Τα φαινόμενα διαφθοράς και η έξαρση της εγκληματικότητας που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα συνάδουν εναλλακτικά προς μια πολιτική κακοκαιρία με χαμηλό βαρομετρικό και φαινόμενα υποκλοπών, καταχραστών δημοσίου χρήματος, παρακολουθήσεων δημοσίων προσώπων και παιδοβιαστών να θυμίζουν Gotham City…
Στην απόφαση Lăcătuş κατά Ελβετίας της 19.01.2021 (αριθ. προσφ. 14065/15) η προσφεύγουσα Violeta-Sibianca Lăcătuş, υπήκοος Ρουμανίας γεννηθείσα το 1992 και κάτοικος Bistrita-Nasaud (Ρουμανία), ανήκει στην κοινότητα των Ρομά. Το 2011, η προσφεύγουσα, η οποία αδυνατούσε να βρει εργασία, άρχισε να ζητά φιλανθρωπία στη Γενεύη. Στις 22 Ιουλίου 2011 της επιβλήθηκε πρόστιμο 100 CHF (περίπου 93 ευρώ) σύμφωνα με το άρθρο 11Α του Ποινικού Κώδικα της Γενεύης, ο οποίος καθιστά αδίκημα την επαιτεία σε δημόσιους χώρους. Ένα ποσό ύψους 16,75 CHF (περίπου 15,50 ευρώ) κατασχέθηκε μετά από μια σωματική έρευνα της αστυνομίας. Κατά τα επόμενα δύο χρόνια, έλαβε επανειλημμένες κλήσεις για να πληρώσει οκτώ επιπλέον πρόστιμα ίδιου ύψους και συνελήφθη δύο φορές από την αστυνομία για τρεις ώρες.
Καθένα από τα πρόστιμα θα μπορούσε να αντικατασταθεί από ποινή φυλάκισης μίας ημέρας σε περίπτωση μη πληρωμής. Η προσφεύγουσα προσέφυγε, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία κατά των ποινών. Σε απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2014, το Αστυνομικό Δικαστήριο της Γενεύης την έκρινε ένοχη για επαιτεία. Το δικαστήριο διέταξε να καταβάλει πρόστιμο 500 CHF (περίπου 464 ευρώ), και σε περίπτωση μη πληρωμής διέταξε να αντικατασταθεί το πρόστιμο από ποινή φυλάκισης πέντε ημερών και διατήρησε την κατάσχεση των 16,75 CHF. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση στο Τμήμα Ποινικών Ενδίκων Μέσων του Δικαστηρίου του Καντονίου της Γενεύης, η οποία απορρίφθηκε στις 4 Απριλίου 2014. Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο κατά της απόφασης αυτής, αλλά η αναίρεσή της απορρίφθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2014.
Από τις 24 έως τις 28 Μαρτίου 2015, τέθηκε υπό κράτηση στη φυλακή Remand Champ-Dollon για αδυναμία αποπληρωμής του προστίμου.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση επαιτείας σε δημόσιους χώρους συνιστά απαράδεκτη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή, καθώς εν προκειμένω της είχε στερήσει τα μέσα διαβίωσής της.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), υποστήριξε ότι η απαγόρευση της επαιτείας την εμπόδισε να ζητήσει φιλανθρωπία. Βασιζόμενη στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι ήταν θύμα διακρίσεων λόγω της κοινωνικής και οικονομικής της κατάστασης, αλλά και της προέλευσής της.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παρέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης. Η παρέμβαση είχε νομική βάση στην διάταξη 11Α του εγχώριου Ποινικού Κώδικα.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το άρθρο 11Α (1) του νόμου αυτού ανέφερε ότι «η επαιτεία τιμωρείται με πρόστιμο». Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή τιμωρεί καθολικά τα άτομα που είναι επαίτες. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η πλήρης και απόλυτη απαγόρευση ενός συγκεκριμένου τύπου συμπεριφοράς ήταν ένα ριζοσπαστικό μέτρο που απαιτούσε ισχυρή αιτιολόγηση και ιδιαίτερα αυστηρό έλεγχο από τα δικαστήρια που είναι αρμόδια να σταθμίζουν τα διάφορα συμφέροντα που διακυβεύονται.
