Άντε καμάρι μου, να φας το αυγό σου! ΄Αντε καρδιά μου και είναι φρέσκο – φρέσκο!
Πεισματικά χτυπούσα τα πόδια μου κάτω και σφράγισα το στόμα μου, κάνοντας τη γιαγιά μου έξαλλη.
Ά κακομοίρα μου, δεν ένοιωσες την πείνα που ένοιωσαν τα παιδιά μου πριν από λίγα χρόνια στην κατοχή, μονολογούσε η γιαγιά, καθώς όλο και προσπαθούσε μήπως με καταφέρει.
Χαμένος κόπος! Είχε και άλλες δουλειές να κάνει. Με άφησε να πεινάσω και θα προσπαθούσε αργότερα. Μπήκε στο μαγεριό στην άκρη της αυλής και έβαλε το αυγό στο κρεμαστό φανάρι για να μη το ακουμπήσουν οι μύγες. Συνδαύλισε το τζάκι να αναζοπυρωθεί η φωτιά και να αποτελειώσει το μαγείρεμα. Είχε βάλει φασόλια από το πρωί και ακόμη δεν είχαν βράσει καλά. «Φασόλια και τουρσί σήμερα και δόξα τω Θεώ θα περάσουμε και σήμερα», μονολόγησε και πήρε το μεγάλο κλειδί που ήταν κρεμασμένο σε μια γωνιά της κουζίνας, να ανοίξει το κατώι να πάρει λίγο από το τουρσί που είχε φτιάξει και το είχε φυλαγμένο εκεί.
Δεν πρόλαβε να μπει στο κατώι και άκουσε τη φωνή του γιού της.
Μάνα δε μπορώ, ψήνομαι στο πυρετό και μου κόπηκαν τα πόδια. Κακήν κακώς ήρθα. Νομίζω ότι θα πέσω καταγής. Δε μπορώ άλλο, δε νομίζω να καταφέρω να ανέβω τα σκαλιά να πάω να ξαπλώσω.
Η γιαγιά, έχωσε το κλειδί στην μεγάλη τσέπη της ποδιά της και έτρεξε προς τον γιό της.
Πω – πω ζεματάς παιδί μου. Που πούντιασες μέσ’ στο καλοκαίρι. Έλα στηρίξου επάνω μου να σε πάω μέχρι το μαγερειό.
Στο μπάσι μάνα, να ξαπλώσω. Βοήθα σιγά – σιγά ν’ ανέβω.
Κυρά Μαρία! Κυρά Μαρία! έχω ανάγκη τη βοήθειά σου, για πρόβαλε σε παρακαλώ.
Η γειτόνισσα η κα Μαρία, δεν ήθελε να τη φωνάξουν δεύτερη φορά, έτρεξε γρήγορα στο διπλανό σπίτι.
Ω μο Χρίσταινα, αυτός ψήνεται! Άμε να τον ανεβάσουμε επάνω και πάω να φωνάξω τον γιατρό.
Όχι Μαρία μου, άσε θα του ρίξω τον πυρετό με κομπρέσες και με ξύδι. Άσε γιατί ο γιατρός θέλει πληρωμή και που να τα βρω η δύστυχη.
Τον ξάπλωσαν στο μπάσι και η Βαγγελή του άλλαξε τα ιδρωμένα ρούχα και άρχισε να του βάζει ο κομπρέσσες. Είχε και την έννοια μου που έπαιζα έξω στην αυλή μονάχη μου. Φοβόταν να με φωνάξει επάνω. Και εάν ήταν καμιά αρρώστια και κόλλαγα και εγώ; Αυτό της χρειαζόταν τώρα!
Ευτυχώς όμως όπου νάναι θα ξεπρόβαλε κάποια κόρη της. Ήταν η ώρα να σχολάσουν από τη δουλειά. Ήταν φευγάτες από το πρωί από το χάραμα.
Αρετούλα καμάρι μου, πρόσεχε. Μη πας κατά τις πέτρες και βγει κανένα φίδι. Εδώ κοντά κάτσε, να σε βλέπω από την κρεββάτα. Άκουσες ψυχή μου;
Χαρούμενη που ήμουν μόνη μου κάτω στην αυλή και δεν είχα κοντά μου τη γιαγιά συνέχεια που μου έλεγε μη κα μη και όχι, βρήκα την ευκαιρία και μπήκα μέσα στις φασολιές και άρχισα να κόβω τα πράσινα σκουληκάκια που κρεμόντουσαν. Έτσι δεν έκανε και η γιαγιά μου; Σήκωσα την ποδιτσα μου και ακουμπούσα ένα – ένα το σκουληκάκι που έκοβα.
Η φωνή της θείας μου, με ταρακούνησε!
Μα γιατί καρδιά μου κόβεις τα φασολόκια; Πού είναι η γιαγιά;
Τα κόβω για να μαγειρέψουμε. Έτσι κάνει η γιαγιά.
Και που είναι η γιαγιά;
Επάνω με τον θείο. Αυτά τα σκουληκάκια είναι δικά μου, εγώ θα τα μαγειρέψω.
Εντάξει, φτάνουν! Έλα εδώ μαζί μου και θα τα μαγειρέψουμε.
Η θεία Ρίτα με πήρε από το χέρι και φώναξε δυνατά την μάνα της, που αλαφιασμένη βγήκε στην κρεββάτα.
Α’ μωρ τσιούπω μου ήρθες; Είμαι επάνω με τον αδελφό σου που ψήνεται στον πυρετό. Πρόσεχε τη μικρή και τήρα μήπως τη γελάσεις και της δώσεις να φάει το αυγό της. Το έχω στο φανάρι.
Δεν το θέλω, δεν το τρώω, επέμενα εγώ. Θέλω τα σκουληκάκια μου.
Τα σκουληκάκια σου;
Γρήγορα η θεία Ρίτα έβρασε ένα άλλο αυγό και με τρόπο το έβαλε στην κεντημένη με μια κοτούλα τσέπη της ποδίτσας μου, χωρίς να το πάρω είδηση.
Ά! Κοίτα! Η κοτούλα σου έκανε ένα αυγό. Είναι δικό σου. Δεν θα το φας;
Ναι! Ναι! Θα το φάω γιατί είναι δικό μου!
Δεν ταλαιπωρήθηκε η θεία μου να με ταΐσει και άνοιγα το στόμα μου ορεξάτη και και η δική μου κότα το είχε γεννήσει μέσα στην τσεπούλα μου.
Σημ.1: Αυτές είναι οι πρώτες – πρώτες μνήμες μου. Σαν σε όνειρο θυμάμαι τα φασολάκια που μάζευα και που προφανώς δεν ήταν ακόμη στο στάδιο της συλλογής και ακόμη εντονότερα θυμάμαι το τοποθετημένο αυγό στην τσεπούλα με την κόκκινη κοτούλα, της άσπρης ποδίτσας μου.
Σημ.2: Τελικά μετά από δυο – τρεις ημέρες αρρώστησε και η άλλη θειά μου. Με υψηλό πυρετό και εκείνη. Τον γιατρό δεν τον απέφυγαν και η διάγνωση ήταν μελιταίος πυρετός (βρουκέλλωση). Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και ανάρρωσαν πλήρως!
Αρετή Γραμμόζη – Παπαδημάτου