την κατάσταση; Σε αυτό το σημείο ο Αργεντίνος φίλος μας ήταν κάθετος: οι αμερικανοί! Αυτοί βρίσκονται πίσω απ’ όλα. «Το πραξικόπημα στη Βραζιλία το 1964 συμπαρέσυρε πολλές αιματηρές και καταστροφικές εξελίξεις σε όλη τη λατινική Αμερική. Από το 1960 ως το 1980 οι χώρες μας έζησαν μία ιδιαίτερα φριχτή περίοδο απ’ την οποία προφανώς δεν έχουν ακόμη συνέλθει. Τις καταστροφικές συνέπειες των στρατιωτικών ήρθαν το ΔΝΤ και η παγκόσμια τράπεζα να συνεχίσουν… Επιβάλλοντας δάνεια για τη δήθεν σωτηρία μας, δε χρειάζεται πλέον στρατιωτικός έλεγχος και βασανιστήρια. Γινόμαστε για πάντα υπηρέτες και σκλάβοι τους. Μας αναγκάζουν να διαλύουμε τις κοινωνίες μας και να ξεπουλάμε κάθε πολύτιμο φυσικό μας πόρο για να θησαυρίζουν αυτοί που τους καρπώνονται κοψοχρονιά. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ορισμένοι συμπατριώτες μας επιχαίρουν γι’ αυτό! Αυτή η πολιτική μας κάνει ακόμη φτωχότερους και τους πλούσιους ακόμη πλουσιότερους. Είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν ξέρω πώς μπορεί να σπάσει… ίσως με μία επανάσταση, αλλά πώς να οργανωθεί ο κόσμος μέσα σε τόση φτώχεια και εξαθλίωση; Εδώ έφεραν μέχρι και τους ΝΑΖΙ να μας κυβερνήσουν… υπάρχει φόβος… Η χώρα μου είναι πλούσια, απλώς ο πλούτος της δεν ελέγχεται από τους ντόπιους αλλά από τους ξένους.»…
Θυμήθηκα που μου είχε αναφέρει τις αδελφές του, οπότε τον ρώτησα γι’ αυτές. Τι κάνουν; Πώς βιοπορίζονται; «Οι αδελφές μου δεν ήταν σαν εμένα αντιδραστικές» μου είπε, «τελείωσαν το σχολείο και μάλιστα σπούδασαν κιόλας. Η μία νοσηλευτική και η άλλη νηπιαγωγός. Είναι μεγαλύτερες από εμένα. Δυστυχώς όμως δε θα μπορέσουν ποτέ να φύγουν από τη φαβέλα όσα πτυχία κι αν πάρουν…». Γιατί όμως, ρώτησα αυθόρμητα. «Διότι δεν έχουν το κατάλληλο look»! Ορίστε; Τι θα πει αυτό; «Θα πει ότι εφόσον δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πάρουν τα κατάλληλα ρούχα και αξεσουάρ, δε θα μπορέσουν ποτέ να πάνε ή να περάσουν από μία συνέντευξη για δουλειά. Είχαμε σκεφτεί να δανειστούμε ρούχα ή να νοικιάσουμε για τις ανάγκες της συνέντευξης αλλά αν πάρουν τη δουλειά τι θα κάνουν; Δεν μπορούμε να δανειζόμαστε ή να νοικιάζουμε ρούχα για όλες τις μέρες του μήνα κι αν το κάναμε ο μισθός δε θα έφτανε για τίποτα άλλο…».
Κανείς δηλαδή δε βοηθάει; Δεν υπάρχουν άνθρωποι; «Υπάρχουν ακτιβιστές που δίνουν κυριολεκτικά τις ζωές τους για να βοηθήσουν την κοινότητα. Οι δυνατότητές τους είναι περιορισμένες. Υπάρχουν επίσης ορισμένοι που σχηματίζουν ομάδες βοήθειας μέσα από τα πανεπιστήμια. Ίσως και η εκκλησία βοηθά σε ορισμένες περιοχές, ανάλογα με τον ιερέα κάθε ενορίας. Μέχρι εκεί όμως…».
Εγώ που ποτέ δεν πίνω, είχα φτάσει στο πέμπτο ποτό! Τα δύο κερασμένα απ’ τον Φακούντο… Τότε μπήκαν στο μαγαζί οι φίλες και οι φίλοι από το γκρουπ. «Πού ήσουν;» μου λέγανε. «Ακόμη κι αν σας έλεγα, δε θα με πιστεύατε» τους απάντησα…
Γιάννης Βαρούχας
ΥΓ: Οποιαδήποτε ομοιότητα της Αργεντινής με την Ελλάδα δεν είναι συμπτωματική και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα!
*Αφιερωμένο στον φίλο Μπάμπη!