Στην παρούσα υπόθεση, η εφαρμοστέα νομοθεσία είχε αποκλείσει μια πραγματική εξισορρόπηση συμφερόντων, και τιμωρούσε την επαιτεία καθολικά. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα προερχόταν από μια εξαιρετικά φτωχή οικογένεια, ήταν αναλφάβητη, δεν είχε δουλειά και δεν λάμβανε κοινωνικές παροχές. Η επαιτεία αποτελούσε μέσο επιβίωσης για αυτήν. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε το εγγενές δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να εκφράζει τη δυσχερή κατάστασή της και να προσπαθεί να καλύψει τις βασικές της ανάγκες, μέσω της επαιτείας.
Όσον αφορά τη φύση και τη σοβαρότητα της ποινής, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει πρόστιμο 500 CHF, το οποίο θα αντικαθίστατο από ποινή φυλάκισης πέντε ημερών σε περίπτωση μη πληρωμής. Δεδομένου ότι αδυνατούσε να καταβάλει το ποσό αυτό, η προσφεύγουσα είχε πράγματι στερηθεί την ελευθερία της μέσω ποινής φυλάκισης. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι πρόκειται για αυστηρή κύρωση. Ένα τέτοιο μέτρο έπρεπε να δικαιολογείται από βάσιμους λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δεν υπήρχαν στην παρούσα υπόθεση. Όσον αφορά το κατά πόσον λιγότερο αυστηρά μέτρα θα μπορούσαν να έχουν συγκρίσιμο αποτέλεσμα, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι στην απόφασή του της 9ης Μαΐου 2008, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι μία λιγότερο περιοριστική νομοθεσία θα ήταν αναποτελεσματική, αναφερόμενη στα πορίσματα του νόμου που είχε εκδοθεί στις προηγούμενες αποφάσεις του.
Μια συγκριτική έρευνα της νομοθεσίας για την επαιτεία έδειξε ότι η πλειοψηφία των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης επέβαλαν για την επαιτεία πιο επιεικείς περιορισμούς από την καθολική απαγόρευσή της σύμφωνα με το τμήμα 11Α του Ποινικού Κώδικα της Γενεύης. Παρόλο που το κράτος είχε κάποιο περιθώριο εκτίμησης ως προς αυτό, η συμμόρφωση με το άρθρο 8 απαιτούσε από τα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν διεξοδικά την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποδεχθεί το επιχείρημα του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου ότι λιγότερο αυστηρά μέτρα δεν θα είχαν επιτύχει αντίστοιχο αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν ήταν ανάλογη, ούτε με τον σκοπό της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, ούτε με τον σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων των περαστικών, κατοίκων και καταστηματαρχών.
Η προσφεύγουσα ήταν ένα εξαιρετικά ευάλωτο άτομο που είχε τιμωρηθεί για ενέργειές της σε μια κατάσταση στην οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε άλλη επιλογή από το να προβεί στην επαιτεία. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η επιβληθείσα κύρωση παραβίασε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια της προσφεύγουσας και έβλαψε την ίδια την ουσία του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που προστατεύεται από το άρθρο 8. Επομένως, το κράτος είχε υπερβεί τα δικαιώματά του στο περιθώριο εκτίμησης στην παρούσα υπόθεση.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων του άρθρου 8 της προσφεύγουσας δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 και ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβαση. Το ΕΔΔΑ, αφού διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8, έκρινε ότι η καταγγελία βάσει του άρθρου 10 δεν αποτελούσε ξεχωριστό και ουσιώδες ζήτημα και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητο να αποφανθεί χωριστά για αυτή την καταγγελία.
(Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης)
Δεδομένου ότι το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξετάσει χωριστά την καταγγελία βάσει του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης. Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41) Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελβετία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 922 ευρώ για ηθική βλάβη.Ο δικαστής Keller εξέφρασε ξεχωριστή γνώμη. Οι δικαστές Lemmens και Ravarani εξέφρασαν ο καθένας εν μέρει σύμφωνη, εν μέρει αντίθετη γνώμη.
Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Ντιντερό: «Καταπίνουμε λαίμαργα κάθε ψέμα που μας κολακεύει, αλλά την αλήθεια που μας φαίνεται πικρή την παίρνουμε με μικρές γουλιές…».